Ήταν εκείνα τα σκοτεινά βράδια τον καιρό της Γερμανικής Κατοχής, όταν κάπου δεκατριών χρονών παιδί, στριμωχνόμουν κι' εγώ μαζί με τους γονείς μου και τους φίλους των και μοιραζόμασταν όλοι μαζί το μαγκάλι που αγωνίζονταν προσπαθώντας να ζεστάνει τα παγωμένα μας πόδια και τις πικραμένες μας καρδιές.
Στην μικρή οικογενειακή παρέα, συχνά ερχόταν και ο αγαπημένος μου εξάδελφος ο Αλέκος. Ο Αλέκος, που τότε στα πρώτα του νεανικά πετυχημένα συγγραφικά του βήματα που ήδη είχαν αρχίσει να ξεσηκώνουν τους ταλαίπωρους Αθηναίους και όχι μόνον.
Τους Αθηναίους που τόσο είχαν ανάγκη από λίγη χαρά να βρουν κάπου, ν' ακουμπήσουν τους μαύρους στοχασμούς των μιας κακιάς εποχής.
Ο μεγαλύτερος αυτός ξάδελφος μου, δεν ήταν άλλος από τον τόσο αγαπημένο μου Αλέκο Σακελλάριο, τον θεατρικό συγγραφέα ,σκηνοθέτη και στιχουργό του ελαφρού Ελληνικού τραγουδιού!
Στην κατοχική παρεούλα στο μικρό καθιστικό ,χωρούσαμε όλοι μαζί μα τα φορτισμένα μας συναισθήματα και χωρούσε και το μεγάλο μαύρο πιάνο Bluthner με ουρά της Μητέρας μου που….«έτρωγε» – καλή του ώρα – τον περισσότερο χώρο του μικρού αυτού σαλονιού μας.
Πουλήθηκε το καιμένο αργότερα από ανάγκη μας μεγάλη στον «Καλαμπόκα» του Κεφαλαριού όπου διασκέδαζε τους θαμώνες τις νύχτες και πέθαινε σιγά-σιγά και αθόρυβα κάτω από το φτωχό του κάλλυμα στον ζεματιστό ήλιο του καλοκαιριού που στέγνωνε διακριτικά τα δάκρυα μου όταν περνούσα από εκεί και θυμόμουν τα….«παλιά»! Δύσκολο να περιγράψω εκείνα τα συναισθήματα μου…..
Ο Αλέκος,πάντα κεφάτος με αστείρευτο χιούμορ, αφού εξαντλούσε ένα μόνο μέρος από τις πιπεράτες του διηγήσεις με τις οποίες μόνιμα καθήλωνε τη συντροφιά, μας ξεδίπλωνε ένα από ταλέντα του, απαγγέλοντας τους στίχους κάποιου καινούργιου του τραγουδιού, και μετά τραβώντας απ΄ το μπροστινό τσεπάκι του σακακιού του την αχώριστη μικρή του φυσαρμόνικα, προχωρούσε παίζοντας μας με την περισσή ευαισθησία που τον διέκρινε μουσική του καινούργιου του τραγουδιού, που σε λίγες μέρες θα είχε μάθει και θα τραγουδούσε όλη η Αθήνα και όχι μόνο!
Ετσι λοιπόν στην γκρίζα βραδιά της κατοχής, βρεθήκαμε να συνοδεύουμε δειλά το χαρούμενο τραγουδάκι του Αλέκου: «Λες και ήταν χθες» η το «Παλιά γειτονιά» και τόσα άλλα που κατά καιρούς ο Αλέκος με τη μαγική του φυσαρμόνικα ανέβαζε στη λυρική του πασαρέλα.
Ετσι και εγώ, ενθουσιάστηκα μ' αυτό το μικρό οργανάκι και καθώς έτσι και αλλιώς αγαπούσα πολύ την μουσική, αποφάσισα να αποκτήσω μια φυσαρμόνικα δική μου και να μάθω να παίζω για μένα και για την παρέα μου.
