Ο κ. Γ. Σιομπότης, φίλος δάσκαλος από τα Γιάννενα, έλαβε ένα χαρακτηριστικό κείμενο από το Ισραήλ, από τις αναμνήσεις του παλιού Γιαννιώτη κ. Γιακώβ Βεχορόπουλου, το οποίο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Πρωϊνός Λόγος» των Ιωαννίνων, στις 25 Οκτωβρίου 2016 και αφορά τον ήρωα Συν/ρχη Φριζή, που σκοτώθηκε από τους πρώτους κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, στις 5 Δεκεμβρίου του 1940. Είναι μία αφήγηση συγκινητική.
Πήρα την άδεια από τον κ. Σιομπότη να το αναδημοσιεύσω όπου νομίζω. Τώρα που κλείνουν 76 χρόνια από τον ηρωϊκό θάνατο του Συν/ρχη Φριζή, σκέφτηκα ότι θα είναι «επίκαιρο» να δει το φως της δημοσιότητας και αλλού, ως ένα τιμητικό Μνημόσυνο στο μνήμη αυτού του τέκνου της Ελλάδας μας.
Το κείμενο αυτό είναι:
«Μια Φορά κι έναν Καιρό» αρχίζουν οι αναμνήσεις του κ. Βεχορόπουλου, «τότε όταν ήμουν εννιάχρονο ή δεκάχρονο αγόρι της ηλικίας μου. Από τότε συμπαθώ αυτούς που δεν μπορούν να ζουν άνετα κι ήθελα να τους βοηθήσω με κάθε τρόπο, όπως να τους μοιράζω καλούδια που έφερνα από το σπίτι μου κλπ.
Οι γονείς και αδέλφια μου δεν συμφωνούσαν μαζί μου, αλλά κατά βάθος έκαναν πως δεν ακούν και δεν βλέπουν. Κι έτσι, ένα καλοκαιρινό μεσημέρι, κατόρθωσα να «σπάσω τα δεσμά» και να φύγω κρυφά για ν’ ανταμώσω τα τρία-τέσσερα άλλη μέλη της συμμορίας μας και μαζί να βγοούμε στην εκστρατεία μας, της οποίας ο σκοπός ήταν να επισκεφθούμε κάποιον κήπο ή μπουστάνι που είχε οπωροφόρα δέντρα. Αυτή τη φορά, τον κήπο των σπιτιών στο τέλος σχεδόν της οδού Κουντουριώτη.
Μπήκαμε σιγά και κρυφά ένας-ένας, σκαρφαλώνοντας τον μισόκτιστο τείχο ύψος 1 μέτρου και απάνω του σιδερένιο φράχτη με ψηλές βέργες, που στην άκρη τους είχαν αιχμή. Κιγκλιδώματα φοβερά. Περικυκλώσαμε την κουμπλιά, όταν έξαφνα ακούσαμε μια βροντερή φωνή από το παράθυρο του επάνω πατώματος. «Παλιόπαιδα φύγετε αμέσως απ’ εδώ!»
Όλοι μας τρέξαμε να φύγουμε, όλοι τα κατάφεραν να περάσουν το σιδερένιο φράχτη, μόνο εγώ ο τελευταίος δεν τα κατάφερα. Ήμουν σχεδόν στην κορυφή του φράχτη, οπότε το αριστερό μου πόδι από μέσα γλύστρισε και παρά λίγο να πέσω μπρούμυτα κοντά στο φράχτη.
Αλλά για καλή μου τύχη, οι τιράντες του παντελονιού μου «πιάστηκαν στην αιχμή της σιδερένιας βέργας» κι έμεινα κρεμασμένος και έτοιμος να πέσω. Κάθε δευτερόλε-πτο μου φαινόταν χρόνος μένοντας έτσι…..μεταξύ γης και ουρανού…
Οπότε διέκρινα πως κάποιος έρχεται με τετράποδη σκάλα. Δεν κατάλαβα τι μου έλεγε από μακρυά, ήμουν βέβαιος πως θα μου τις «βρέξει»….Αλλά αυτός ο καλός άνθρωπος, έστησε τη σκάλα, ανέβηκε δυο σκαλιά, άπλωσε τα μπρά-τσα του, με σήκωσε λίγο κρατώντας με από τη μέση και με προσγείωση.
Τότε διέκρινα πως ήταν κίτρινος στο πρόσωπό του περισσότερο από μένα. Μου είπε: «Ησύχασε αγόρι, μη φοβάσαι». Μάζεψε τα κορόμηλα που μου είχαν χυθεί από το πουκάμισό μου, μου τα έδωσε ξανά κι όταν άνοιξε την πόρτα του κήπου για να βγω, μου είπε: «Πήγαινε αγόρι στη μάνα σου, πες της πολλά ευχαριστώ που έραψε καλά τις τιράντες και τα κουμπιά στο παντελόνι σου και να της υποσχεθείς πως δεν θα ξανακάνεις αυτό που έκανες σήμερα εδώ».
Η μάνα μου θέλησε να πάει να τον ευχαριστήσει. Από τη γειτόνισσά του έμαθε πως ήταν μεγάλος αξιωματικός, που κάθε πρωί ο ιπποκόμος του έφερνε το ωραίο άλογό του. Αργότερα μάθαμε πως νοίκιασε το σπίτι αυτό πριν από δύο εβδομάδες και πως λεγόταν Μορδεχάι Φριζής.
Κάθε 25η Μαρτίου στεκόμουν στην πρώτη σειρά των θεατών στην παρέλαση του Στρατού στην πλατεία και στους ήχους του εμβατηρίου «Περνάει ο στρατός, της Ελλάδος φρουρός…» προηγείτο ο Συνταγματάρχης Φριζής και πίσω του ολόκληρη η μεραρχία.
Κι εγώ χαιρόμουν ιδιαίτερα που ο καλός άνθρωπος που με κατέβασε από την κρεμάλα, μου χάιδεψε το κεφάλι και μ’έστειλε στη μάνα μου, ήταν αυτός που τον καμαρώναμε στις παρελάσεις μέχρι το 1940.
Ήρθε ο πόλεμος και ο Μορδεχάι Φριζής νίκησε τους μακαρονάδες, ως τη στιγμή που σκοτώθηκε και τον έκλαψα, όπως πολλοί Γιαννιώτες.
Τελειώνω, νομίζοντας πως είμαι και για πάντα θα είμαι υπερήφανος και αγαπητός του Μορδεχάι, για τους τρεις λόγους:
-Ότι ήταν Έλληνας ήρωας πολέμου
-Ότι ήταν Εβραίος
-Ότι ήταν τύχη μου και τιμή μου που με κράτησε ψηλά στα μπράτσα του».
{jcomments on}