Φτωχές είναι οι εισπράξεις φόρων και προστίμων από αυτοαπασχολούμενους και άτομα μεγάλου πλούτου, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων συνολικά στο 9μηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2013 δεν ξεπέρασαν τα 36,4 εκατ. ευρώ.
Φορολογούμενοι «μεγάλου πλούτου», σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση που έχει γίνει από το υπουργείο Οικονομικών είναι αυτοί που πληρούν ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω κριτήρια:
– Η αξία της ακίνητης περιουσίας τους (του ιδίου του φορολογούμενου, της συζύγου και των προστατευόμενων τέκνων), υπερβαίνει το ποσό των 2 εκατ. ευρώ.
– Η ετήσια δαπάνη διαβίωσης, σύμφωνα με τα τεκμήρια διαβίωσης (πισίνες, ΙΧ, κατοικίες κα) υπερβαίνει το ποσό των 150 χιλιάδων ευρώ.
– Τα ποσά που εμπίπτουν στο τεκμήριο απόκτησης περιουσιακών στοιχείων (δαπάνη για αφορά ακινήτων, ΙΧ, σκαφών αναψυχής κα) υπερβαίνουν το ποσό των 300.000 χιλιάδων ευρώ.
– Φορολογούμενοι στους οποίοι μετά το άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών εντοπίζονται πολύ υψηλές καταθέσεις που δεν έχουν δηλωθεί στην εφορία.
Συνολικά στο 9μηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2013 οι υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών έλεγξαν 951 τέτοιες υποθέσεις, ωστόσο βεβαιώσαν μόλις 36,4 εκατ. ευρώ προστίμων, ήτοι μέσο φόρο 37.894 ευρώ ανά υπόθεση.
Στο σκέλος των εισπράξεων διαπιστώνονται προβλήματα, καθώς έχει εισπραχθεί μόλις το 29% των εν λόγω φόρων και προστίμων, ήτοι 10,5 εκατ. ευρώ σε σύνολο βεβαιωθέντων φόρων 36,4 εκατ. ευρώ ή σε μέσα επίπεδα φόρο 11.000 ευρώ περίπου.
Πρέπει να τονισθεί ότι οι έλεγχοι σε φορολογούμενους μεγάλου πλούτου θα έπρεπε να αποδίδουν εισπρακτικά καθώς στη συγκεκριμένη κατηγορία φορολογούμενων υπάρχει πολύ μεγάλη φοροδοτική ικανότητα.
Η «διάσωση» των εσόδων από τους φόρους και πρόστιμα που έχουν επιβληθεί στις συγκεκριμένες κατηγορίες φορολογουμένων οφείλεται αποκλειστικά στο ότι οι φορολογούμενοι μεγάλου πλούτου καταθέτουν προσφυγές εναντίον των αποτελεσμάτων του φορολογικού ελέγχου καταβάλλοντας το 50% των φόρων και προστίμων που τους βεβαιώνονται.
{jcomments on}