Μεγάλωσε κυριολεκτικά μέσα στην αγκαλιά του ελληνικού τραγουδιού κι αποκαλούσε «θείους» το Γιώργο Νταλάρα, τον Γιάννη Πάριο, και τη Χαρούλα Αλεξίου.
Εγγονός του Μίνου Μάτσα και γιος του Μάκη Μάτσα, από μικρός έδειξε αγάπη για τη μουσική σύνθεση κι όχι για την δισκογραφική οικογενειακή εταιρία τη Minos που καθόρισε και το μέλλον της ελληνικής μουσικής.
Όμως τώρα όλη η οικογένεια τον καμαρώνει για τα επιτεύγματά του. Σπούδασε στο Ορφείο Ωδείο και στη φημισμένη σχολή Julliard στη Νέα Υόρκη.
Στην πορεία συνέθεσε για την τηλεόραση, τον κινηματογράφο, για παραστάσεις θεάτρου και χορού, για ορχηστικά σύνολα.
«Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να συνεχίσω να είμαι ειλικρινής στη μουσική μου και να διατηρήσω αυτό το κομμάτι αθωότητας που μου λένε ότι έχω. Ξέρετε, χωρίς αυτό, η ζωή θα ήταν πολύ βαρετή.»
Η μουσική του έχει βραβευτεί στην Ελλάδα και στην Αμερική. Το 2006 και το 2008 πήρε το Κρατικό Βραβείο Μουσικής για τα soundtrack των ταινιών «Eduart» και «Σκλάβοι στα δεσμά τους».
Έχει παρουσιάσει την κινηματογραφική του μουσική για το The Parthenon με σκηνοθέτη τον Γαβρά, στη Metropolitan Opera και για το Diary of a Lost Girl στο Alice Tully Hall στη Νέα Υόρκη.
Στις τελευταίες του δουλειές περιλαμβάνονται το soundtrack της ταινίας «Undisputed III» (Warner Brothers), η μουσική για την παράσταση χορού «Ρεμπέτικο», που παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία στο Σαν Φρανσίσκο και στο Βερολίνο, η μουσική για την «Ειρήνη» και τις «Όρνιθες» του Αριστοφάνη στην Επίδαυρο, καθώς και για την τηλεοπτική σειρά «Το Νησί».
Φέτος συνεργάστηκε με το Κρατικό Θέατρο Β. Ελλάδος – για δεύτερη φορά – για τη μουσική του έργου «Βόυτσεκ» που παίζεται στη Θεσσαλονίκη. Είναι ευγενής, ακούραστος, τελειομανής και καταξιωμένος, διεθνώς πια.
Μαζί μας ο συνθέτης Μίνως Μ. Μάτσας…….
Κύριε Μάτσα μιλήστε μας λίγο για τα πρώτα σας χρόνια μέσα σε τόσους γίγαντες της μουσικής και το κυριότερο δίπλα σε έναν παππού με τέτοια ιστορία;
«Δυστυχώς δεν γνώρισα τον παππού μου, τον άνθρωπο που έγραψε στίχους για τόσα αγαπημένα τραγούδια («Tο μινόρε της αυγής», «O Αντώνης ο βαρκάρης», «Είσαι εσύ ο άνθρωπος μου» κ. α) αλλά είναι σαν να τον ξέρω , από διηγήσεις άλλων.
Ο πατέρας μου με έπαιρνε μαζί του στο στούντιο από παιδάκι κι έτσι ανάμεσα σε κονσόλες, καλώδια και σημαντικούς συνθέτες, στιχουργούς και τραγουδιστές, έφτιαξα τη δική μου εικόνα για τη μουσική. Ήταν ένας κόσμος ποιητικός στον οποίον ήθελα να ανήκω.»
