Η πεμπτουσία της κατάχρησης!

0
253

Είναι πράγματι αξιοπερίεργο από που εκμαίευσαν το μέγιστο θράσος οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι με το συνδυασμό του Νίκου Χιωτάκη «Σίγουρα βήματα», Βασίλης Βάρσος, Νίνα Ασπασία Βλάχου και Ηλιάννα-Αρχοντία Στεφανάκου, να ζητάνε με ένσταση που καταθέσανε στο Α’ Τριμελές Πρωτοδικείο Αθηνών…..ανάκληση των Δικαστικών αποφάσεων ανακήρυξης και επανάληψη των εκλογών λόγω «παρατυπιών».

Οι εν λόγω «παρατυπίες» εστιάζονται κυρίως στα ονόματα με τα οποία ανακηρύχθηκαν από το δικαστήριο ορισμένοι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι του συνδυασμού «Δύναμη Ελπίδας» όπως π.χ. ο επικεφαλής Γιώργος Θωμάκος, ο οποίος σύμφωνα με την ταυτότητά του είναι Γεώργιος και όχι Γιώργος!!

Σημειωτέον όταν κατατίθενται οι υποψηφιότητες, το εκλογοδικείο στέλνει για επανακατάθεση τα χαρτιά των υποψηφίων δημοτικών συμβούλων που δεν είναι εντάξει, πράγμα που δεν έγινε για τους υποψηφίους του συνδυασμού «Δύναμη Ελπίδας»!

Είναι πρόδηλο η καταχρηστική άσκησης δικαιώματος της ομάδας των τριών δημοτικών συμβούλων του συνδυασμού του Νίκου Χιωτάκη, που προσέφυγαν στην δικαιοσύνη, με σκοπό την ανατροπή του δημοκρατικά εκλεγμένου Δημάρχου Κηφισιάς Γιώργου Θωμάκου.

Όχι μόνο περιφρονούν την δημοκρατική νομιμότητα αλλά προβαίνουν σε καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος για προσφυγή στην Δικαιοσύνη.

Και ποία είναι η έννοια της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος;;

<< Μεταξύ των γενικών συνταγματικών αρχών που ισχύουν στην Ελληνική έννομη τάξη συγκαταλέγεται κι αυτή της αρχής της απαγόρευσης της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος που ορίζεται στο άρ.25§3 του Συντάγματος σύμφωνα με την οποία διάταξη «Η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται».

Συναφής είναι και η διάταξη του άρ.281 του Αστικού Κώδικα κατά την οποία «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος».
Κατάχρηση δικαιώματος είναι η νομότυπη, πλην όμως υπερβολική και για τούτο μη ανεκτή από την έννομη τάξη άσκηση δικαιώματος. Η έννοια αυτή είναι ταυτόσημη στο δημόσιο και ιδιωτικό δίκαιο.

Από την ως άνω αναφερόμενη έννοια της κατάχρησης συνάγονται τα χαρακτηριστικά της που είναι τα εξής:

Η κατάχρηση στην άσκηση δικαιώματος είναι καταρχήν νομότυπη άσκηση δικαιώματος. Ο καταχρώμενος προβαίνει σε υπερβολική συμπεριφορά. Το στοιχείο της υπερβολής συνιστά την ειδοποιό διαφορά μεταξύ νόμιμης και παράνομης συμπεριφοράς. Η υπερβολική συμπεριφορά δεν είναι ανεκτή από την έννομη τάξη.

Δεν απαιτείται η ύπαρξη πταίσματος από τον καταχρώμενο αφού η έννοια της κατάχρησης δικαιώματος είναι καθαρά αντικειμενική.

Κατά την έννοια του άρ.281 ΑΚ, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, εκτός άλλων, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε της άσκησης του και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τότε, δεν δικαιολογούν επαρκώς τη μεταγενέστερη άσκηση του, από την οποία, αντίθετα, προκύπτει προφανής υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης και των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος (Εφ. Καλαμάτας 19/2012).

Επίσης, κατά την έννοια του άρ.281 ΑΚ, κατάχρηση δικαιώματος θεωρείται ότι υφίσταται, όταν η προηγηθείσα της ασκήσεως συμπεριφορά του δικαιούχου και η διαμορφωθείσα πραγματική κατάσταση, ου μόνον δεν δικαιολογεί την άσκηση του, λαμβανομένων υπ’ όψιν και των συμφερόντων του ιδίου, αλλά χωρεί κατά τρόπον επαγόμενο επαχθείς επιπτώσεις δια τον υπόχρεο, κατά προφανή υπέρβαση των εν τη διατάξει ταύτη αρχών και σκοπών (ΑΠ 1092/79 ΝοΒ 28, 504).

