ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ Συνέντευξη του Γιώργου Κατρούγκαλου.

0
606

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ Συνέντευξη του Γιώργου Κατρούγκαλου, στην εφημερίδα «Kifisia Press» και στον Σύμβουλο Έκδοσης Δημήτριο Αγγελίδη.

Ο κ. Γιώργος Κατρούγκαλος γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη Σορβόννη. Eίναι Συνταγματολόγος, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και Βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.

Διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών, Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών με αρμοδιότητα τις ευρωπαϊκές υποθέσεις και τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις (2016-2019), Υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης & Κοινωνικής Αλληλεγγύης, έως τον Νοέμβριο του 2016. Έχει διατελέσει επίσης Αναπληρωτής Υπουργός Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Ευρωβουλευτής από τον Μάιο του 2014 έως και τον Ιανουάριο του 2015.

Έχει διδάξει ως επισκέπτης Καθηγητής ή προσκεκλημένος Ομιλητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, στο Columbia University, στο New York University, στο Humboldt University, στο London School of Economics, στο Roskilde University, στη Νομική Σχολή του Ν. Δελχί, στο Πανεπιστήμιο της Ορλεάνης και σε μεταπτυχιακά προγράμματα πολλών Ελληνικών Πανεπιστημίων.

-Η Κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη όχι μόνο για λόγους εξυπηρέτησης των βραχυπρόθεσμων εθνικών συμφερόντων αλλά και των μακροπρόθεσμων, μονίμων και στρατηγικών, να εξασφαλίσει ισχυρές κυρώσεις στο επόμενο Συμβούλιο και όχι μία ακόμη αναβολή. Δεν τις εξασφάλισε όμως στην τελευταία Σύνοδο (10-11 Δεκεμβρίου), με αποτέλεσμα να έχουμε ακόμη μια Εθνική αποτυχία στην εξωτερική μας Πολιτική. Τι μορφή/διάσταση Εθνικής Ήττας πιστεύετε ότι θα αντιμετωπίσουμε στο εγγύς μέλλον;;

Ο κ. Μητσοτάκης φέρει ακέραια προσωπική ευθύνη για την αποτυχία του Συμβουλίου του Δεκεμβρίου και το κενό στρατηγικής που κατέληξε σε αυτή. Ο ίδιος είχε εμφανίσει την προηγούμενη αποτυχία του στο Συμβούλιο του Οκτωβρίου ως δήθεν θρίαμβο, με τον ισχυρισμό ότι αν συνεχιζόταν η επιθετικότητα της Τουρκίας ήταν δεδομένες οι κυρώσεις τον Δεκέμβριο, κυρώσεις μάλιστα που «θα δαγκώνουν», κατά τον κυβερνητικό εκπρόσωπο.

Και όμως, το διάστημα αυτό είχαμε την πιο σοβαρή κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας από την εποχή των Ιμίων, με την Τουρκία να παραβιάζει κατάφωρα τα Ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα πραγματοποιώντας έρευνες για σχεδόν τέσσερις μήνες, συχνά κάτω από τα 12 μίλια και με NAVTEX που απειλούσαν και για κάτω και από τα 6.

Και το θέμα δεν είναι μόνον η μη ανάσχεση της επιθετικότητας, αλλά και ότι τίποτα δεν εξασφαλίζει εκ των προτέρων καλύτερη έκβαση στο Συμβούλιο του Μαρτίου του 2021, οπότε και πάλι δεν θα συζητηθούν καν «κυρώσεις ή μέτρα» αλλά «εργαλεία και επιλογές».

Για το μέλλον τώρα: Είναι αλήθεια ότι το 2020 δεν ήταν καλό για την εξωτερική πολιτική της χώρας και το 2021 δεν προοιωνίζεται, μέχρι στιγμής, καλύτερο, θέλω να ελπίζω όμως ότι θα αποφύγουμε τις εθνικές ήττες.

Προϋπόθεση για αυτό είναι να αποκτήσουμε, επιτέλους, Εθνική στρατηγική απέναντι στην Τουρκία με πρώτο βήμα την αυτοκριτική της κυβέρνησης και τη σύγκληση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών.

