Μετά την ξεκάθαρα αρνητική στάση της ΝΔ, του ΚΙΝΑΛ και του ΚΚΕ και με δεδομένο ότι οι ΑΝΕΛ και η Χρυσή Αυγή απορρίπτουν κάθε σύνθετη ονομασία, η πρόταση για «Μακεδονία του Ίλιντεν» ναυαγεί.
Αν και οι Τσίπρας και Κοτζιάς την είχαν κατ’ αρχήν αποδεχθεί, το γεγονός ότι η πλειοψηφία της Ελληνικής Βουλής είναι κατηγορηματικά αντίθετη, δεν αφήνει στο Μαξίμου περιθώρια για ελιγμούς.
Αυτό σημαίνει πως οι διαπραγματεύσεις ξαναγυρίζουν στο σημείο που βρίσκονταν πριν πέσει στο τραπέζι η συγκεκριμένη ονομασία; Η απάντηση είναι και ναι και όχι.
Ναι, επειδή ξαναμπαίνει στο κέντρο του τραπεζιού η ελληνική απαίτηση για erga omnes, που πρακτικά σημαίνει αλλαγή συνταγματικής ονομασίας, δηλαδή τροποποίηση του Συντάγματος.
Υπενθυμίζουμε πως η κυβέρνηση στα Σκόπια έχει οχυρωθεί πίσω από το γεγονός ότι δεν διαθέτει την αναγκαία ενισχυμένη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο της ΠΓΔΜ για να τροποποιήσει το Σύνταγμα.
Ούτε μπορεί να παρακάμψει το Κοινοβούλιο, προκηρύσσοντας δημοψήφισμα, για τη διεξαγωγή του οποίου έχει δεσμευθεί ο Ζάεφ. Είναι βάσιμη η εκτίμηση πως εάν τεθεί προς έγκριση στο εκλογικό σώμα της γειτονικής χώρας το «Άνω Μακεδονία», ή το «Νέα Μακεδονία», ως νέα συνταγματική ονομασία, θα απορριφθεί.
Οι Κοτζιάς και Ντιμιτρόφ, πάντως, θα ξανασυναντηθούν σε λίγες ημέρες παρουσία και του Νίμιτς με σκοπό να ξαναπιάσουν το νήμα της διαπραγμάτευσης και να μη δώσουν την εντύπωση ναυαγίου.
Η απάντηση στο αρχικό ερώτημα είναι και όχι, επειδή το επεισόδιο με το όνομα «Μακεδονία του Ίλιντεν» έχει διπλωματικό κόστος για την Ελλάδα. Επανειλημμένως ο Τσίπρας έχει δηλώσει πως αυτό που έχει σημασία είναι το σύνθετο όνομα, με γεωγραφικό ή χρονικό προσδιορισμό (όπως είπε), να είναι erga omnes, να ισχύει δηλαδή και για τις διεθνείς σχέσεις και στο εσωτερικό.
Διπλωματικό κόστος
Ο Ζάεφ του πρότεινε μία σύνθετη ονομασία («Μακεδονία του Ίλιντεν»), η οποία είχε τις προϋποθέσεις να γίνει αποδεκτή ως νέα συνταγματική ονομασία. Και μάλιστα, ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας την είχαν κατ’ αρχήν αποδεχθεί.
Γι’ αυτό και οι δυτικές κυβερνήσεις έσπευσαν να εκφράσουν την ικανοποίησή τους για την αποφασιστική πρόοδο στις διαπραγματεύσεις. Με άλλα λόγια, στα μάτια της διεθνούς κοινότητας, την ευθύνη για την ακύρωση της δυνατότητας να επιτευχθεί συμφωνία την φέρει η Αθήνα και όχι τα Σκόπια. Κι αυτό, βεβαίως, συνεπάγεται διπλωματικό κόστος.
Ο λάθος χειρισμός εκ μέρους του διδύμου Τσίπρα-Κοτζιά δεν είναι τυχαίος. Οφείλεται, όπως επανειλημμένως έχουμε υπογραμμίσει, στο ότι δεν έχουν κατανοήσει (και όχι μόνον αυτοί) ποιο είναι το εθνικό διακύβευμα σ’ αυτή την υπόθεση.