Η απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης δικαιωμάτων έχει περιληφθεί σε πολλά διεθνή νομικά κείμενα, όπως στο άρ.30 της Οικουμενικής διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 1948, στο άρ.5§1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και του Διεθνούς Συμφώνου για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα του 1966, καθώς και στο άρ.17 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου.

Τα διεθνή αυτά κείμενα από την επικύρωσή τους με νόμο αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού δικαίου της ημεδαπής έννομης τάξης και υπερισχύουν κάθε άλλης αντίθετης διάταξης νόμου σύμφωνα με το άρ.28§1 του Συντάγματος.

Σε µία πρώτη προσέγγιση γίνεται αντιληπτό ότι η κατάχρηση εµφανίζεται όταν η άσκηση ενός δικαιώµατος σε µια συγκεκριµένη περίπτωση δεν τείνει στην πραγµάτωση του κοινωνικού ή οικονοµικού σκοπού αυτού, ή υπερβαίνει αυτόν ή αντιβαίνει στην καλή πίστη ή στα χρηστά ήθη, κατά τρόπο ώστε να επέρχεται βλάβη σε άλλο πρόσωπο, η οποία κατ’ επέκταση αποτελεί πλήγµα και για το ευρύτερο κοινωνικό συµφέρον.

Όταν εν συντοµία η άσκηση του δικαιώµατος γίνεται κατά τέτοιο τρόπο που έρχεται σε αντίθεση µε το δίκαιο εν ευρεία έννοια, έχουµε κατάχρηση δικαιώµατος. Όπως επιγραµµατικά είπε ο Planiol «Le droit cesse où l’ abus commence». Η κατάχρηση δικαιώµατος συνίσταται στην υπέρβαση των ορίων που θέτει ο νόµος ή η ιδιωτική βούληση σε κάθε δικαίωµα.

Τα όρια αυτά όµως εκπορεύονται από υπέρτερες αρχές του δικαίου και δεν τίθενται αυθαίρετα από τον εκάστοτε εφαρµοστή του δικαίου. Και για αυτό το λόγο η απαγόρευση της κατάχρησης δικαιώµατος είναι ιδιαίτερα σηµαντική, γιατί ενεργοποιεί την ουσία του δικαίου, τις αρχές δικαιοσύνης.

Ο κανόνας δικαίου που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ είναι δηµοσίας τάξεως και µάλιστα, κατά τη νοµολογία του Αρείου Πάγου, όπως αυτή πολύ χαρακτηριστικά εκφράστηκε µε την ΟλΑΠ 7/1991 και την ΟλΑΠ 1753/198414 έχει «…έντονο χαρακτήρα κανόνα δηµοσίας τάξεως…», «…αποσκοπούσα εις την καταπολέµησιν της κακοπιστίας εν ταις συναλλαγαίς και εν γένει εν τη ενασκήσει παντός δικαιώµατος…», χωρίς να αποκλείεται η εφαρµογή του και στις περιπτώσεις άσκησης δικαιωµάτων που επίσης απορρέουν από διατάξεις δηµοσίας τάξεως.

Το γεγονός άλλωστε ότι στη διάταξη του 281 ΑΚ προσδόθηκε αναδροµική ισχύ (19 ΕισΝΑΚ), παρέχει στην τελευταία ένα συγκριτικό πλεονέκτηµα απέναντι σε άλλες διατάξεις δηµοσίας τάξεως, σε περιπτώσεις συγκρούσεώς της µε αυτές. Ειδικότερα, για την εύρεση της διαχωριστικής γραµµής εφαρµογής ή µη του 281 ΑΚ σε µία περίπτωση ασκήσεως δικαιώµατος που απορρέει από κανόνα δηµοσίας τάξεως, πρέπει να αναζητηθεί το προστατευόµενο σε κάθε περίπτωση έννοµο συµφέρον του δικαιούχου και να αντιπαρατεθεί µε το αντίστοιχο συµφέρον του υπόχρεου που αξιώνει την προστασία, προβάλλοντας την ένσταση του 281 ΑΚ.