Πώς και πότε αρχίσατε να γράφετε μουσική και πρώτα σε ποιον την πήγατε να την ακούσει;
«Εκτός του ότι η μουσική βρισκόταν παντού στο σπίτι , ξεκίνησα μαθήματα κλασικής κιθάρας κι έτσι έπαιζα και τραγουδούσα από νωρίς. Γύρω στα είκοσι έγραψα τις πρώτες μουσικές και τραγούδια και λίγο αργότερα γνώρισα τον στιχουργό και ποιητή Άκο Δασκαλόπουλο, ο οποίος με ενθάρρυνε κι άρχισε να βάζει λόγια στις μουσικές μου που του φάνηκαν πολύ πρωτότυπες!
Από ‘κει και πέρα, κι ενώ η συμφωνία μας ήταν να κρατηθεί μυστικό, εκείνος τα έπαιξε στον Νταλάρα, ο οποίος με τη σειρά του ενθουσιάστηκε και τα συμπεριέλαβε στον δίσκο του «Καλώς τους».»
Η οικογένειά σας όταν ανακοινώσατε την απόφασή σας σχετικά με τις σπουδές σας πως αντέδρασε;
«Έχοντας αποφοιτήσει από τη Νομική σχολή και χάνοντας τελείως το ενδιαφέρον μου για τα νομικά όταν είδα πως η πραγματικότητα ήταν μακριά από τη ρομαντική εικόνα που είχα στο μυαλό μου, η μουσική ήταν μονόδρομος.
Ακόμη, η πιθανότητα να διοικήσω μια πετυχημένη δισκογραφική εταιρία δεν με γέμιζε καθόλου και δεν ήταν κάτι που είχα ονειρευτεί. Είχα την ανάγκη να εκφραστώ, να φτιάξω τον δικό μου κόσμο και να ομορφύνω τον κόσμο των άλλων. Αν και στην αρχή υπήρχε αντίδραση και δυσπιστία από την οικογένεια μου, αργότερα τους κατέκτησα με τις ίδιες τις μουσικές μου!»
Σας πέρασε ποτέ απ το μυαλό ότι αφού υπήρχε η δισκογραφική οικογενειακή εταιρία, αυτό θα ήταν ένα βοήθημα για το ξεκίνημά σας;
«Φυσικά, και είχα προσβάσεις πιθανώς αδιανόητες για κάποιους άλλους, ωστόσο αυτό ήταν ταυτόχρονα εμπόδιο, γιατί έπρεπε να αποδείξω ότι η μουσική δεν ήταν ένα «παιχνίδι» για μένα, αλλά μια αναγκαιότητα που χωρίς αυτήν δεν ζούσα.»
Στο φημισμένο Julliard αντιμετωπίσατε δυσκολίες;
«Το Juilliard αποδείχτηκε ένα καλό σχολείο με ενδιαφέροντες δασκάλους και συνθέτες αλλά τίποτε παραπάνω. Πάντα από κοντά έρχεται η απομυθοποίηση. Ωστόσο δεν μπορώ να πω ότι δεν στάθηκε ένα χρήσιμο στάδιο. Επίσης η ζωή στη Νέα Υόρκη μου έμαθε πολλά. Μια σοβαρή εμπειρία ήταν όταν παίχτηκε η μουσική μου σε δυο συναυλίες στο Lincoln Center (Metropolitan Opera και Avery Fisher Hall)»
Μείνατε για αρκετό διάστημα στην Αμερική. Είναι εύκολο για ένα Έλληνα να τα καταφέρει εκεί; Πρέπει να βρίσκεσαι μέσα σε κυκλώματα, ή αν έχεις αξία προχωράς;
«Σκεφτείτε πως έφυγα για δυο χρόνια και έμεινα 12 (ακόμη και τώρα περνάω κάποιους μήνες εκεί). Η Αμερική θέλει δουλειά, δουλειά, δουλειά. Δεν είναι χώρα για αργόσχολους. Οργάνωση, μεθοδικότητα, αποφασιστικότητα και ταλέντο.
Χωρίς αυτά δεν προχωράς. Ο ανταγωνισμός είναι πολύ σκληρός και δεν χωρούν συναισθηματισμοί. Αυτό που λέτε κυκλώματα λέγεται «networking»! Δεν είναι δυνατόν να προχωρήσεις χωρίς να έχεις γνωριμίες και δυστυχώς είναι ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς.»
