«Σε όσες επιχειρήσεις είχαν κλείσει με κρατική εντολή όπως εστιατόρια, μπαρ, καφέ, κομμωτήρια, δεν υπάρχει καμία δέσμευση για μη απολύσεις από την ημέρα της επαναλειτουργίας τους», τόνισε η τομεάρχης Εργασίας της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ, σε συνέντευξή της στο Kontra Channel.
«Η δέσμευση των 45 ημερών αφορά μόνο τις επιχειρήσεις που είχαν θέσει οι ίδιες σε αναστολή τους εργαζόμενους. Η κυβέρνηση σκοπίμως αποσιωπά το μεγαλύτερο μέρος του προβλήματος, δηλαδή τις επιχειρήσεις που έκλεισαν με κρατική εντολή, στις οποίες ο περισσότερος κόσμος εργάζεται με επισφαλείς συνθήκες», σημείωσε.
Η Έφη Αχτσιόγλου υπογράμμισε ότι «Πρέπει να λειτουργείς προληπτικά, να δαπανάς για να υποστηρίξεις τους μισθούς, την καταναλωτική δύναμη των πολιτών, τις επιχειρήσεις αλλά και το κομμάτι τις κοινωνίας που είναι εν πολλοίς “αόρατο” – επισφαλώς εργαζόμενοι, μη επιδοτούμενοι άνεργοι – και που, αν καταρρεύσει, διαλύεται όλο το οικοδόμημα της κοινωνικής συνοχής».
«Αν δεν προλάβουμε τις συνέπειες της ύφεσης, μετά θα χρειαστεί να δαπανηθούν πολύ περισσότερα», είπε.
Επισήμανε, ακόμα, ότι «ο τρόπος που θα αντιδράσουν οι ευρωπαϊκές οικονομίες δεν θα είναι ίδιος», προσθέτοντας ότι «για να υπάρχει ανάκαμψη τύπου “V” πρέπει η ύφεση να είναι μικρή και να μην προκαλέσει δομικές αλλαγές στην οικονομία».
«Στην Ελλάδα δεν έχουμε μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες απλώς θα μειώσουν την παραγωγική τους λειτουργία και μετά θα την ξαναβρούν. Έχουμε πολύ μικρές επιχειρήσεις. Αν αυτές αρχίσουν να βάζουν λουκέτα, αν έχουμε μεγάλο κύμα ανεργίας, θα δημιουργηθεί ένα ντόμινο το οποίο δεν μπορεί να έχει γρήγορη επιστροφή», σημείωσε.
Τόνισε, επίσης, ότι «αν αυτή η οικονομική κρίση μετατραπεί σε κρίση χρέους, ιδίως για τις χώρες του Νότου, τότε οπωσδήποτε η ανάκαμψη δεν μπορεί να είναι τύπου “V”, δεν θα μπορούμε εκ των πραγμάτων να έχουμε γρήγορη ανάκαμψη».
Για τις τράπεζες δήλωσε ότι «είναι υποχρέωσή τους τη ρευστότητα που λαμβάνουν από την ΕΚΤ να τη διοχετεύσουν στην αγορά δανειοδοτώντας τις επιχειρήσεις, όχι μόνο τις μεγάλες αλλά και τις μικρομεσαίες».
Τέλος, υπογράμμισε ότι η κυβέρνηση «επιδιώκει μία συνολική αναδιάρθρωση της αγοράς», δηλαδή «να κλείσουν μικρομεσαίες και να επιβιώσουν μεγάλες επιχειρήσεις» και «να φτάσουμε σε ένα σημείο μηδέν στα εργασιακά».
Είπε δε ότι η κυβέρνηση απεργάζεται «οριζόντια μείωση μισθών της τάξης, οπωσδήποτε, του 20%» και για «νέο υπό-κατώτατο μισθό», καθώς και τη γενίκευση της «εκ περιτροπής εργασίας», την οποία η κυβέρνηση «σχεδιάζει να την επιδοτήσει, δίνοντας κίνητρο στον εργοδότη να την επιβάλλει».