Οι επόμενες μέρες θα είναι κρίσιμες για τον διεθνή και περιφερειακό ρόλο της Τουρκίας. Η συνάντηση Μπάιντεν-Ερντογάν θα καθορίσει το νέο πλαίσιο των αμερικανοτουρκικών ισορροπιών σε όλα τα κρίσιμα πεδία στα οποία έχει διεκδικήσει η γείτονα χώρα ενισχυμένο ρόλο (σχέσεις με Ρωσία, Λιβύη, Συρία, Αφγανιστάν, Ουκρανία, Καύκασος, Ανατολική Μεσόγειος).
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα αποφασίσει εάν θα προωθήσει μια θετική ευρώ-τουρκική ατζέντα. Οι αμερικανοτουρκικές και ευρώ-τουρκικές σχέσεις είναι, συνεπώς, σήμερα πιο δυναμικές και σύνθετες από ποτέ. Υπό αυτές τις συνθήκες, σε αυτό το περιβάλλον, θα είναι τεράστιο λάθος της κυβέρνησης να αντιμετωπίζει την Τουρκία με τα εργαλεία άλλων δεκαετιών.
Να θεωρεί ότι είναι «απομονωμένη», να προωθεί έναν διάλογο μη-λύσης για τα μικρά, για να αποφύγει να καταπιαστεί με τον πυρήνα του ζητήματος: Τις ελληνοτουρκικές, ευρωτουρκικές και αμερικανοτουρκικές σχέσεις στην διαπλοκή τους.
Θα είναι επίσης λάθος η επικείμενη συνάντηση να είναι απλώς μία επανάληψη σε ανώτερο επίπεδο της πρόσφατης επίσκεψης Τσαβούσογλου: να επιδιωχθεί μόνον η συνέχεια της αποκλιμάκωσης της έντασης, να έχουμε απλώς ένα ήσυχο καλοκαίρι.
Έτσι θα σπαταλήσουμε χωρίς κέρδος μια σημαντική συγκυρία στην οποία ο Τούρκος Πρόεδρος πιέζεται να επιδείξει εποικοδομητική στάση, αλλά και να στηρίξει την οικονομία του. Κάθε συνάντηση που πραγματοποιεί η Τουρκία με την Ελλάδα χωρίς να πιέζεται για τίποτα, αποκαθιστά την εικόνα της στη Δύση χωρίς κόστος.
Αντιθέτως, τώρα είναι η ευκαιρία να πιεστεί για έναν ουσιαστικό διάλογο (στις διερευνητικές, στα στρατιωτικά ΜΟΕ, στα ζητήματα ασφαλείας/εγγυήσεων στο Κυπριακό, στα ενεργειακά στην Ανατολική Μεσόγειο).
Αν δεν επαναθεμελιωθεί ένας ουσιαστικός ελληνοτουρκικός διάλογος και δεν αναλάβει σύντομα η Τουρκία συγκεκριμένες δεσμεύσεις με ευρωπαϊκή εγγύηση, αμέσως μόλις βρει ένα νέο modus vivendi με τις ΗΠΑ και πάρει κάποια θετικά μηνύματα για την οικονομία της από τους γνωστούς ευρωπαίους εταίρους, είτε θα επιστρέψει στη γνωστή επιθετικότητα της, είτε θα επιδιώξει συμφωνίες σε βάρος μας με «πρόθυμους τρίτους» (στην Ουάσιγκτον, στο Βερολίνο ή στις Βρυξέλλες) που δεν φοβούνται τον διάλογο.
Η επιλογή, λοιπόν, διαλόγου μόνον για θέματα χαμηλής πολιτικής και οικονομίας απλώς κρύβει την απόφαση να μπουν τα ουσιώδη ζητήματα «στη γυάλα». Με τη στάση του αυτή ο Κ. Μητσοτάκης επαληθεύει τη διαχρονική μας κριτική ότι ούτε συγκεκριμένη στρατηγική επίλυσης των θεμάτων έχει, ούτε είναι διατεθειμένος να αναλάβει οποιοδήποτε πολιτικό ρίσκο υπέρ των εθνικών συμφερόντων.
Κάτι τέτοιο άλλωστε προκύπτει και από τις συνεχείς αμφιταλαντεύσεις και παλινωδίες του ως προς την ψήφιση των μνημονίων εφαρμογής της Συμφωνίας των Πρεσπών. Εξακολουθεί να ασκεί εξωτερική πολιτική με κομματικά, και μάλιστα εσωκομματικά κριτήρια.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, αντιθέτως, σταθερά προτείνει την επιλογή της ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής με σαφή στρατηγική λύσης των ζητημάτων, στη βάση του διεθνούς δικαίου.
Αυτό το νόημα έχει η πρόσφατη πρόταση του Αλέξη Τσίπρα να διασυνδεθεί, στα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η ενεργοποίηση της αναθεωρημένης Τελωνειακής Ένωσης ΕΕ-Τουρκίας, με την υποχρέωση της Άγκυρας για παραπομπή στη Χάγη, βάσει συνυποσχετικού, της διαφοράς για υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ.
Θα δεχθεί, όμως, η Τουρκία την παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο μόνον για τη διαφορά αυτή, χωρίς όλες τις λοιπές απαράδεκτες για εμάς διεκδικήσεις της; Μα, ακριβώς, χωρίς πίεση, χωρίς το κίνητρο μιας νέας οικονομικής σχέσης με την ΕΕ και τον φόβο κατάρρευσης της οικονομίας της, η πιθανότητα να δεχθεί κάτι τέτοιο στο μέλλον είναι μηδενική. Αντιθέτως, τώρα υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας, που πρέπει να αξιοποιηθεί.
Άλλωστε, δεν είμαστε μόνον εμείς που καλούμε τον κύριο Μητσοτάκη να μην θέσει ξανά τον πήχη χαμηλά. Για ανάγκη «επιθετικής διπλωματίας» έκανε πρόσφατα λόγο η κυρία Μπακογιάννη, για «πιο ενεργητική διπλωματία» ο κύριος Κουμουτσάκος.
Τα αδιέξοδα ενός προσχηματικού διαλόγου μη-λύσης αναγνωρίζονται ευρύτερα.