Την κοίταζα πολύ διακριτικά να μην ενοχληθεί που την θαύμαζα σαν χαρισματικό εκπρόσωπο του «αδύνατου φύλου». Αισθανόμουν ένοχος που τόσο όψιμα και άθελα μου είχα επηρεασθεί από την εντυπωσιακή παρουσία της.
Ήταν σαν να ονειρευόμουν πως περπατούσα και πάλι τα πρώτα μονοπάτια της νιότης μου, όταν εκείνη τη στιγμή η στοργική και καλοσύνη ματιά της καρφώθηκε επάνω μου, καθώς σηκώθηκε να μου προσφέρει το κάθισμα της στο τρένο που κατηφόριζε για τον Πειραιά.
Με ένα συγκρατημένο της χαμόγελο σεβασμού και μια κρυστάλλινη φωνή προσφοράς, μου είπε και εγώ άκουσα για……πρώτη μου φορά να μου λένε: «Καθίστε παρακαλώ»!
Και εγώ με κάποια ασυνείδητη μελαγχολία της στιγμής, δέχθηκα την προσφορά που όντως είχα ανάγκη, και όταν κάθισα, τότε συνειδητοποίησα ότι εκείνη τη στιγμή της ζωής μου άκουσα την πόρτα του γέρο-χρόνου να χτυπάει ξερά χωρίς κανένα συναίσθημα και να μου στέλνει για πρώτη φορά το μήνυμα της ζωής που κάποτε τελειώνει.
Της ζωής που καλπάζει, χωρίς να μας προειδοποιεί για το κουβάρι που μαζεύεται κι' αφήνει το υπόλοιπο της ζωής λιγοστό. Ναι. Που είναι τα γηρατειά που όλοι θέλουμε να ξεχάσουμε ότι υπάρχουν, και που όλοι στη δύσκολη αυτή στιγμή, φέρνουμε στο λογισμό μας τα όσα θα θέλαμε ακόμη να δούμε και να προλάβουμε να δημιουργήσουμε, πριν πέσει η αυλαία της μικρής μας ζωής.
Όμως, έρχεται πάντα κάποια ώρα που αρχίζουμε προοδευτικά να σκεπτόμαστε ότι δικαίωμα σ' αυτόν τον πλανήτη έχουν και οι γενιές που ακολουθούν και μάλιστα που εκπρόσωποί τους βιάζονται κι΄ αυτοί να μεγαλώσουν.
Ασφαλώς όμως εμείς δεν συνειδητοποιούμε η δεν θέλουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι ο χώρος είναι περιορισμένος και ο χρόνος – έτσι κι' αλλιώς, αμείλικτος προχωρεί με τεράστιες και γρήγορες δρασκελιές, λες και βιάζεται να φιλοξενήσει τους επόμενους.
Οφείλουμε λοιπόν να δεχόμαστε τον κύκλο της ζωής όσο σκληρή και να' ναι αυτή η αποδοχή, και όταν αυτό το εμπεδώσουμε στη συνείδηση μας, τότε ξέρουμε πως ήρθε η στιγμή που πρέπει εγκαίρως να προετοιμαζόμαστε γι' αυτήν την αλλαγή της υπάρξεως μας και να δεχόμαστε χωρίς φραγμούς τα όσα ο Θεός όρισε για μας με την τελειότητα της σοφίας του.
Είναι όμως και κάτι ακόμα: Είναι το μυαλό και οι αισθήσεις μας που συχνά, στα γεράματα μας παραμένουν νεανικά και με πείσμα αρνούνται να συμφιλιωθούν με τις ρυτίδες των δεκαετιών μας.
Αυτές οι τόσο όψιμες νεανικές εκλάμψεις είναι που δημιουργούν σε μας της τρίτης και ακόμη και της τετάρτης ηλικίας την διάθεση για περαιτέρω δημιουργία και την αίσθηση ότι μπορούμε ακόμη να φλερτάρουμε με το μέλλον.
Τότε – δυστυχώς όμως – είναι που προς στιγμή νομίζουμε ότι οι φτερούγες μας αντέχουν ακόμη να ταξιδέψουν σε πήγασους μελλοντικών ονείρων και σε σχέδια, που όταν συνέρχεσαι από τη ρέμβη σου γκρεμίζονται σε μια στιγμή στα πέλαγα, σαν Ίκαροι.
Είναι αυτές, από τις πιο ευαίσθητες στιγμές στο γέρμα της ζωής μας και σαν απαγορευτικά κατακόκκινα «STOP», μας σταματούν για τον παραπέρα διάβα της ονειροπόλας σκέψης μας.
Ορθώνονται μπροστά σου σαν περιμετρική φράχτες και σε εγκλωβίζουν σε συγκινησιακές αναμνήσεις, αδύνατα όμως βάλσαμα που όμως δύσκολα ξεχνιούνται αφού είναι η ζωή μας ολόκληρη.
Ευτυχισμένος λοιπόν αυτός που στο ηλιοβασίλεμα της ζωής του μπορεί να κουρνιάζει πάνω σ' αυτά που άξιζαν και που πρόλαβε να ολοκληρώσει στη ζωή του αφήνοντας πίσω ξεχασμένα αυτά που δεν πρόλαβε η καλλίτερα τα όσα κακά δεν τον πρόλαβαν.
Ο χρόνος είναι αδυσώπητος και αμείλικτος. Εάν το δεχθούμε εμείς οι γεροντότεροι γιορτάζοντας την ύπαρξη μας κάθε στιγμή στα χρόνια που μας μένουν, τότε νικήσαμε.
Και τότε και το καλό κορίτσι στο τρένο που μας πρόσφερε τη θέση της, μας χάρισε την δυνατότητα να δεχθούμε αισιόδοξα τον ρεαλισμό της ζωής και της πραγματικότητας, μιας εκ των σπουδαίων αξιών του βίου μας που συνήθως μας διαφεύγει.
{jcomments on}