Περισσότεροι από εκατό χιλιάδες άνθρωποι, για την ακρίβεια 101.425 συμπολίτες μας, σήκωσαν τα χέρια ψηλά τον τελευταίο Οκτώβριο και προστέθηκαν στον μακρύ κατάλογο όσων φυσικών προσώπων έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία.
Αυτός ο μακρύς κατάλογος έφτασε τον Οκτώβριο τα 2.695.791 φυσικά πρόσωπα (έναντι 2.594.366 του Σεπτεμβρίου), ενώ το σύνολο των ληξιπρόθεσμων χρεών των ανθρώπων αυτών προς το Δημόσιο αυξήθηκε κατά 381,04 εκατ. ευρώ, ανεβάζοντας συνολικά τις ληξιπρόθεσμες οφειλές φυσικών προσώπων στα 22,98 δις ευρώ.
Αν λάβουμε υπόψη τα στοιχεία εκκαθάρισης του οικονομικού έτους 2012, όπου το πλήθος των φορολογικών δηλώσεων που υποβλήθηκε (φυσικά πρόσωπα και νοικοκυριά) ανήλθε σε 5.593.450, τότε βλέπουμε ότι περίπου ένα στα δύο νοικοκυριά σήμερα στην Ελλάδα αδυνατεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του προς την εφορία.
Αν αυτό δεν είναι μέτρο υπερφορολόγησης, τότε τι είναι;
Αν το στοιχείο αυτό δεν είναι ενδεικτικό της ένδειας στην οποία έχει περιπέσει ο ένας στους δύο κατοίκους της χώρας ή το ένα στα δύο σπιτικά, τότε, τι είναι;
Με τον αριθμό των ανέργων να ανέρχεται πλέον στο επίπεδο ρεκόρ του 1.376.463 ανθρώπων και με ποσοστό χαμηλότερο του 10% εξ αυτών να λαμβάνει επίδομα ανεργίας, συνολικά 125.306 άτομα τον Οκτώβριο, είναι σαφές ότι βρισκόμαστε προ μιας ανθρωπιστικής κρίσης, όμοια της οποίας δεν έχει γνωρίσει ο τόπος τούτος από το τέλος της Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου.
Σπιτικά δίχως ρεύμα, που αδυνατούν να καλύψουν όχι μόνον το χαράτσι επί του ακινήτου αλλά και το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος, λουκέτα σε χιλιάδες επιχειρήσεις, απαξιωμένες περιουσίες, ολοένα αυξανόμενες ουρές στα συσσίτια και χαμένες γενιές νέων είναι το απότοκο αυτής της κρίσης, ή τουλάχιστον ένα τμήμα του, γιατί αυτή ακόμη δεν έχει τελειώσει…
Δεν πρόκειται να τελειώσει, δε, όσο οι άνθρωποι που κρατούν τα ηνία αυτής της χώρας δεν προχωρήσουν, πρώτον, στη σαφή μείωση του κόστους λειτουργίας του ελληνικού δημόσιου τομέα, ώστε να απαλυνθεί το βάρος της φορολόγησης του καθενός, και, δεύτερον, όσο δεν απαλλάσσουν την οικονομία από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό στον οποίο την έχουν υποβάλει τόσο το ίδιο το κράτος όσο και οι συντεχνίες και τα καρτέλ.
Σε μια χώρα η οποία βρίσκεται σε κατάσταση ύφεσης εδώ και έξι χρόνια, με αθροιστικές απώλειες ΑΕΠ της τάξης του 25%, και σε φάση εσωτερικής υποτίμησης τα τελευταία τρία, ο δείκτης τιμών καταναλωτή (πληθωρισμός) μπόρεσε να αποκτήσει αρνητικό πρόσημο μόλις στις αρχές του καλοκαιριού φέτος και πλέον διαμορφώνεται σε -2,9% (Νοέμβριος).
Αν το στοιχείο αυτό δεν είναι ενδεικτικό ή και αποδεικτικό για τις στρεβλώσεις στην ελληνική οικονομία και την απουσία ανταγωνισμού, τότε τι είναι;
Αν συνολικά τα παραπάνω στοιχεία δεν είναι απόδειξη ότι πρέπει να μπει βαθιά το μαχαίρι για τον περιορισμό των δαπανών του δημοσίου, την άμεση προώθηση των διαρθρωτικών αλλαγών, την πάταξη της φοροδιαφυγής και της αδιαφάνειας, αλλά και την απελευθέρωση αγορών και επαγγελμάτων, ώστε να επικρατήσουν όροι πραγματικού ανταγωνισμού, τότε τι είναι;
Ας μην το κουράζουμε το θέμα, φίλτατοι.
Σήμερα η πατρίδα μας έχει κατρακυλήσει σε αυτό το χαμηλό σκαλοπάτι εξαιτίας πολύ συγκεκριμένων «αμαρτιών» του παρελθόντος της, που πλέον όλοι καλά γνωρίζουμε και οι οποίες συνεχίζουν να της στερούν τη δυνατότητα ταχύτερης ανάκαμψης.
Όσο μένουμε σε αυτές τις «αμαρτίες» και συνεχίζουμε να πιστεύουμε ιαχές του τύπου «λεφτά υπάρχουν», από όπου κι αν αυτές προέρχονται, μόνον βαθύτερα θα κατρακυλήσουμε σε αυτήν την αβυσσαλέα κρίση.
Είναι κατανοητό αυτό;