Την Ελλάδα του 2019, αυτός που έχει περισσότερα αναλαμβάνει μεγαλύτερο βάρος και αυτός που αδυνατεί, υποστηρίζεται. Και το ερώτημα είναι: Το θέλουμε αυτό; Γιατί στο τέλος της ημέρας, αυτό το ερώτημα θα κρίνει τις εκλογές.
Η ΝΔ το 2012 μείωσε δια νόμου τον μισθό των νέων εργαζομένων (έως 25 ετών) κατά 32%. Ο ΣΥΡΙΖΑ το 2019 τον αύξησε δια νόμου κατά 27%.
Πέρα από τον ξεκάθαρο ιδεολογικοπολιτικό συμβολισμό, ποιον ενδιαφέρει, αλήθεια, η παραπάνω σύγκριση; Τους γόνους των πλουσίων, που η πρώτη τους δουλειά είναι στην εταιρεία του μπαμπά τους (ή του φίλου του μπαμπά τους) ή τα παιδιά των λαϊκών νοικοκυριών, που νυχθημερόν αγωνιούν για το μεροκάματο;
Μα, φυσικά τους δεύτερους, αφού οι πρώτοι συνήθως έχουν πρώτο μισθό ίσο με αυτόν που ταιριάζει σε 30 χρόνια προϋπηρεσίας. Δεν τους νοιάζει καν πόσος θα είναι ο κατώτατος μισθός.
Οι πολίτες της δεύτερης κατηγορίας, αντιθέτως, αν ήταν τυχεροί, ως πρώτο μισθό βρήκαν τα 510 ευρώ μεικτά. Που τώρα γίνονται 650.
Αυτοί είναι που καταλαβαίνουν τη διαφορά. Αυτοί είναι που βλέπουν, επιτέλους, μια κυβέρνηση να έχει το βλέμμα στραμμένο στους πολλούς και όχι στους λίγους, στο λαό και όχι στην ελίτ, στους εργαζόμενους της βιοπάλης και όχι στις offshore.
Αυτό το μήνυμα εκπέμπεται, άλλωστε, επίσης από μια σειρά άλλων πρωτοβουλιών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, μετά την έξοδο από τα μνημόνια. Μεταξύ αυτών:
-η επιδότηση του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών για νέους μισθωτούς έως 25 ετών (50% το 2019 και 100% το 2020),
-η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών στους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες,
-η ενίσχυση του δημόσιου σχολείου,
-η ενίσχυση του προγράμματος «Βοήθεια στο σπίτι»,
-η μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30% με προτεραιότητα στους πιο αδύναμους,
-η επιδότηση στέγης για 300.000 οικογένειες, όπως και
-οι νέες ρυθμίσεις τόσο για την προστασία του λαϊκού νοικοκυριού, όσο και για τις οφειλές των μικρομεσαίων.
Το ίδιο μήνυμα στέλνουν η διανομή του κοινωνικού μερίσματος κάθε χρόνο στους πιο αδύναμους, καθώς και η ακύρωση της περικοπής των συντάξεων (που έγινε), αλλά και η ακύρωση της μείωσης του αφορολογήτου που έρχεται.
Όλες τους, πρωτοβουλίες που ωφελούν κατά βάση τους πολλούς. Γιατί, στην Ελλάδα του 2019, αυτός που έχει περισσότερα αναλαμβάνει μεγαλύτερο βάρος και αυτός που αδυνατεί, υποστηρίζεται.
Και το ερώτημα είναι: Το θέλουμε αυτό; Γιατί στο τέλος της ημέρας, αυτό το ερώτημα θα κρίνει τις εκλογές.
Οι ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των δύο διεκδικητών της εξουσίας ποτέ δεν ήταν μεγαλύτερες, τουλάχιστον στη μεταπολίτευση. Ο ένας λέει «όποιος δεν έχει να πληρώσει ΕΝΦΙΑ, να πουλήσει το σπίτι του». Ο άλλος επιδοτεί το ενοίκιο ή τη δόση του στεγαστικού αυτών που δεν έχουν.
Ο ένας υποστήριζε ότι πρέπει να υπάρχει εισιτήριο 25 ευρώ στα δημόσια νοσοκομεία (άσχετα αν, τελικά, υπαναχώρησε μπροστά στην κοινωνική εξέγερση που ξεσηκωνόταν).
Ο άλλος, με το καλημέρα, έδωσε ελεύθερη πρόσβαση στη δημόσια Υγεία σε 2,5 εκατομμύρια ανασφάλιστους συμπολίτες μας.
Ο ένας ενδιαφέρεται διαχρονικά για τα συμφέροντα των εργοδοτών. Ο άλλος βασίζει όλη τη λογική του στην ενδυνάμωση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων.
Ο ένας κατήργησε τις συλλογικές συμβάσεις. Ο άλλος τις επανέφερε. Ποτέ το πολιτικό δίλημμα δεν ήταν πιο σαφές. Ποτέ το βασικό ερώτημα της (επόμενης) κάλπης δεν ήταν πιο ταξικό.
Φυσικά, η παραπληροφόρηση και η σπέκουλα των media ρίχνουν θολώνουν την αλήθεια, καθημερινά από το πρωί ως το βράδυ. Και αυτό ακόμα αποτελεί την πλήρη απόδειξη των προαναφερθέντων. Οι μιντιάρχες ανήκουν στην ελίτ. Ως εκ τούτου, μισούν την κυβέρνηση που τους έβαλε να πληρώσουν.
Λογικό και αναμενόμενο, θα πει κανείς. Όμως, τέσσερα χρόνια τώρα, έχουν γίνει τόσο ξεκάθαρες οι κόκκινες γραμμές της πολιτικής αντιπαράθεσης, που όση στάχτη κι αν επιχειρήσουν να ρίξουν στα μάτια του κόσμου, πλέον δεν μπορούν να καλύψουν την πραγματικότητα.
Ειδικά από τον Αύγουστο του 2018 και μετά, που η Ελλάδα βγήκε από τα μνημόνια και η κυβέρνηση απέκτησε την ελευθερία που περίμενε καρτερικά, για να την αξιοποιήσει υπέρ των πολλών.
Και αυτό κάνει. Και θα συνεχίσει να το κάνει για άλλους εννέα μήνες, μέχρι οι πολίτες να πάρουν τη μεγάλη απόφαση τον Οκτώβριο. Αν θέλουν όντως να έρθει αυτή η Ελλάδα που περιγράψαμε ή αν επιθυμούν την παλινόρθωση του παλιού συστήματος και των συστημικών αντιλήψεων υπέρ των λίγων και ισχυρών.
Μέχρι τότε, πάντως, θα συνεχίσει να οικοδομείται η Ελλάδα των πολλών. Για να υπάρχει ολοκληρωμένη η εικόνα, την κατάλληλη στιγμή. Και τότε θα αποφασίσουμε αυτό που μας αξίζει.