Συγκλονίζει η κατάθεση του 45χρονου σήμερα στελέχους της Novartis κ. Νίκου Τσενεκίδη ο οποίος πριν από περίπου ένα χρόνο επιχείρησε να πέσει στο κενό από τον 13ο όροφο του Χίλτον.
Το εν λόγω στέλεχος εμφανίζεται σε κατάθεση της προστατευόμενης μάρτυρος με την κωδική ονομασία «Αικατερίνη Κελέση»:
«Η Novartis διατηρούσε τουλάχιστον από το 2007 λογαριασμό επ’ ονόματι PHARMA AG σε ελβετική τράπεζα πιθανώς τη UBS.
Από τον λογαριασμό αυτόν γίνονταν πληρωμές με την κωδική ονομασία τύπου Β, ήτοι πληρωμές προς Έλληνες γιατρούς για εν μέρει ή συνολικά εικονικά συμβόλαια, που αφορούσαν τυπικά ομιλίες σε συνέδρια κλπ, τα οποία κάλυπταν στην πραγματικότητα αμοιβές γιατρών για την προώθηση των φαρμάκων της εταιρείας.
Ο λογαριασμός αυτός κινείτο με εντολές της GRUBER SUSANNE, η οποία ήταν διευθύντρια στο τμήμα MSO της Νοβάρτις Ελλάς από το 2007 έως το 2011 αν θυμάμαι καλά. Σύμφωνα με το καταστατικό της εταιρείας έπρεπε να συνυπογράφει και ο εκάστοτε Brand μάνατζερ της εταιρείας.
Ενδεικτικά για το φάρμακο GALVUS, Brand μάνατζερ ήταν ο κ. Τενεκίδης. Αναφέρω αυτό το όνομα επειδή το 2016 αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει στο ξενοδοχείο Χίλτον Αθηνών, θεωρώντας ότι ο ίδιος θα αποτελούσε το εξιλαστήριο θύμα».
Λίγες μέρες μετά την απόπειρα αυτοκτονίας ο Νίκος Τσενεκίδης εμφανίζεται ενώπιον της δικαιοσύνης και η κατάθεσή του που αποκαλύπτει το «Έθνος» είναι αποκαλυπτική για την πίεση που δεχόταν:
«Κατά το διάστημα που προηγήθηκε μεταξύ Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, μια σειρά ατυχών γεγονότων μου δημιούργησαν δυσάρεστες σκέψεις και εμμονές.
Αφορμή για αυτές ήταν ότι περί τα τέλη Νοεμβρίου του ίδιου έτους μου γνωστοποιήθηκε από την εταιρεία ότι θα υποβληθώ σε εσωτερικό έλεγχο.
Ειδικότερα είχα εμμονές ότι θα βρισκόμουν υπό συνεχή παρακολούθηση από την εταιρεία, με αποτέλεσμα να νιώθω ότι δεν μπορώ να επικοινωνήσω ελεύθερα με τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου και τον κοινωνικό μου περίγυρο και εξαιτίας της έντονης πίεσης που ένιωθα αποπειράθηκα να αυτοκτονήσω, πέφτοντας από τον τελευταίο όροφο του Hilton.
Τελικώς, έχοντας συνεχή τηλεφωνική επικοινωνία με τη σύζυγό μου, η οποία προσπαθούσε να με ηρεμήσει, μιλώντας μου για τη νεογέννητη κόρη μας, μεταπείστηκα και χωρίς εμπλοκή ετέρου ατόμου παραδόθηκα στις αστυνομικές αρχές, οι οποίοι με οδήγησαν στο Γενικό Κρατικό Νίκαιας».
Και συνεχίζει:
«Η πράξη μου αυτή δεν σχετίζεται με κανέναν τρόπο με την έρευνα που διεξάγεται από την ελληνική Δικαιοσύνη για την εταιρεία στην οποία εργάζομαι και δεν γνωρίζω τίποτα σχετικό με αυτήν.
Όσον αφορά τον εσωτερικό έλεγχο που διενεργείται από την εταιρεία, δεν γνωρίζω την πορεία του και μέχρι σήμερα δεν έχω κληθεί σχετικά. Θα ήθελα να προσθέσω ότι στο ξενοδοχείο μετέβην με το αυτοκίνητο της πεθεράς μου, την 1η Ιανουαρίου, κατά τις 4 το απόγευμα.
Όλο το χρονικό διάστημα έως και την απόπειρά μου ήμουν μόνος και η μόνη επικοινωνία που είχα ήταν τηλεφωνικώς με τη σύζυγό μου και τους γονείς μου».
{jcomments on}