Σωστά εμμένουν στην ανάγκη του erga omnes. Από την άλλη, όμως, με επιπολαιότητα που σκοτώνει, θεωρούν ότι όλες οι σύνθετες ονομασίες είναι περίπου το ίδιο πράγμα. Γι’ αυτό και όταν έπεσε στο τραπέζι το όνομα «Μακεδονία του Ίλιντεν» κατ’ αρχήν το αποδέχθηκαν.
Εάν είχαν κατανοήσει ποιο είναι το εθνικό διακύβευμα, θα το είχαν απορρίψει από την πρώτη στιγμή. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης το απέρριψαν, επειδή ο προσδιορισμός Ίλιντεν παραπέμπει ιστορικά σε αλυτρωτισμό, για την ακρίβεια στο όραμα της υπό σλαβικό έλεγχο ενιαίας Μακεδονίας.
Ο σημαντικότερος λόγος για να απορριφθεί, όμως, δεν έχει να κάνει με τα οράματα μίας ιστορικής περιόδου, η οποία μετά τους βαλκανικούς πολέμους και την οριστικοποίηση των συνόρων έχει λήξει. Έχει να κάνει με το σύγχρονο ιδεολόγημα του Μακεδονισμού, δηλαδή με το ιδεολόγημα της «διαμελισμένης μακεδονικής πατρίδας».
Το κριτήριο αποδοχής ή απόρριψης
Το κριτήριο, με το οποίο απορρίπτεται ή γίνεται αποδεκτή μία σύνθετη ονομασία είναι εάν αναφέρεται σε ολόκληρη τη γεωγραφική περιοχή που στους νεότερους χρόνους ορίζεται ως Μακεδονία, ή σε τμήμα της.
Όταν ο πρωθυπουργός δηλώνει πως δεν έχει σημασία εάν ο προσδιορισμός στη σύνθετη ονομασία θα είναι γεωγραφικός ή χρονικός, ομολογεί, χωρίς να το συνειδητοποιεί την εθνικά επικίνδυνη άγνοιά του.
Σύνθετες ονομασίες με χρονικό προσδιορισμό (π.χ. «Νέα Μακεδονία») ή με ιστορικό προσδιορισμό (π.χ. «Μακεδονία του Ίλιντεν») αναφέρονται σε ολόκληρη τη Μακεδονία και ως εκ τούτου αντί να ακυρώνουν επικυρώνουν τον Μακεδονισμό των Σκοπίων.
Αντιθέτως, σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό (π.χ. «Άνω Μακεδονία») αναφέρεται σε τμήμα της και ως εκ τούτου ακυρώνει την οικειοποίηση του Όλου από το Μέρος.
Με την ίδια λογική το όνομα και της ιθαγένειας και της γλώσσας πρέπει να δηλώνει Μέρος κι όχι Όλον. Με άλλα λόγια, ανωμακεδονική ιθαγένεια (ως παράγωγο της κρατικής ονομασίας) για τις δύο σύνοικες εθνότητες (Σλαβομακεδόνες και Αλβανομακεδόνες) και όχι «μακεδονική» Σλαβομακεδονική η πρώτη επίσημη γλώσσα κι όχι «μακεδονική».
Όταν, όμως, τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο υπουργός Εξωτερικών (και επαναλαμβάνουμε όχι μόνο) δεν κατανοούν το αλφάβητο σ’ αυτή την υπόθεση είναι αναπόφευκτο να διαπράττονται ολισθήματα που κοστίζουν διπλωματικά.
Δεν είναι τυχαίο ότι μέχρι να φθάσουν τα νέα για την απορριπτική στάση της αντιπολίτευσης στην Ελλάδα, στα Σκόπια επικρατούσε μεγάλη ευφορία για το γεγονός ότι Τσίπρας και Κοτζιάς είχαν, έστω και κατ’ αρχήν, δει με θετικό μάτι το «Μακεδονία του Ίλιντεν».
Είναι αμφίβολο εάν η αξιωματική αντιπολίτευση του VMRO θα είχε πει όχι αν η Αθήνα το είχε αποδεχθεί.
Υ.Γ. Το Ίλιντεν, οι κομιτατζήδες του VMRO και ο Μουσολίνι.
Υ.Γ.1. Το νήμα μετά το Βατερλό του Ίλιντεν.
{jcomments on}