Η νοµολογία γύρω από την κατάχρηση δικαιώµατος, µε την αναφορά του άρθρου 25§3 του Συντάγµατος και παράλληλα του άρ.281 ΑΚ, που θεωρητικά περιβάλλεται µε συνταγµατικό κύρος λόγω της προαναφερθείσης συνταγµατικής διάταξης, οδηγεί συχνά στην εσφαλµένη εντύπωση πως η διάταξη του 281 ΑΚ καθιερώνει µια γενική νοµική αρχή που ισχύει οµοιόµορφα σε όλους τους κλάδους του δικαίου.

Μία τέτοια εκτίµηση είναι εσφαλµένη δεδοµένης τόσο της συστηµατικής ένταξης της διάταξης του 25§3 στο κεφάλαιο του Συντάγµατος για τα ατοµικά και κοινωνικά δικαιώµατα (που περιορίζει την εφαρµογή του στην άσκηση των δικαιωµάτων που απορρέουν από τα άρθρα 4 – 24 Συντ. και την αποκλείει από την άσκηση των πολιτικών δικαιωµάτων), όσο και από την διαφορετική τυπική ισχύ των δύο διατάξεων (281 ΑΚ και 25§3 Συντ.).

Σε καµία περίπτωση η διάταξη του 281 ΑΚ δεν υποκαθιστά τη σχετική διάταξη του Συντάγµατος. Εφόσον απαιτείται, τάσσεται στο πλευρό της τελευταίας και προβάλλεται επικουρικά, χωρίς εκ του λόγου τούτου να χάνει τµήµα της αξίας της και να επηρεάζεται ο σηµαντικός ρόλος που διαδραµατίζει προς το σκοπό της ορθής άσκησης των δικαιωµάτων.

Από τη διατύπωση της διάταξης γίνεται σαφές ότι καίριο αντικείµενο προστασίας και στόχος της απαγόρευσης καταχρηστικής ασκήσεως των δικαιωµάτων, είναι η ασφάλεια του δικαίου, µέσω της επιβολής της συνεπούς συµπεριφοράς και της ασφαλούς προβλέψεως της έκβασης µιας εννόµου σχέσεως µε αντικρουόµενα συµφέροντα, µε την ταυτόχρονη απαγόρευση της αντιφατικής συµπεριφοράς.

Με τη σειρά της, η απαγόρευση της αντιφατικής συµπεριφοράς στις συναλλαγές, αλλά και σε κάθε έννοµη σχέση µεταξύ δύο κοινωνών του δικαίου, τίθεται προς το σκοπό προστασίας της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης, ως έκφανση των αρχών της συνεπούς και καλόπιστης συµπεριφοράς.

Η απαγόρευση κατάχρησης δικαιώµατος που εισάγεται στο ιδιωτικό δίκαιο µε το άρθρο 281 ΑΚ, υλοποιείται µε δύο κύριες ενστάσεις, και εµφανίζεται µε δύο κύριες µορφές, (α) ως ένσταση απλής κατάχρησης λόγω θετικών ενεργειών του υπόχρεου, που προβάλλει την ένσταση (πχ λόγω δαπανών που έγιναν στο µίσθιο ή το επίδικο ακίνητο), οι οποίες σε συνάρτηση µε τη συµπεριφορά του δικαιούχου και τη δηµιουργηθείσα πραγµατική κατάσταση θεµελιώνουν την κατάχρηση, και (β) ως ένσταση αποδυναµώσεως του δικαιώµατος, όταν η ένσταση ερείδεται πρωτίστως στην αδράνεια του δικαιούχου.

Ουσιαστικά η δεύτερη µορφή της ενστάσεως, αποτελεί το alter ego της βασικής ενστάσεως κατάχρησης του δικαιώµατος, µε µόνη διαφορά τη φύση των πραγµατικών περιστατικών που οδηγούν σε εφαρµογή της διατάξεως του 281 ΑΚ. Σε τελική ανάλυση κοινός παρονοµαστής των δύο µορφών-θεσµών (της κατάχρησης και της αποδυνάµωσης) είναι η άµυνα απέναντι στην προσπάθεια προσβολής µιας κατάστασης, ιδεατής κατά τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών στην πρώτη περίπτωση και πραγµατικής εκ των ενεργειών του οφειλέτη και της αδράνειας του δανειστή στη δεύτερη.

Είναι σηµαντικό να τονιστεί ότι στην περίπτωση της αποδυνάµωσης ο υπόχρεος δεν αρνείται την ύπαρξη του δικαιώµατος του δικαιούχου, ούτε αντιπαραθέτει ίδιο δικαίωµα, επικαλείται απλώς την ύπαρξη λόγων που παραλύουν την άσκηση του πρώτου.