-Ποτέ στο παρελθόν δεν υπήρξε παρόμοια κλιμάκωση της επιθετικότητας της Άγκυρας χωρίς αποτροπή: έρευνες επί μήνες εντός της υφαλοκρηπίδας μας, ακόμη και κάτω από τα 12 μίλια, NAVTEX που προαναγγέλλουν έρευνες και κάτω από τα έξι, παντελής ανυπαρξία κυβερνητικών κόκκινων γραμμών. Και μάλιστα, πέρα από το γενικευμένο κενό στρατηγικής υπάρχουν περιπτώσεις όπου άλλα λέει ο πρωθυπουργός και άλλα το υπουργείο Εξωτερικών. Αυτό ΔΕΝ είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο για την εξωτερική μας πολιτική;;

Έχετε δίκιο ως προς την διαπίστωση σας ότι η τουρκική προκλητικότητα το τελευταίο διάστημα απέκτησε νέα, πρωτόγνωρα χαρακτηριστικά. Η κυβέρνηση αντιμετώπισε (ή ακριβέστερα, απέτυχε να αντιμετωπίσει) την πάγια αναθεωρητική στρατηγική της Άγκυρας και την κλιμάκωση της επιθετικότητας της χωρίς δική της στρατηγική.

Παραχώρησε πλήρως την πρωτοβουλία των κινήσεων στην άλλη πλευρά.  Ούτε χάραξε ούτε υποστήριξε κόκκινες γραμμές, απέτυχε τόσο στην αποτροπή όσο και στην διπλωματική  αντιμετώπιση των προκλήσεων.

Μια παρόμοια παθητική πολιτική, που δεν επιδιώκει καν την ενεργή συμμετοχή της χώρας στον ευρωτουρκικό διάλογο, μοιραία κατέληξε, για να δανειστώ τη φράση του πρώην υφυπουργού Εξωτερικών των κυβερνήσεων Καραμανλή Γ. Βαληνάκη, σε «διπλωματική ήττα σε φιλικό γήπεδο».

Επίσης έχετε δίκιο ως προς την παρατήρηση σας ότι σημαντική εκδήλωση του κενού στρατηγικής είναι και οι αντιφάσεις που υπάρχουν μεταξύ του ΥΠΕΞ και του κ. Μητσοτάκη, όταν ο τελευταίος αποκλίνει από τις σταθερές της εξωτερικής μας πολιτικής. Για παράδειγμα το ΥΠΕΞ καταδικάζει  τις Τουρκικές παραβιάσεις στην  Ελληνική υφαλοκρηπίδα.

Αντιθέτως, ο κ. Μητσοτάκης, μιλά για έρευνες «σε μη οριοθετημένη περιοχή», αδυνατίζοντας τις Ελληνικές θέσεις και δίνοντας επιχειρήματα σε όσους διαφοροποιούν την περίπτωση των τουρκικών παραβιάσεων στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Άλλο παράδειγμα, σε σχέση με την πολυμερή Διάσκεψη για την Ανατολική Μεσόγειο.

Σύμφωνα με πληροφορίες των ΜΜΕ που δεν έχουν διαψευσθεί, το ΥΠΕΞ προέβη σε διαβήματα στα κράτη-μέλη ΕΕ τονίζοντας ότι θα συναινέσει στην πραγματοποίησή της Διάσκεψης μόνο αν τερματιστεί η τουρκική προκλητικότητα. Αντιθέτως, ο κ. Μητσοτάκης «άδειασε» τη διπλωματία μας, συναινώντας στο Ευρωπαικό Συμβούλιο, να προχωρήσει η Διάσκεψη χωρίς όρους και εγγυήσεις.

– Η ήττα Αθήνας  στο πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έχει ασφαλώς και επόμενη ημέρα, που αφορά τόσο τις επιπτώσεις όσο και τα νέα δεδομένα σε σχέση με τη διαχείριση. Ποια είναι η άποψη σας για (1) τις Διερευνητικές επαφές με την Τουρκία (2) την Πολυμερή διάσκεψη για Μεσόγειο και τέλος για (3) τις πιέσεις, μέσω Ευρωπαϊκής Ένωσης, για διάλογο άνευ  όρων κλπ.

