Το περασμένο Σάββατο ξύπνησα και πάλι πάρα πού νωρίς μ' ένα φορτίο βασανιστικών σκέψεων και προβληματισμών στο μυαλό μου: Στοχασμούς για το πως κατάντησε η μάλλον, για το πως εμείς οι ίδιοι καταντήσαμε την Πατρίδα και την ζωή μας, και για το πόσο ακόμη θα λαβώνουμε τόσο άσπλαχνα τα απομεινάρια τους.
Έτσι φορτισμένος, αποφάσισα να ξεδώσω απ΄ την μελαγχολία μου και μου ήρθε στο νου ένας γραφικός μικρόκοσμος που αγάπησα κάποτε πολύ την εποχή που υπηρετούσα τη θητεία μου στο Ναυτικό: Το γραφικό και ανθρώπινο Πέραμα.
Oι τεράστιοι γερανοί της Cosco.
Ξεκίνησα λοιπόν εκείνο το μεσημέρι για την ξεχασμένη απ' τα νεανικά μου χρόνια εκείνη γωνιά του λιμανιού του Περάματος που έμελλε να μου προσφέρει εκείνη την ημέρα, πλούσιο ξέφωτο στους απαισιόδοξους λογισμούς μου.
Κατεβαίνοντας την Κηφισού, μπήκα δεξιά στην Πέτρου Ράλλη και περνώντας το ΤΕΙ Πειραιά και τον Αϊ Γιάννη τον Ρέντη, πήρα δεξιά την Γρηγορίου Λαμπράκη και σύντομα βρέθηκα στην Παλιά Κοκκινιά όπως την λέγανε κάποτε οι παλαιοί, την προσφυγομάνα λεβέντισσα που με τα χρόνια, της άλλαξαν ονομασία και την ονόμασαν Νίκαια αφαιρώντας της την ονομαστική της γοητεία.
Όμως στα μάτια μου ευτυχώς δεν παρασύρθηκε από το καινούργιο της όνομα, δεν τα κατάφερε για παραπέρα μεταμφίεση και κράτησε έντονα την εικόνα του γραφικού κι' αγαπημένου μελισσότοπου της προσφυγιάς που ακόμη και σήμερα έχει το κουράγιο να χαμογελάει αισιόδοξα σε επισκέπτες και περαστικούς και στους άλλους που περνώντας την, τραβάνε για Κορυδαλλό και Κερατσίνι, την άλλη προσφυγομάνα της μαρτυρική μας Σμύρνης: Το Κερατσίνι του Γεωργίου Καραϊσκάκη που κάποτε κι' αυτό το λέγαμε Ταμπούρια.
Από κει, ο δρόμος μου ξετυλίχθηκε προς Δραπετσώνα ,εκεί που περνώντας θαρρείς πως ακόμη και τώρα από τη θάλασσα, μια πνοή σου έρχεται απ΄ το κυματιστό πεντάγραμμο της με τη μουσική του Θεοδωράκη και τη φωνή του Μπιθικώτση να σου τραγουδά : «Παρ' το στεφάνι μας, παρ' το γεράνι μας, στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή».
Εγώ πάντως που οδηγούσα πολύ σιγά για να κοιτάω γύρω μου, καθώς ήμουνα και θετικά επηρεασμένος από την προδιάθεση μου να ξεφύγω προς τα Δυτικά προάστια όπου ήμουνα σίγουρος ότι ακόμη θα βασίλευε εκεί η περισσή ανθρωπιά και η αδελφοσύνη, δεν έπεσα έξω.
Άφησα το βλέμμα μου ελεύθερο να τριγυρίσει στη γειτονιά που έσφυζε από ζωή, σε ρυθμούς που σου έδιναν την εντύπωση ότι αυτή η κοινωνία ζούσε με αισθήματα απέραντης αισιοδοξίας και που παρ' όλον τον πόνο της, πατούσε πάνω από τα χαλάσματα της εποχής μας, θέλοντας να επιβάλει την ευτυχία με τις μικροχαρές της που βρίσκεις στη ζωή, φθάνει να τις ψάξεις:
Αγάπη, αισιοδοξία, υπομονή, συγχώρεση, ειλικρίνεια και ολιγάρκεια. Όλους μας χωράει τούτος ο τόπος, αλλά εμείς χωρίς λόγο, άκομψα φουσκώνουμε και αναδιπλώνουμε στο αδιαχώρητο την έπαρση μας χωρίς όμως να μας περνά από το νου ότι δεν είμαστε παγώνια με ανοιχτές τις ουρές μας για να μας θαυμάσουν ούτως η άλλως.
Έτσι λοιπόν, από την κοπελιά που περήφανη και γελαστή κάθονταν πίσω από το μηχανάκι του καλού της, μέχρι τον γραφικό γέροντα που γυρτός πάνω στο ροζιασμένο μπαστούνι του τα λέγανε μ' έναν παλιόφιλο στο παραδοσιακό καφενεδάκι του Κορυδαλλού, όλα μου φαίνονταν γύρω – γύρω – και είμαι βέβαιος πως ήταν κιόλας – πολύ ανθρώπινα και έμοιαζαν πως έβγαζαν άρωμα αισιοδοξίας και αίσθηση ύπαρξης υπομονής και ήταν σαν να ψιθύριζαν: Μπόρα είναι και θα περάσει».