Ζείτε μεταξύ Λος Άντζελες και Αθήνας. Που είναι καλύτερα από επαγγελματικής απόψεως εννοώ;
«Κοιτάξτε, η Αμερική είναι μια χώρα όπου υπάρχει απόλυτη οργάνωση και καταμερισμός εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι κάνεις τη δουλειά σου απερίσπαστος. Από την άλλη, δεν κάνεις φιλίες.
Η δουλειά τελειώνει και μετά συνεργάζεσαι με άλλους ανθρώπους και ούτω κάθ’ εξής. Τα πράγματα είναι πιο ψυχρά αλλά οι δυνατότητες και οι ευκαιρίες απεριόριστες. Άρα καλείσαι να επιλέξεις τι ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία σου.»
Τι θαυμάζετε στην κόρη σας;
«Η κόρη μου είναι ένα πλάσμα πανέξυπνο, ταλαντούχο και σφύζει από ενέργεια. Η φαντασία της με εκπλήσσει. Ο αυθορμητισμός της και η ταχύτητα με την οποία τοποθετείται στις καταστάσεις είναι ασύλληπτη. Προφανώς αφορά τις γενιές που μεγαλώνουν παρέα με τα τεχνολογικά άλματα κι αυτό τους επηρεάζει αφάνταστα.
Ωστόσο, φοβάμαι για τις σχέσεις της, για το πως θα εξελιχθούν σε αυτόν το νέο κι άγνωστο ακόμη κόσμο. Θα ήθελα να μπορέσω να της μεταφέρω κάτι από τον παλιό κόσμο και να την συγκινήσω η έστω να της κινήσω την περιέργεια.»
Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στη δουλειά σας , ή ακόμη δεν έχει έρθει;
«Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να συνεχίσω να είμαι ειλικρινής στη μουσική μου και να διατηρήσω αυτό το κομμάτι αθωότητας που μου λένε ότι έχω. Ξέρετε, χωρίς αυτό, η ζωή θα ήταν πολύ βαρετή.»
Όνειρό σας;
«Όνειρο μου είναι να συνεργάζομαι με ταλαντούχους ανθρώπους και να έρχομαι σε επαφή με τις νεότερες γενιές. Αν μπορώ να ομορφύνω λίγο τον κόσμο με τη μουσική μου , αυτό μου είναι αρκετό.»
Μιλήστε μας για τη μουσική σας στο «Βόυτσεκ» και τη συνεργασία σας με τον σκηνοθέτη Σταύρο Τσακίρη και το ΚΘΒΕ.
«Ο «Βόυτσεκ» είναι ένα εμβληματικό έργο. Ένα κείμενο που διαχειρίζεται μεγάλες αλήθειες και θέματα που αφορούν τη ζωτική ύπαρξη του ανθρώπου. Είναι μεγάλη τύχη να μεταφράζεις μουσικά τις αποσπασματικές σκηνές που άφησε ο Μπύχνερ.
Ο Σταύρος Τσακίρης είχε τη φαεινή ιδέα να παρουσιάσουμε – για πρώτη φορά – τα αυθεντικά χειρόγραφα του. Με τον Σταύρο συνεργαζόμαστε χρόνια κι έτσι επικοινωνούμε….ακόμη και χωρίς να μιλάμε. Νομίζω στήσαμε μια παράσταση υψηλής αισθητικής αλλά και ουσίας.
Όλοι οι ηθοποιοί του ΚΘΒΕ εργάστηκαν σκληρά για να πετύχουμε αυτό το αποτέλεσμα. Πρόκειται για ιδιαίτερα ταλαντούχους ανθρώπους και ήταν μεγάλη η χαρά μου που συνεργάστηκα για δεύτερη φορά με το Κρατικό. Το δυναμικό του θεάτρου είναι πολύ αξιόλογο και κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να γίνεται πιο συχνή ανταλλαγή ανάμεσα στις δύο κρατικές σκηνές.»
{jcomments on}