Η κυβέρνηση πρέπει αφενός να ανασχέσει την τουρκική επιθετικότητα, θέτοντας εκ νέου-και αυτή τη φορά με αποτελεσματικότητα-το ζήτημα των κυρώσεων, ώστε οι ελληνοτουρκικές διαφορές να καταστούν πράγματι Ευρωτουρκικές. Θα πρέπει να επιδιώξει να αποτελέσει η χώρα μας αναπόσπαστο τμήμα του Ευρωτουρκικού διαλόγου, από όπου παραμένει πανηγυρικά απούσα.

Και, αφετέρου να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις ουσιαστικής επιστροφής της Τουρκίας στο τραπέζι του διαλόγου για τη μόνη διαφορά που έχουμε να συζητήσουμε, την οριοθέτηση των οικονομικών θαλάσσιων ζωνών, χωρίς εκβιασμούς και απειλές χρήσης βίας.

Έχουμε ταχθεί υπέρ της επανεκκίνησης των διερευνητικών, αλλά το θέμα δεν είναι μόνο να αρχίσουν αλλά με ποιους όρους (γεωπολιτικούς, και τεχνικούς) κάθεσαι στο τραπέζι. Εδώ η διπλωματική ήττα της Ελλάδας το 2020, κοστίζει.

Άρα, ο διάλογος αποτελεί μεν μονόδρομο, αλλά με την προϋπόθεση ότι θα βασίζεται στο διεθνές δίκαιο και θα διεξαχθεί χωρίς εκβιασμούς, πιέσεις και απειλή χρήσης βίας. Δεν μπορεί να περιλαμβάνει οποιοδήποτε θέμα κυριαρχίας, όπως για παράδειγμα οι υποτιθέμενες «γκρίζες ζώνες» ή η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών μας.

Ως προς την Πολυμερή Διάσκεψη: Αυτή ήταν, ως γνωστό,  αρχικά τουρκικής έμπνευσης, στο πλαίσιο της ρητορικής της Τουρκίας ότι επιδιώκει, δήθεν, διάλογο. Στη συνέχεια ο Πρόεδρος Μισέλ και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Οκτωβρίου 2020 υιοθέτησαν την σύγκληση παρόμοιας διάσκεψης για την Ανατολική Μεσόγειο, χωρίς να προσδιορίζουν ακριβώς τη σύνθεση και την ατζέντα της.

Αυτονόητο είναι ότι η Κύπρος αυτοδίκαια, ως μέλος της ΕΕ, θα συμμετέχει σε αυτήν, οπότε το ερώτημα που τίθεται είναι πώς θα αντιδράσει η Άγκυρα σε αυτή τη συμμετοχή, δεδομένου ότι δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία.

Πέραν όμως ζητημάτων συμμετοχής, μια παρόμοια Διάσκεψη δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις αναγκαίες διμερείς διαπραγματεύσεις για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών, ούτε να χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα για την υπονόμευση τους.

-ΓΙΑΤΙ άραγε τα τελευταία  30 χρόνια δεν  έχουμε επεκτείνει στα 12 μίλια τα χωρικά μας ύδατα;;

Γιατί πολλές φορές στο παρελθόν η διπλωματία μας ήταν δέσμια της λογικής της «μη λύσης», αν όχι φοβικών συνδρόμων. Εμείς από το 2018 αναγγείλαμε και προετοιμάσαμε τεχνικά την τμηματική επέκταση των χωρικών υδάτων, ξεκινώντας από το Ιόνιο.

Η κυβέρνηση όψιμα και καθυστερημένα υιοθέτησε αυτή την κεντρική πολιτική μας απόφαση, την οποία δημαγωγικά και μικροκομματικά είχε απορρίψει μόλις δύο χρόνια πριν και ήδη εισάγει στη Βουλή την ερχόμενη εβδομάδα σχετικό νόμο.

Προφανώς καλοδεχόμαστε την υιοθέτηση της πρότασης μας, γιατί είναι πράγματι προωθητική των εθνικών μας συμφερόντων. Για λόγους όμως αξιοπιστίας της πολιτικής, η Νέα Δημοκρατία οφείλει να εξηγήσει τους λόγους της κυβίστησης της.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here