Τα πράγματα μου ήρθαν βολικά .Ο κύριος Ηλίας που είχε το περίπτερο γωνία Κασσαβέτη και Λεβίδου, είχε και….φυσαρμόνικες! Ετσι απέκτησα την πρώτη μου μικρή φυσαρμόνικα που έμελλε να γίνει η πιο αχώριστη φίλη μου των πρώτων νεανικών μου χρόνων.
Από τότε μέχρι και σήμερα μετά από τόσα χρόνια ,μοιράστηκα με αυτήν την «μουσική» μου «φιλενάδα» και τις όσες «αδελφές» της επρόκειτο να προκύψουν στα χρόνια που ακολούθησαν μετά, πολλές αξέχαστες στιγμές .
Αλλες φορές με παρέα τη χαρά κι' άλλες φορές με συντροφιά τη λύπη που πάντα βρίσκει την ευκαιρία να σε ανταμώνει από όποιο μονοπάτι κι'αν προσπαθείς να το σκάσεις . Θυμάμαι έντονα, πόσες φορές έβγαλα και εγώ απ' το τσεπάκι μου τη μικρή «Piccolo» σε στιγμές της ζωής μου που νόμιζα πως χάνεται ο κόσμος γύρω μου και σε άλλες στιγμές πάλι που είχα την ανάγκη να συμμετέχω αυθόρμητα σε κάποιας χαράς το πανηγύρι.
Η Μουσική, Αχ! αυτή η Μουσική η καλή μάγισσα .Ενώνει καρδιές, ενώνει λαούς, ενώνει εχθρούς είτε βγαίνει από μια ταπεινή φυσαρμόνικα του περιπτέρου είτε ξεχειλίζει πλούσια απ'την ουρά ενός πανάκριβου πιάνου. Η Μουσική είναι μία και μοναδική. Είναι θείο δώρο Θεού κι'αυτή στούς ανθρώπους, όμως, σ' αυτούς που μπορούν να την αγαπήσουν.
Ισως κάπως έτσι να σκεπτόταν κι' ο Αλέκος όταν ευθυμούσε στο σαλονάκι δίπλα στο μαγκάλι της κατοχής όταν πήρε τη μικρή του φυσαρμόνικα και μας έπαιξε ένα βαλσάκι της τότε εποχής:
Όταν παίζεις Βερόνικα
Τη Φυσαρμόνικα
Με ναζιάρες ματιές
Που' ναι όλο ψευτιές
Γύρω ανάβεις φωτιές
Τι τα θέλετε: Έτσι είναι η Μουσική. Τρυπώνει στις καρδιές μας κουβαλώντας και τις πιο απόμακρες τρυφερές μας αναμνήσεις. Κι' αυτό το οργανάκι που χωρούσε στη ζεστή χόβολη της τσέπης ενός αγοριού της κατοχής που ήμουνα τότε, μου έδινε τη χαρά της έκφρασης σε πολλές λεπτές στιγμές της ζωής μου όπως άλλωστε συνέχισε και για όσα χρόνια πέρασαν από τότε μέχρι σήμερα.
Τώρα πια, που πολλά καλύπτονται πλέον από τον τεχνητό πολιτισμό και την ύλη που μας έχει κυριεύσει με τις ανεξάντλητες επιθυμίες μας τις οποίες σπεύδει απλόχερα και καταστροφικά πολλές φορές να τις καλύψει.
Πιστεύω λοιπόν και ελπίζω να με συγχωρέσετε που αισθάνθηκα την ανάγκη να σας εξυμνώ τόση ώρα μια απλή και ταπεινή φυσαρμόνικα, την αγαπημένη του Αλέκου μου, το ασήμαντο αυτό οργανάκι που ένα τέτοιο μου κρατάει συντροφιά μέχρι και σήμερα και μάλιστα πιο πολύ τις μέρες η τις νύχτες που οι καιροί, μας πάνε κόντρα.
{jcomments off}