Ως νεοπαγής, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δικαιούται αναμφίβολα μία περίοδο χάριτος.
Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι δεν πρέπει να επισημαίνονται οι όποιες αντιφάσεις και πρώτες αστοχίες της. Υπενθυμίζουμε ότι ο νέος πρωθυπουργός είχε – όπως και όλοι σχεδόν ανεξαιρέτως οι προκάτοχοί του – άνευ λόγου δεσμευθεί προεκλογικά πως θα σχηματίσει ολιγομελή κυβέρνηση.
Η κυβέρνησή του, όμως, αριθμεί μαζί με τον ίδιον 51 μέλη (10 περισσότεροι από την πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα), εκ των οποίων οι 19 είναι υπουργοί. Ευτυχώς ο Μητσοτάκης δεν έκανε πολλές συγκολλήσεις υπουργείων, οι οποίες, όπως έχει αποδειχθεί από τα γεγονότα, αντί να λύνουν προβλήματα δημιουργούν πρόσθετες δυσλειτουργίες.
Τον Ιανουάριο του 2015 ο Τσίπρας είχε δημιουργήσει υπέρ-υπουργεία, τα οποία, βεβαίως, στη συνέχεια υποχρεώθηκε από τα πράγματα να διασπάσει. Τότε, οι συγκολλήσεις είχαν γίνει για να εκπληρωθεί η ανόητη δέσμευση για «ολιγομελές ευέλικτο κυβερνητικό σχήμα».
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα στερεότυπο, το οποίο προσέλαβε διαστάσεις “αναμφισβήτητης αλήθειας” μόνο και μόνο επειδή οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη είναι συνήθως μικρότερες σε αριθμό. Μόνο που ότι δουλεύει καλά σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες δεν σημαίνει πως θα δουλέψει καλά και εδώ.
Στην Ελλάδα η δημόσια διοίκηση είναι παραδοσιακά ευνουχισμένη από το πολιτικό-κομματικό σύστημα. Ως εκ τούτου, οι υπουργοί, υφυπουργοί και γενικοί γραμματείς κάνουν σε μεγάλο βαθμό διαχείριση κι όχι μόνο πολιτικό σχεδιασμό, όπως είναι ο ρόλος τους.
Αυτό δεν αλλάζει με διοικητική απόφαση. Χρειάζεται, λοιπόν, να οικοδομηθεί μία άλλη κουλτούρα στη σχέση κυβέρνησης-δημόσιας διοίκησης για να μπορούν οι υπουργοί να περιορίζονται στον πολιτικό σχεδιασμό.
Ο Μητσοτάκης επέλεξε να γεμίσει την κυβέρνησή του με υφυπουργούς, τις αρμοδιότητες των οποίων ουσιαστικά τις παραχώρησε ο ίδιος. Αυτό το κατέστησε σαφές, αναφέροντας δίπλα σε κάθε υφυπουργό τον ρόλο του. Το γεγονός αυτό είναι θετικό, επειδή αποτρέπει φαινόμενα εντάσεων μεταξύ υπουργών και υφυπουργών για το ποιες αρμοδιότητες θα δώσει ο πρώτος στον δεύτερο.
Η συνέχεια ΕΔΩ………