Πριν από λίγο καιρό, μια ακόμα συνάντηση των ηγετών της Κύπρου πέρασε στην Ιστορία, διακηρύσσοντας – πάλι – τις γνωστές, μονότονες εδώ και δεκαετίες θέσεις για προώθηση των όρων αναφοράς, που θα δώσουν τη δυνατότητα για δομημένες διαπραγματεύσεις με την αίσθηση του επείγοντος.
Παράλληλα, οι δύο ηγέτες εξέφρασαν την ετοιμότητά τους για πραγματοποίηση τριμερούς συνάντησης με τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, με το πέρας της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών τις επόμενες ημέρες στη Νέα Υόρκη.
Ενώ όμως, επισήμως τουλάχιστον, παρατηρείται η παραδοσιακή στασιμότητα, ανεπισήμως η διεθνής διπλωματία με τη βοήθεια των «προθύμων» προωθεί τη φιλοτουρκική πολιτική κυρίως στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο λόγος για τη βρετανική διπλωματία, η οποία την ώρα που ο Τούρκος Πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, προβαίνει σε ωμό εκβιασμό ολόκληρης της Ευρώπης με το Προσφυγικό, εκείνη υιοθετεί πολιτικές «Μέτερνιχ» σε βάρος των εθνικών συμφερόντων της Ελλάδας και της Κύπρου.
Το Λονδίνο με επίσημη επιστολή του ενημέρωσε στα τέλη Αυγούστου την Ευρωπαϊκή Ενωση ότι δεν θα συμμετέχει πλέον στις ομάδες εργασίας του Συμβουλίου της Ευρώπης και ότι μόνο σε ζητήματα που άπτονται των ζωτικών συμφερόντων του Ηνωμένου Βασιλείου θα δίνει το «παρών» μέχρι την υλοποίηση του Brexit.
Ωστόσο, σύμφωνα με έγκυρες διπλωματικές πηγές των Βρυξελλών, η Βρετανία φρόντισε να διευκρινίσει ότι θα παρακολουθεί και θα συμμετέχει σε όλες τις συζητήσεις της ΕΕ για τα ευρώ-τουρκικά, περιλαμβανομένων και των συναντήσεων των ομάδων εργασίας ενώπιον των οποίων ενδέχεται να τεθεί το ζήτημα στοχευμένων κυρώσεων κατά της Τουρκίας ως αποτέλεσμα της εισβολής στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η βρετανική πλευρά επανέλαβε την αντίθεσή της σε κάθε σκέψη για επιβολή νομικών κυρώσεων κατά της Άγκυρας, παρά την κλιμάκωση των τουρκικών ενεργειών στη θαλάσσια περιοχή της Κύπρου.
Οι κινήσεις του Λονδίνου, σημειωτέον, λαμβάνουν χώρα εν αναμονή των εισηγήσεων που έχουν επιφορτιστεί -με απόφαση Συνόδου Κορυφής – να υποβάλουν η Κομισιόν και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης για ενδεχόμενη επιβολή και στοχευμένων μέτρων κατά της Τουρκίας.
Η διπλωματική υπηρεσία της Βρετανίας προβάλλει στις επαφές της την άποψη ότι «τα μέτρα δεν πρέπει να κλιμακωθούν προκειμένου να δοθεί χρόνος στην Τουρκία να αλλάξει γραμμή».
Στην ουσία όμως η Βρετανία θεωρεί ότι η ΕΕ – την οποία ετοιμάζεται να εγκαταλείψει – πρέπει να τηρήσει στάση ανοχής στην κλιμάκωση των τουρκικών προκλήσεων στην ΑΟΖ και στην πραγματοποίηση γεωτρήσεων στη θαλάσσια περιοχή κράτους-μέλους της ΕΕ εωσότου το «σκεφτεί» η Τουρκία.
Ένα ακόμη επιχείρημα που επικαλείται το Λονδίνο είναι η προοπτική επανέναρξης των συνομιλιών για το Κυπριακό, επισημαίνοντας ότι θα ήταν αντιπαραγωγικό στην παρούσα φάση να συζητηθούν ενδεχόμενες κυρώσεις κατά της Τουρκίας.
Οι ίδιες διπλωματικές πηγές των Βρυξελλών επισημαίνουν ότι άτυπος συμπαραστάτης της συγκεκριμένης βρετανικής θέσης εμφανίζεται και η Γερμανία.
Τα ενεργειακά
Πάντα στα γεωπολιτικά και τη διπλωματία πίσω από μια συγκεκριμένη άποψη που διατυπώνεται υπάρχουν σκοπιμότητες και πολιτικές που υπηρετούνται. Το προσεχές διάστημα – μέχρι τον Νοέμβριο- θα είναι καθοριστικό για μια άλλη πτυχή του ενεργειακού μέλλοντος της Κύπρου, αυτή του ηλεκτρισμού.
Τους τελευταίους μήνες παρατηρείται επιτάχυνση στους τουρκικούς σχεδιασμούς για την κατασκευή του υποθαλάσσιου ηλεκτρικού αγωγού που θα συνδέσει την Τουρκία με το ψευδοκράτος.