Στην περίπτωση της αποδυνάµωσης παρατηρούµε επίσης τη διαδροµή από τις γενικές-θεµελιώδεις αρχές του δικαίου (όπως η αρχή της συνεπούς και καλόπιστης συµπεριφοράς) στις επιµέρους αρχές (αρχή της µη αντιφατικής συµπεριφοράς) και τέλος στους ειδικότερους κανόνες που ορίζουν τη µείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού.

Η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, µε το διττό χαρακτήρα της (κατάχρηση και αποδυνάµωση) καταλαµβάνει κατ’ αρχήν όλα τα δικαιώµατα, µε ορισµένες εξαιρέσεις που οφείλονται στη συστηµατική ένταξη της διάταξης στις γενικές αρχές του Αστικού ∆ικαίου.

Προφανώς αναφέρεται και εφαρµόζεται σε πράξεις ή παραλείψεις που λαµβάνουν χώρα σε χρόνο µεταγενέστερο της γεννήσεως του δικαιώµατος. ∆εν αφορά µόνο περιουσιακά δικαιώµατα, αλλά και προσωπικά, όπως σαφώς αναφέρεται από τον ίδιο το νοµοθέτη (π.χ. 1386 ΑΚ).

Τα πάσης φύσεως ιδιωτικά δικαιώµατα, είτε πρόκειται για εξουσιαστικά, είτε για διαπλαστικά δικαιώµατα (πχ δικαίωµα καταγγελίας µιας σύµβασης), είτε απόλυτα, είτε σχετικά, προερχόµενα από νοµοθετική διάταξη ή συµβατική ρήτρα, και µάλιστα ανεξάρτητα από το αν είναι ολοκληρωµένο δικαίωµα ή συνιστά ατελές τοιούτο (προσδοκία δικαιώµατος), κρίνονται και ελέγχονται από τη διάταξη του 281 ΑΚ.

Η εφαρµογή της διάταξης του 281 ΑΚ είναι ευχερής και στα δηµόσια δικαιώµατα, παρά την επί σειρά ετών διχογνωµία της νοµολογίας κατώτερων και ανώτερων δικαστηρίων µε αποφάσεις επί αποφάσεων να µην παίρνουν ξεκάθαρη θέση.

Τελικά η Ολοµέλεια του Ανώτατου ∆ικαστηρίου µε την υπ’ αριθµ. ΟλΑΠ 173/1961 (ΕλΔ 2, σ.441) απόφαση έκρινε πως η εφαρµογή του 281 ΑΚ είναι δυνατή σε διατάξεις δηµόσιου δίκαιου και ανοίγοντας ουσιαστικά το δρόµο για µια στροφή της νοµολογίας που χαρακτηρίζεται έως και σήµερα ως κυρίαρχη τάση αυτής.

Αντίστοιχα η διάταξη του 281 ΑΚ βρίσκει έδαφος εφαρµογής και σε εκείνα τα δικαιώµατα που πηγάζουν από σχέσεις διοικητικού δικαίου, εκτός από τις περιπτώσεις άσκησης της διακριτικής ευχέρειας εκ µέρους της ∆ιοίκησης και κυρίως κατά την άσκηση των αρµοδιοτήτων της τελευταίας, όπου εφαρµόζονται οι ιδιαίτερες αρχές του δηµοσίου δικαίου, όπως η αρχή της νοµιµότητας, της χρηστής διοίκησης, της κακής χρήσης της διακριτικής ευχέρειας και της κατάχρησης εξουσίας, το περιεχόµενο και οι συνέπειες των οποίων δεν συµβιβάζονται µε αυτά του 281 ΑΚ. Αυτονόητο είναι λοιπόν ότι η επίκληση του 281 ΑΚ δεν µπορεί να αποτελέσει λόγο ακύρωσης διοικητικής πράξης, όπως συχνά ακούγεται.

Οµοίως τα ατοµικά δικαιώµατα που προβλέπει το Σύνταγµα, δεν ελέγχονται κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, λόγω της φύσης τους ως διατάξεις ανώτατης τυπικής ισχύος. Αυτό όµως δεν σηµαίνει πως βρίσκονται και εκτός του ευρύτερου θεσµού της απαγόρευσης κατάχρησης δικαιώµατος. Ο ίδιος ο Συνταγµατικός Νοµοθέτης, ρητά απαγορεύει την κατάχρηση δικαιώµατος, στην υπ’ αριθµ. 25 § 3 διάταξη του Συντάγµατος (1975/1986/2001), η οποία αυτούσια σχεδόν µεταφέρθηκε από τον Αστικό Κώδικα.>>

{jcomments on} 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here