Μετά την ανακοίνωση ότι τον Ιούνιο θα στηθούν πρόωρα κάλπες στην Τουρκία, το κρίσιμο ερώτημα που αιωρείται στην Ελλάδα είναι εάν ο Ερντογάν θα επιδιώξει να προκαλέσει ένα θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο, προσδοκώντας μία εύκολη νίκη, η οποία θα τον βοηθήσει να ενισχύσει εκλογικά την υποψηφιότητά του.
Αν και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως θα εκλεγεί, είναι προφανές πως οτιδήποτε του φέρνει ψήφους είναι κατ’ αρχήν ελκυστικό. Και όπως έδειξε προσφάτως η κατάληψη του Αφρίν, η τροφοδότηση του εθνικιστικού πυρετού φέρνει ψήφους, επειδή συσπειρώνει γύρω του τη “βαθιά Τουρκία” κι όχι μόνο.
Προφανώς, ο Τούρκος πρόεδρος θα κάνει τα πάντα για να κερδίσει τις εκλογές και να αναγορευθεί και τυπικά σε νεοσουλτάνο. Έχει αποδείξει, άλλωστε, ότι δεν ορρωδεί προ ουδενός.
Υπενθυμίζουμε ότι το 2015, για να κερδίσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, δεν δίστασε να ξαναστήσει κάλπες σε μερικούς μήνες, αφού προηγουμένως είχε τινάξει στον αέρα την ειρηνευτική διαδικασία με τους Κούρδους, οδηγώντας την Τουρκία σε αιματοκύλισμα.
Μετά την ανακοίνωση των πρόωρων εκλογών, αρκετοί στην Ελλάδα έσπευσαν να κηρύξουν λήξη συναγερμού, επειδή θεώρησαν πως οι τουρκικές προκλήσεις της τελευταίας περιόδου στο Αιγαίο δεν είναι τίποτα περισσότερο από ακίνδυνα πυροτεχνήματα για προεκλογική χρήση. Πρόκειται για επιδερμική και επικίνδυνη ανάγνωση.
Αναμφιβόλως, η κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας έχει και έναν συγκυριακό χαρακτήρα, με την έννοια ότι υπηρετεί τις εκλογικές σκοπιμότητες του Ερντογάν. Η διάσταση αυτή υπάρχει, αλλά εάν μείνουμε μόνο σ’ αυτήν θα βλέπουμε τα δένδρα και θα έχουμε χάσει την εικόνα του δάσους.
Και το δάσος είναι η ποιοτική αναβάθμιση της πάγιας επεκτατικής πίεσης που η Άγκυρα ασκεί στην Ελλάδα, η οποία ιστορικά ακολουθεί ανοδική τροχιά, αλλά στην παρούσα περίοδο συνδέεται και με ειδικούς γεωστρατηγικούς λόγους.
Η επικοινωνιακή καταιγίδα που ενορχηστρώνει η Άγκυρα και με επιθετικές πράξεις και με εμπρηστικές δηλώσεις υπηρετεί ταυτοχρόνως και τις συγκυριακές προεκλογικές σκοπιμότητες του Ερντογάν και τον πάγιο τουρκικό επεκτατισμό, ο οποίος έχει στρατηγικό στόχος να κάμψει την Ελλάδα και να την οδηγήσει σε ένα είδος φινλανδοποίησης.
Ο Ερντογάν φοβάται τον πόλεμο
Μπορεί ο Ερντογάν να κλιμακώσει τις πιέσεις του, αλλά μία ορθολογική εκτίμηση των δεδομένων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν έχει την πολυτέλεια να προκαλέσει μία σύρραξη με την Ελλάδα. Δεν είναι μόνο η τουρκική στρατιωτική εμπλοκή στη Συρία. Είναι και άλλοι λόγοι που λειτουργούν απαγορευτικά:
Πρώτον, επειδή κατά γενική ομολογία το συνεχιζόμενο κύμα διώξεων στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις έχει πλήξει καίρια όχι μόνο το ηθικό, αλλά και το αξιόμαχό τους.
