Η φυσαρμόνικα του Αλέκου!

0
374

Ξανάρχεται σε λίγες μέρες στο νου των όσων από εμάς ζούμε ακόμη και το θυμόμαστε, εκείνο το ένδοξο και σκληρό ξημέρωμα του 40', που οι σειρήνες σαν μαύρα κοράκια τρυπούσαν φρικιαστικά τα παιδικά μας αυτιά, ουρλιάζοντας απαίσια: Πόλεμος, πόλεμος!!

Όλα τότε άλλαξαν καθώς στην παιδική μας ξενοιασιά ήρθαν και φώλιασαν με μιας, άλλα ακούσματα, άλλες σκέψεις και συναισθήματα, όλα πρωτόγνωρα που δεν τα χώραγε όλα μαζί ο νους μας και μας τρέλαιναν.

Η φωνή του ραδιοφώνου να καλεί το Πανελλήνιο στην αγκαλιά της Πατρίδας, τα εμβατήρια να ξεσηκώνουν τη γειτονιά απ' τ' ανοιχτά παράθυρα, Γαλανόλευκες να ξεπετάγονται και να φτερουγίζουν από τις βεράντες και τα μπαλκόνια, κλάματα ξέφρενου ενθουσιασμού μαζί με δάκρυα αποχωρισμού να σου ξεσκίζουν τη ψυχή, και πάνω από όλα εκείνη η ιαχή που ξεπηδούσε για άλλη μια φορά από έναν μεγαλειώδη μικρό Λαό, όπως ήμασταν τότε: Όλα για την Πατρίδα!

Κι' απέναντι εγώ να θωρώ από το ξύλινο παράθυρό μου τα δυο τεράστια κυπαρίσσια – πόσο ζωντανά τα θυμάμαι – να γέρνουν από το πρωινό βοριαδάκι σαν να υποκλίνονται στο μεγαλείο εκείνης της στιγμής!

Έτσι ξεκίνησε το θαύμα του αξέχαστου εκείνου Οκτώβρη του 1940. Ήρθαν πολλά μετά: Αποχωρισμοί, Νίκες, Θρίαμβοι, Χαρές και αργότερα κάτω από το βαρύ πέλμα του κατακτητή, ήρθε η μαύρη Κατοχή που μας βύθισε στο σκοτάδι για τόσα χρόνια.

Αυτά είναι τα χρόνια που δεν ξεχνιούνται ποτέ.

Όχι μόνο για την απάνθρωπη συμπεριφορά των κατακτητών που γέμισαν τον τόπο με τη μυρουδιά της ομηρίας και του θανάτου. Δεν ξεχνιούνται γιατί τότε θέριεψε και η αντίσταση και μεγαλούργησε και πάλι η Ελληνική ψυχή που κράτησε το φρόνημα μας όρθιο μέχρι την τελική Νίκη.

Μέσα λοιπόν από την βαθιά αυτή οδύνη που περάσαμε, όσοι από εμάς επιζήσαμε, ο καθένας μας σήμερα κάτι έχει να θυμάται από εκείνη την άβυσσο των κακών καιρών που σημάδεψε τη ζωή μας.

Έτσι και εγώ θυμάμαι μέσα σ' όλα, εκείνες τις νύχτες της κατοχής που μας απαγόρευαν να κυκλοφορούμε μετά τη δύση του Ήλιου, θυμάμαι που μαζευόμαστε ο ένας στο σπίτι του άλλου για να περάσει η βραδιά.

Μικροί, μεγάλοι. στο μισοσκόταδο του σαλονιού με φωτισμό τα μισολιωμένα κεριά γιατί ηλεκτρικό δεν υπήρχε, και βρίσκαμε τον τρόπο μας να κάνουμε τη βραδιά αυτή να τσουλήσει όπως-όπως σε πείσμα των καιρών.

Υπήρχε και ένα πιάνο με ουρά – αργότερα λόγω ανάγκης το πουλήσαμε στον «Καλαμπόκα» στο Κεφαλάρι – και καμιά φορά λέγαμε και κανένα τραγούδι….προσεκτικά…..επιλεγμένο για να μην έχει λόγια που εάν ακούγονταν έξω θα …..μπορούσαν σίγουρα να γίνουν αφορμή τα νυχτερινά περίπολα των κατακτητών που έψαχναν να μαζέψουν ομήρους, να μπουκάρουν στο σπίτι για τις τραγικές συλλήψεις που συνήθιζαν να κάνουν κάθε τόσο.

Συχνός επισκέπτης μας και φιλοξενούμενος μας ήταν ο αγαπημένος μου ξάδελφος – μεγαλύτερός μου κατά δεκαπέντε χρόνια – ο Αλέκος Σακελάριος.

Ο λατρευτός μου και αξέχαστος Αλέκος που τόσο ταπεινά και πηγαία στόλιζε τις βραδιές μας εκείνες με την παντοδύναμη προσωπικότητα του, με το αστείρευτο χιούμορ του και την καλή του καρδιά.

Ο Αλέκος λοιπόν, στο τσεπάκι του σακακιού του, φιλοξενούσε σχεδόν πάντα μια μικρή φυσαρμόνικα. (μ' αυτήν με έμαθε και μένα να παίζω φυσαρμόνικα).

Γιατί όμως σας γράφω για τη μικρή φυσαρμόνικα; Είναι για τους άλλους ασφαλώς απλά μια λεπτομέρεια. Για μένα όμως είναι ανάμνηση μια ολόκληρης ζωής. Και είναι και μια εικόνα που με ακολουθεί ζωντανά μέχρι και σήμερα.

Ποτέ δεν θα ξεχάσω όταν ο Αλέκος μέσα στα άλλα τραγούδια που έπαιζε όταν έβγαζε τη φυσαρμόνικα από το τσεπάκι του με κινήσεις που πρόδιδαν τη νεανική του ζωντάνια, έπαιζε πάντα με αστείρευτο κέφι μέσα στο σκοτάδι της κατοχικής νύχτας και το γνωστό Ιταλιάνικο τραγούδι – που στην Ελλάδα μεταγλωττίσαμε – νομίζω με τα λόγια του – σε: Με το χαμόγελο στα χείλη, παν οι φαντάροι μας μπροστά – ρισκάροντας την πιθανή περίπτωση μιας περιπόλου που θα μπορούσε να περνάει εκείνη τη στιγμή έξω από το περιβόλι του σπιτιού μας!

Δύσκολοι καιροί που λίγοι τους θυμούνται. Πολλοί τους ξέχασαν. Οι υπόλοιποι ευτυχώς ποτέ δεν τους έζησαν.

{jcomments on}

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here