Οι πανηγυρισμοί αντιπολίτευσης και μεγάλης μερίδας των media για την απόφαση – δήθεν «κόλαφο» για την κυβέρνηση – του ΣτΕ στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό σε συνειδητή παραποίηση ή αποσιωπήσεις της νομικής και πολιτικής πραγματικότητας, ώστε να δημιουργούνται στους καλόπιστους, αλλά μη ειδικούς πολίτες, ψευδείς εντυπώσεις.
Περιμένοντας λοιπόν και τις λεπτομέρειες του σκεπτικού της απόφασης, είναι χρήσιμο να έχει κανείς υπόψη του ορισμένα στοιχεία:
Πρώτον, άπειρες αποφάσεις της διοίκησης ακυρώνονται καθημερινά από το ΣτΕ και πλείστα όσα άρθρα νόμων έχουν κριθεί αντισυνταγματικά. Αυτό που έγινε με την πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ για τη διαδικασία αδειοδότησης των καναλιών, δεν συμβαίνει πρώτη φορά.
Είναι σαφέστατα σημαντικό, βγάζει χρήσιμα πολιτικά συμπεράσματα, όμως δεν αποτελεί παρά ακόμη μία δικαστική απόφαση. Το μόνο που κρίθηκε αντισυνταγματικό ήταν – κατά πληροφορίες – το άρθρο 2Α του ν. 4339/15. Ούτε ο Παππάς, ούτε ο Τσίπρας, ούτε η κυβέρνηση. Ούτε καν ολόκληρος ο νόμος!!
Δεύτερον, ο «επίμαχος» νόμος 4339/2015 (ο επονομαζόμενος «νόμος Παππά») θέτει μια σειρά από ουσιαστικούς κανόνες (προσωπικό, εξοπλισμός κ.λπ.) ως προϋπόθεση για τη νόμιμη λειτουργία των καναλιών. Αυτοί οι κανόνες συνεχίζουν να ισχύουν.
Το μόνο που κρίθηκε αντισυνταγματικό είναι το γεγονός ότι την διαδικασία αδειοδότησης διεξήγαγε η διοίκηση (η Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και ο αρμόδιος Υπουργός Επικρατείας) και όχι η ανεξάρτητη αρχή (ΕΣΡ).
Τρίτον, με βάση τα παραπάνω, όταν με το καλό το ΕΣΡ συγκροτηθεί και αναλάβει την ευθύνη της διεξαγωγής του διαγωνισμού και της αδειοδότησης όσων πλειοδοτήσουν, σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ, ο νόμος που θα εφαρμόσει θα είναι ο ίδιος, ο τόσο μισητός για κάποιους, «νόμος Παππά» και όλες οι προϋποθέσεις που αυτός τάσσει.
Τέταρτον, ο «νόμος Παππά», όπως ψηφίστηκε το 2015, περιλαμβάνει μία αρχική, βασική ρύθμιση (άρθρο 1), με την οποία αναθέτει τη διαγωνιστική διαδικασία στο ΕΣΡ. Παρ’ όλα αυτά, η ΝΔ αρνήθηκε κατ’ επανάληψη να συμπράξει, όπως απαιτείται από το Σύνταγμα, στη συγκρότηση του ΕΣΡ.
Γι’ αυτό και το άρθρο 2Α, που όπως φαίνεται οδήγησε στην κρίση του ΣτΕ, προστέθηκε από τον αρμόδιο Υπουργό μεταγενέστερα, με τροπολογία, και αφορούσε ρητά μόνο την πρώτη εφαρμογή του νόμου, για να ξεπεράσει, ακριβώς το εμπόδιο της σκόπιμης υπονόμευσης εκ μέρους του κ. Μητσοτάκη.
Αυτό είναι χαρακτηριστικό, σε πολιτικό επίπεδο του ποιος ευθύνεται για τις συνταγματικές αμφισβητήσεις που προκλήθηκαν!!
Τέλος, μια επισήμανση σε σχέση με όσους αντιμετωπίζουν την απόφαση του ΣτΕ περίπου ως ευαγγέλιο που απαγορεύεται να σχολιαστεί, να κριθεί ή και να αμφισβητηθεί ακόμα.
Σχετικά με τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 15 του Συντάγματος – το αν δηλαδή η αδειοδότηση των σταθμών ανήκει στην αρμοδιότητα του ελληνικού δημοσίου, εκπροσωπούμενου από την εκάστοτε κυβέρνηση, ή στο ΕΣΡ – έχουν υποστηριχθεί με νομικά επιχειρήματα και οι δύο απόψεις.
Το ΣτΕ έκρινε όπως έκρινε – θα πρέπει να δούμε και σε τι ακριβώς συνίσταται η μειοψηφία της απόφασης – δεσμεύει τους πάντες, αλλά δεν είναι πρωτόγνωρο να σχολιάζεται μια απόφαση. Όποιος έχει ανοίξει έστω και ένα νομικό περιοδικό, έχει δει ότι δημοσιεύονται διαρκώς άρθρα σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων, πολλά από τα οποία ιδιαίτερα επικριτικά.
Δεν υπάρχουν λοιπόν λόγοι για πανηγυρισμούς. Η απόφαση λήφθηκε. Και πια απομένει στην κυβέρνηση – όπως άλλωστε έχει ήδη εξαγγείλει – να την εφαρμόσει, υλοποιώντας τη δική της ταυτόχρονα πολιτική απόφαση να μπει τάξη στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο.
{jcomments on}