Δεύτερον, επειδή ο Ερντογάν θεωρεί πως παρά τις μαζικές εκκαθαρίσεις δεν μπορεί να εμπιστεύεται το σώμα των αξιωματικών, ακόμα και όσους ο ίδιος έχει ορίσει σε ηγετικές θέσεις.
Επειδή σε περίπτωση πολεμικής εμπλοκής με την Ελλάδα οι στρατηγοί εκ των πραγμάτων θα αποκτήσουν μεγάλα περιθώρια αυτονομίας κινήσεων, φοβάται ότι μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν για να τον ανατρέψουν. Δεν έχει ξεχάσει την υπόθεση «Βαριοπούλα» πριν μία δεκαετία.
Υπενθυμίζουμε πως τότε το κεμαλικό «βαθύ κράτος» είχε συνωμοτήσει για να προκαλέσει ένα θερμό επεισόδιο με την Ελλάδα, το οποίο θα χρησιμοποιούσε για να ανατρέψει την κυβέρνηση Ερντογάν.
Τρίτον, επειδή οι σχέσεις και των ΗΠΑ και της Ευρώπης με την Άγκυρα είναι σε οριακό σημείο, στο πολιτικό-διπλωματικό επίπεδο το καθεστώς Ερντογάν βρίσκεται σε μειονεκτική θέση. Ναι μεν η Δύση δεν θέλει να χάσει την Τουρκία, αλλά δεν θέλει περισσότερο να διευκολύνει μία στρατιωτική νίκη του Ερντογάν, η οποία θα τον ενδυναμώσει περαιτέρω.
Με άλλα λόγια, πιθανότατα θα προσπαθήσει να του βάλει τρικλοποδιές. Αυτό με ορθολογικούς όρους, γιατί ο ίδιος ο Ερντογάν θεωρεί ότι εάν εμπλακεί σε πόλεμο με την Ελλάδα η Δύση θα εκμεταλλευθεί την ευκαιρία για να τον οδηγήσει σε ήττα και να τον ανατρέψει.
Τέταρτον, επειδή η τουρκική κοινωνία είναι βαθύτατα διχασμένη όχι μόνο μεταξύ Τούρκων και Κούρδων, αλλά και στους κόλπους του τουρκικού έθνους.
Απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας
Για όλους αυτούς τους λόγους, το σενάριο πρόκλησης ελληνοτουρκικής σύρραξης δεν είναι στην ατζέντα του Τούρκου προέδρου. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, δεν τον εμποδίζει να χρησιμοποιεί την απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας ως πολιτικό όπλο, όπως έκαναν και οι κεμαλικοί προκάτοχοί του.
Όπως προαναφέραμε, άλλωστε, είναι κοινή η πεποίθηση στην Άγκυρα πως το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι απρόθυμο να αντιδράσει δυναμικά. Αυτό γενικά δεν είναι λάθος, αλλά, όπως πάντα, έτσι και εδώ υπάρχουν όρια.
Το πρόβλημα θα προκύψει εάν ο Ερντογάν παραβιάσει τις κόκκινες γραμμές, παρασυρόμενος αφενός από την αλαζονεία του, αφετέρου από την ανάγκη του για εύκολη νίκη.
Αυτός είναι ο λόγος που η τακτική της Αθήνας πρέπει να κινηθεί σε δύο επίπεδα:
Πρώτον, να εφαρμόσει «άμυνα ζώνης», με την έννοια ότι θα πρέπει να αποφεύγει κινήσεις που θα έδιναν την ευκαιρία και θα αύξαναν τον πειρασμό του Ερντογάν να επιδιώξει μία εύκολη νίκη μέσα από ένα οριοθετημένο μικρής κλίμακας θερμό επεισόδιο.
Δεύτερον, να καταστήσει σαφές ότι εάν οι Τούρκοι επιχειρήσουν να δημιουργήσουν τετελεσμένο σε βάρος της εδαφικής ακεραιότητας, η απάντηση της Ελλάδας δεν θα είναι περιορισμένη τοπικά, αλλά θα είναι γενικευμένη σύρραξη, αυτό ακριβώς που δεν θέλει ο Ερντογάν.
{jcomments on}