Μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη παραχώρησε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» ο πρώην πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς, σχολιάζοντας τις πολιτικές εξελίξεις στη Νέα Δημοκρατία αλλά στην Ευρώπη.
Ο κ. Σαμαράς εξέφρασε αρχικά τις αντιρρήσεις του για τις κινήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη, τονίζοντας πως με τον ανασχηματισμό έδειξε πως μετακινείται πολιτικά στις θέσεις του «Ποταμιού», κάτι το οποίο δεν εκφράζει τη Νέα Δημοκρατία.
«Είναι αδιαμφισβήτητο δικαίωμα του πρωθυπουργού να επιλέγει τους υπουργούς του. Όμως απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή. Διότι σε κάθε ανασχηματισμό εκπέμπεται και ένα “μήνυμα”, υπάρχει συμβολισμός.
Και ο συμβολισμός αυτός δεν πρέπει να στείλει αντιφατικά μηνύματα. Ότι δηλαδή η παράταξή μας υιοθετεί σήμερα απόψεις που η ίδια έχει πολεμήσει, όπως οι Πρέσπες και το σχέδιο Ανάν. Ή ότι επιβραβεύει πρόσωπα που έχουν αντίθετη πολιτική άποψη…», είπε.
Και συνέχισε λέγοντας:
«Στις εκλογές του 2019 το εκλογικό σώμα έδωσε αυτοδυναμία στη ΝΔ, εκφράζοντας την αντίθεσή του μεταξύ άλλων στην πολιτική ΣΥΡΙΖΑ στο μεταναστευτικό, την εγκληματικότητα και τις Πρέσπες.
Ταυτόχρονα έδωσε καθαρή εντολή στη ΝΔ για εκκαθάριση των σκευωριών του ΣΥΡΙΖΑ και για να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα, η ανάπτυξη και η μεσαία τάξη. Όποιος θέλει να υπηρετήσει αυτές τις θέσεις για τις οποίες έλαβε αυτοδυναμία η ΝΔ είναι ευπρόσδεκτος. Αυτό σημαίνει “διεύρυνση”.
Αλλά όταν επιλέγονται άτομα με αντίθετες θέσεις, αυτό δεν λέγεται “διεύρυνση”, λέγεται “μετατόπιση”. Ξέρετε, με το να μετακινηθούμε σε θέσεις “Ποταμιού”, δεν κατακτάμε το πολιτικό κέντρο. Είναι άλλο πράγμα να απευθύνεσαι σε πολίτες άλλων των παρατάξεων και εντελώς άλλο να εκφράζεις άλλες παρατάξεις. Σε μια πλουραλιστική δημοκρατία οφείλουν να εκφράζονται όλες οι παρατάξεις αυτόνομα.
Το σημαντικότερο όμως είναι το εξης ερώτημα: με τη σύγχρονη Δεξιά – Κεντροδεξιά, τι θα γίνει; Ή στο όνομα της διεύρυνσης θα θεωρείται ότι μπήκε στη γωνία η μεγαλύτερη παράταξη της χώρας; Κατανοώ την άποψη περί διεύρυνσης, αλλά η προϋπόθεση μιας διεύρυνσης είναι να έχεις τη βάσης σου. Αλλιώς κινδυνεύεις να απομακρύνεις περισσότερους απ’ όσους προσελκύεις».
«Θα έπρεπε να ασκήσουμε βέτο για την Αμμόχωστο»
Επιπρόσθετα, ο κ. Σαμαράς τόνισε πως η Αθήνα και η Λευκωσία θα έπρεπε να απαντήσουν με «βέτο» στις φιέστες Ερντογάν στην Αμμόχωστο, σημειώνοντας συνολικά για τα ελληνοτουρκικά.
«Ποια εξομάλυνση; Ξεχάσατε τις συνεχείς NAVTEX όλο το καλοκαίρι; Τις προκλήσεις τουρκικών αλιευτικών έξω από τις ακτές μας; Τις συνεχείς δηλώσεις για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών;
Ακόμα και το όνομα του Αιγαίου επιχειρούν να αλλάξουν (…) Το σημαντικότερο για εμένα όμως είναι οι «φιέστες» Ερντογάν στην Αμμόχωστο που μετατρέπεται πια σε ενισχυμένη στρατιωτική βάση των Τούρκων.
Η Άγκυρα τόλμησε να παραβιάσει τα δύο μοναδικά ψηφίσματα του ΟΗΕ που κανείς δεν τόλμησε να ακουμπήσει. Ελλάδα και Κύπρος θα έπρεπε να είχαν ήδη αντιδράσει εντονότερα. Πρώτον θα έπρεπε να πιέζουν συνεχώς την ΕΕ για κυρώσεις κατά της Τουρκίας. (…)
Ακόμα και βέτο σε ευρωπαϊκές αποφάσεις θα έπρεπε ίσως να θέσουμε. Δεύτερον θα έπρεπε να ζητήσουμε ενεργοποίηση της ρήτρας αλληλεγγύης της ΕΕ όπως παλαιότερα είχαν κάνει άλλες χώρες».
«Η Μέρκελ ήταν διαχειρίστρια, όχι οραματίστρια»
Ο πρώην πρωθυπουργός επανέλαβε πως η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ τράβηξε σε εκείνον το χαλί κάτω από τα πόδια και προτίμησε την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.
«Η κ. Μέρκελ «στενοχωριέται» σήμερα για όσα ζητούσε τότε από τους Έλληνες. Αλλά όταν, κατά δήλωσή όλων τους «τα καταφέρναμε», τράβηξε το χαλί κάτω από τα πόδια μας! Δεν θυμάμαι να στήριξε την Ελλάδα…».
Υποστηρίζει δε ότι: «Κάποιοι λοιπόν εκτός Ελλάδος είδαν τότε την άνοδο του Τσίπρα σαν μιαν «ευκαιρία» να ξαναφέρουν το Grexit στο τραπέζι: Για να επιβάλλουν την «πειθαρχία» στα υπόλοιπα κράτη μέλη…Η τιμωρία της «δύστροπης» Ελλάδας θα ήταν το «μαστίγιο», για κάθε «απείθαρχο» στην Ευρώπης. Γι’ αυτό και χρειάστηκαν την κυβέρνηση Τσίπρα…».
Και προσθέτει καυστικά: «Η κ. Μέρκελ οραματίστρια δεν ήταν. Διαχειρίστρια ήταν».
Ανακοίνωση ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία: Ο κ. Σαμαράς αμφισβητεί ευθέως τον κ. Μητσοτάκη
Η νέα παρέμβαση του κ. Σαμάρα, που αμφισβητεί ευθέως τον κ. Μητσοτάκη, επιβεβαιώνει την προεκλογική του απάτη σε κεντρικά ζητήματα όπως τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Εάν οι εγγενείς αντιφάσεις της Ν.Δ. δεν είχαν επίπτωση στην κοινωνία και σε κρίσιμα θέματα εξωτερικής πολιτικής θα ήταν απλά πρόβλημα του κ. Μητσοτάκη. Δυστυχώς, το έχει μετατρέψει σε πρόβλημα της χώρας.
Όσο για την εσωκομματική αμφισβήτηση προς τον κ. Μητσοτάκη αποτελεί αντανάκλαση της φθοράς του μέσα στην κοινωνία. Μια πορεία μη αντιστρέψιμη.