Με αυτές τις περίεργα οπτιμιστικές για την εποχή μας προσλαμβάνουσες, συνέχισα το δρόμο μου μέχρι το Πέραμα. Δεξιά μου είχα το Αιγάλεω. Στους πρόποδες του, οι δεξαμενές των εταιρειών πετρελαίου που η μυρουδιά τους απλωνότανε έντονα στο δρόμο μου, και πιο ψηλά, μέχρι και τη γραμμή του ορίζοντα, έφταναν τα αυθαίρετα αλλά τίμια σπιτάκια που έχτισε η αγωνία του βασανισμένου εργάτη για να βρει κι' αυτός μετά από χρόνια μια στέγη εάν το ήθελε ο Θεός.
Αριστερά μου η θάλασσα και τα καράβια με τα containers και δίπλα οι τεράστιοι γερανοί της Cosco που έμοιαζαν με πυκνό δάσος και φαίνονταν σαν να περίμεναν να τ' αρπάξουν σαν σιδερένιοι γυπαετοί για το τελευταίο τους ταξίδι προς τις αγορές του κόσμου.
Αυτές οι παραστάσεις με συνόδευσαν μέχρι να φθάσω στον προορισμό μου που ήταν το απέριττο ταβερνάκι του νεαρού άνεργου μηχανικού σκαφών, του Αντώνη Βασάλου από το Ρέθυμνο, που μέσα στο εικοσιτετράωρο του προλάβαινε, μαζί με την χαριτωμένη σύντροφο του να φέρνει βόλτα την μικρή του επιχείρηση αλλά και να διδάσκει την μεγάλη του αγάπη: Tους χoρούς της ιδιαίτερης Πατρίδας του όπως τον Πεντοζάλη και τους άλλους χoρούς της Κρήτης με τόση χάρη και λεβεντιά, όταν κόπαζε η δουλειά!
Το σκηνικό εκεί ήταν: Το λιμανάκι στα πόδια μας με δεκάδες βαρκούλες και σκαφάκια ερασιτεχνών ψαράδων. Πιο πέρα δυο μικρά Καρνάγια έτοιμα για το πινέλο κάποιου μερακλή ζωγράφου που θα ανακάλυπτε την κρυφή ομορφιά τους.
Λαδόχαρτο στο τραπέζι που έτριζε στο πέρασμα της απαλής Τραμουντάνας που ερχόταν από το Αιγάλεω δίπλα και φόβιζε τις γατούλες που στριμώχνονταν δειλά κάτω απ' το τραπεζάκι μας περιμένοντας μήπως τους τύχει κανένας αναπάντεχος μεζές!
Όσο για την κοσμική κίνηση, στο διπλανό τραπεζάκι μαζεύτηκαν σιγά-σιγά μια παρεούλα ψαράδων για τα πρωινά τους ψαρευτικά κατορθώματα, αφήνοντας στην άκρη όλους τους πολιτικούς μας να τσακώνονται για το ποίος θα σώσει πρώτος τούτον τον έρμο τόπο.
Άθελα μου άκουγα να διηγούνται φωναχτά τις μικρές θαλασσινές χαρές και αγωνίες τους να ξεδιπλώνονται χαριτωμένα πάνω σ' ένα κατοσταράκι και το μεζέ που ετοίμασε ο Αντώνης για τους φίλους και τακτικούς του πελάτες όπως μου φάνηκαν.
Και να τα γέλια και τα πειράγματα για το πως «την έκανε» το πονηρό χταπόδι στα πιο βαθιά για να γλιτώσει την κατσαρόλα και πως η «γλώσσα» νόμιζε πως κρύφτηκε κάτω από την άμμο ενώ την προδώσανε τα μάτια της και πήρε τελικά το δρόμο για το τηγάνι και το φρέσκο βούτυρο!
Η κουβέντα των απλών αυτών και ωραίων ανθρώπων κράτησε μέχρι αργά το μεσημέρι μέσα σ' ένα πλαίσιο πολύ μακριά από τα οικονομικά και την πολιτική.
Είχαν από νωρίς παραδοθεί στο δικό τους περιφραγμένο παράδεισο και είχαν έτσι κατορθώσει να δραπετεύσουν από τον τυραννικό κλοιό των όσων ασυνειδήτων κυνηγών της «καρέκλας» και της «εξουσίας» μας κρατούν μόνιμα καθηλωμένους μέσα στο δικό τους ιδιοτελές λούκι.
Κοντά λοιπόν με τους απελευθερωμένους αυτούς ψαράδες του Σαρωνικού, αισθάνθηκα και εγώ εκείνο το πρωινό, το πόσο μου είχε λείψει αυτή η φυγή στην ηρεμία και τη χαρά των ολίγων ίσως στιγμών της ζωής μας που όταν είσαι τυχερός η όταν το θέλεις πολύ και το' χεις ανάγκη, το βρίσκεις κάτω από τα χαλάσματα της λαβωμένης κοινωνίας μας.
Εγώ λεω λοιπόν να ξανακατέβω σύντομα στο Πέραμα, στο ταβερνάκι του Αντώνη, για να ξανασυναντήσω τους γελαστούς αυτούς ψαράδες και τούτη τη φορά να τους παρακαλέσω να καθίσω στο ίδιο τραπεζάκι μαζί τους.
{jcomments on}