Στην Τουρκία και τα Κατεχόμενα το ζήτημα της κατασκευής ηλεκτρικού αγωγού βρίσκεται έντονα στο προσκήνιο για λήψη τελικών πολιτικών και επενδυτικών αποφάσεων. Το ζήτημα του ηλεκτρικού αγωγού είναι θέμα προτεραιότητας. Κι αυτό λόγω των σοβαρών προβλημάτων που αντιμετωπίζει το τελευταίο διάστημα η κρατική εταιρεία ηλεκτρισμού του ψευδοκράτους, η KIBTEK.
Όλες οι προβλέψεις για την αύξηση της ζήτησης ηλεκτρισμού στα Κατεχόμενα οδηγούν σε ένα πρόγραμμα σταδιακής αύξησης των δυνατοτήτων παραγωγής με διαδοχική, ανά περίπου δύο χρόνια, προσθήκη νέων μονάδων παραγωγής ντίζελ της τάξης των 40 μεγαβάτ και αντικατάστασης υφιστάμενων πεπαλαιωμένων μονάδων.
Μελέτη που έγινε από το ψευδοκράτος σύγκρινε την ικανοποίηση της αυξημένης ζήτησης μέσω τερματικού από-υγροποίησης υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) μέσω ηλεκτρογεννητριών ντίζελ και μέσω ηλεκτρικού αγωγού από την Τουρκία.
Όλες οι μελέτες λαμβάνουν υπόψη και το γεγονός ότι το ηλεκτρικό σύστημα και δίκτυο του νησιού – Κυπριακή Δημοκρατία και Κατεχόμενα – είναι πλέον πλήρως συνδεδεμένο 24 ώρες το 24ωρο, επτά ημέρες την εβδομάδα, οπότε η όποια αύξηση της ζήτησης ή το όποιο πρόβλημα ένθεν κακείθεν της πράσινης γραμμής καλύπτεται αυτόματα από ηλεκτροπαραγωγή και διαθεσιμότητα στη μια ή στην άλλη πλευρά της νεκρής ζώνης.
H λύση του τερματικού LNG, την οποία φαίνεται ότι υποστηρίζουν παράγοντες του ψευδοκράτους, δεν στηρίζεται σε καμία μελέτη για οικονομικούς λόγους σε σχέση με το ύψος των επενδύσεων.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα του κυπριακού Τύπου – και όχι μόνο – η Τουρκία έχει ήδη ολοκληρωμένη οικονομοτεχνική μελέτη για την κατασκευή τέτοιου υποθαλάσσιου ηλεκτρικού αγωγού 94 χιλιομέτρων (power systems interconnection between KIBTEK and TEIAS – TEIAS είναι η τουρκική κρατική εταιρεία ηλεκτρισμού), την οποία έκανε ο κολοσσιαίος γερμανικός οίκος Fichtner.
Δίκτυα ηλεκτρισμού
Η μελέτη καταγράφει όλα τα υφιστάμενα δεδομένα που αφορούν στον ηλεκτρισμό σε Τουρκία και Κατεχόμενα αλλά και τις ελεύθερες περιοχές, και στις προβλέψεις του Διαχειριστή Συστήματος Μεταφοράς της Κύπρου, όπως και της ρυθμιστικής Αρχής (ΡΑΕΚ), για την αναμενόμενη αύξηση ζήτησης ηλεκτρισμού, καθώς και την αναμενόμενη ζήτηση αιχμής και παραγωγής ηλεκτρισμού για την επόμενη δεκαετία.
Επίσης, υπάρχει ξεχωριστή πραγματογνωμοσύνη από πολυεθνικό νομικό οίκο για τα βήματα που θα πρέπει να κάνει η Τουρκία μέσω της TEIAS προς τον Οργανισμό των Ευρωπαίων Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς Ηλεκτρισμού (ENTSO-E), στον οποίο συμμετέχει, ώστε να αναγνωριστεί ως τμήμα του ηλεκτρικού δικτύου της Ευρώπης ο υποθαλάσσιος ηλεκτρικός αγωγός Τουρκίας – Κατεχομένων, και για την αντιμετώπιση των αναμενόμενων αντιδράσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας προς αυτή την κατεύθυνση.
Είναι εμφανές ότι κομβικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε μια εξαιρετικά κρίσιμη χρονικά περίοδο λόγω του Προσφυγικού δεν προτάσσουν τις αρχές της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, αλλά τα δικά τους, στενά μικροπολιτικά και επιχειρηματικά συμφέροντα.
Εναπόκειται στη διπλωματία της Ελλάδας και της Κύπρου να συμπαραταχτούν πλήρως με εκείνους τους ισχυρούς διπλωματικούς παράγοντες για την ξεκάθαρη στήριξη των εθνικών μας συμφερόντων. Οι καιροί για άλλα «τετελεσμένα» πρέπει να παρέλθουν οριστικά.
Πηγή «Νέα Σελίδα» που κυκλοφόρησε την Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2019.