«Αν μου το έλεγε κάποιος, δεν θα το πίστευα. Αδυνατώ να το πιστέψω ακόμη και τώρα. Που ήμουν εκεί και το είδα».
Στη διαδρομή μου για το γραφείο βρίσκεται ένα τυροπιτάδικο. Ακριβώς απέναντι από τον Άρειο Πάγο.
Το πρωινό των δικηγόρων είναι συνυφασμένο με τις τυρόπιτες, τις λουκανικόπιτες και τις μπουγάτσες του συγκεκριμένου καταστήματος και κάθε φορά που περνώ εγώ από εκεί, πηγαδάκια κουστουμαρισμένων κυρίων κλείνουν την προθήκη του.
Δεδομένου μάλιστα ότι βρίσκεται και πάνω στο φανάρι, είναι αδύνατο να μην παρατηρήσω αυτή την κινητικότητα.
Σήμερα, περνώντας το φανάρι, από την πλευρά του καταστήματος ερχόταν ένας σκυλάκος, με γαντζωμένο στα δόντια ένα λουκανικοπιτάκι, που του έδωσε κάποιος από τους θαμώνες του τυροπιτάδικου, ο οποίος πρόσεξε το χαμόγελό μου και μου απηύθυνε: Κοίτα, κοίτα πώς το κρατάει, ο κερατάς!
Κάτι η βιασύνη του ζώου, που προσπαθούσε να περάσει στην απέναντι πλευρά της Αλεξάνδρας, κάτι και το γεγονός ότι δεν σταματούσε να φάει τον μεζέ, αλλά τον κρατούσε προσεκτικά ανάμεσα στα δόντια, μου κίνησαν την περιέργεια.
Κοντοστάθηκα και τον ακολούθησα με το βλέμμα. Υπέθεσα πως πηγαίνει κάπου να το θάψει, για τις δύσκολες ώρες, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι σκύλοι.
Τρέχοντας και κουνώντας ζωηρά την ουρά έφτασε στη γωνία των προσφυγικών κατοικιών, όπου καθόταν οκλαδόν ένας ταλαιπωρημένος άνδρας.
Στάθηκε μπροστά του κι εκείνος πήρε το πιτάκι από το στόμα του σκύλου και το έβαλε στο δικό του!
Νομίζω ότι ήταν η πρώτη φορά, που κύλησαν δάκρυα στα μάγουλά μου, χωρίς να συνειδητοποιήσω αν ήταν από ντροπή, από συγκίνηση ή από λατρεία για κείνο το ζωντανό.
Και τότε ευχαρίστησα τη δημοσιογραφία, που ακόνισε τις κεραίες μου, χαρίζοντάς μου τη μοναδική εμπειρία να καταγράψω την…ανθρωπιά ενός σκύλου…