H συζήτηση ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του ’70 από τον δύο φορές βραβευμένο με Νομπέλ Αμερικανό χημικό Λάινους Πόλινγκ (Χημείας το 1954 και Ειρήνης το 1962), ο οποίος υποστήριξε ότι η βιταμίνη C είναι κάτι σαν πανάκεια διά πάσαν νόσο: όταν λαμβάνεται σε μεγάλες ποσότητες μπορεί να προστατεύσει την υγεία μας από μία σειρά απειλών – από το κοινό κρυολόγημα και το έμφραγμα μέχρι τον καρκίνο.
Ο ίδιος, μάλιστα, άρχισε τότε να καταναλώνει 3 γραμμάρια ημερησίως (η συνιστώμενη δόση σήμερα είναι 90 mg για τους άνδρες και 75 mg για τις γυναίκες). Και όταν η σύζυγός του, Εϊβα-Ελεν, διαγνώστηκε με καρκίνο του στομάχου, δεν την άφησε να υποβληθεί σε χημειοθεραπείες, πιστεύοντας ότι θα τη θεράπευε ο ίδιος βομβαρδίζοντάς τη με βιταμίνη C, με ποσότητες που έφταναν τα 10 γραμμάρια την ημέρα.
Η κ. Πόλινγκ έφυγε τελικά από τη ζωή λίγα χρόνια μετά. Κάποιοι επιστήμονες, μάλιστα, υποστήριξαν ότι ενδεχομένως το «φάρμακο» του συζύγου της να επέσπευσε τον θάνατό της.
Και μολονότι πολλές έρευνες που έγιναν αργότερα – όπως αυτές της Mayo Clinic – έδειξαν ότι, δυστυχώς, η βιταμίνη C δεν σώζει από τον καρκίνο, η ζημιά είχε ήδη γίνει.
Η «κουλτούρα» της υπέρ-δοσολογίας των βιταμινών είχε εξαπλωθεί. Πόσοι από εμάς έχουμε βγει από το φαρμακείο έχοντας αγοράσει κάμποσα πολύ-βιταμινούχα σκευάσματα θεωρώντας ότι έτσι θα… ισοφαρίσουμε για την κακή διατροφή μας, για το κάπνισμα ή για την έλλειψη άσκησης; Ελάχιστοι δεν το έχουν κάνει. Οι αριθμοί άλλωστε είναι αψευδείς μάρτυρες.
Υπερκατανάλωση
Ο παγκόσμιος τζίρος της αγοράς βιταμινών υπολογίζεται σε 200 δισ. δολάρια για το 2018 και αναμένεται να έχει ξεπεράσει τα 270 δισ. μέχρι το 2025. Περισσότεροι από τους μισούς Αμερικανούς καταναλώνουν σε καθημερινή βάση συμπληρώματα βιταμινών – το 29% από αυτούς λαμβάνει τέσσερα ή και περισσότερα διαφορετικά είδη – συνολικής αξίας άνω των 30 δισ. δολαρίων.
Έχει αυτό αποδώσει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα; Μάλλον όχι. Το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των Ηνωμένων Πολιτειών έχει από το 1999 ξοδέψει περισσότερα από 2,4 δισ. δολάρια στην έρευνα των βιταμινών και των μεταλλικών στοιχείων.
Αλλά, όπως δήλωσε πρόσφατα στους New York Times ο διευθυντής του τμήματος Πρόληψης Καρκίνου, «παρά την τόσο μεγάλη έρευνα που κάναμε, δεν έχουμε και πολλά να πούμε επί του θέματος»…….
Βιταμίνη. Συνθετικό των λατινικών λέξεων vita (ζωή) και amine (αμίνη) – επειδή ο Πολωνός χημικός Κάζιμιρ Φουνκ, ο οποίος έπλασε τον όρο, είχε την πεποίθηση ότι όλες αυτές οι οργανικές ενώσεις είναι αμίνες. Ως προς το vita, πάντως, πρέπει να παραδεχθούμε ότι ο Φουνκ είχε απόλυτο δίκιο.
Χωρίς βιταμίνες δεν υπάρχει ζωή. Ποιος όμως είναι ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος πρόσληψής τους; Πώς απορροφούνται καλύτερα από τον οργανισμό μας; Πότε μας βοηθούν πραγματικά; Ποιοι μύθοι τις ακολουθούν και μας παραπλανούν;
Απευθύναμε αυτά τα ερωτήματα σε δύο επιστήμονες: τον Λεωνίδα Ντούντα, καθηγητή Παθολογίας & Ενδοκρινολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ulm, στη Γερμανία, και επιστημονικό συνεργάτη στη Μονάδα Ενδοκρινολογίας και Μεταβολισμού του Ευγενίδειου Θεραπευτηρίου, και στον Αντώνη Ζαμπέλα, καθηγητή Διατροφής του Ανθρώπου στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Αντώνης Ζαμπέλας, καθηγητής Διατροφής του Ανθρώπου στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
«Οι βιταμίνες είναι απαραίτητες για τη ρύθμιση αμέτρητων βιοχημικών αντιδράσεων του οργανισμού», λέει ο Λεωνίδας Ντούντας. «Αλλά πρέπει να κατανοήσουμε ότι η καλύτερη απορρόφησή τους γίνεται μέσω της διατροφής, καθώς ο μεταβολισμός των βιταμινών και η διάσπαση των διαφόρων μικροστοιχείων ή μακρό-στοιχείων που περιέχουν οι τροφές εξαρτώνται από τη σύνθεση κάθε τροφής, την αποτελεσματικότητα διαφόρων ενζύμων, το γαστρικό περιβάλλον, αλκαλικό ή όξινο, από φλεγμονές και άλλους παράγοντες».
Τροφές, ναι, αλλά τι είδους; Πράγματι, μια μέτρια ντομάτα καλύπτει το 28% των ημερήσιων αναγκών μας σε βιταμίνη C και περιέχει λυκοπένιο, ένα ισχυρότατο αντιοξειδωτικό, που προστατεύει, μεταξύ άλλων, από τον καρκίνο του προστάτη και του πεπτικού συστήματος. Αυτό όμως φαίνεται πως ισχύει υπό προϋποθέσεις.
«Η ποιοτική έκπτωση των τροφών τις κάνει φτωχές όχι μόνο σε γεύση αλλά και σε διατροφική αξία», επιβεβαιώνει ο κ. Ντούντας. «Τα λαχανικά εκτός εποχής τα οποία καλλιεργούνται σε θερμοκήπια εκτίθενται και σε μεγάλες δόσεις φυτοφαρμάκων και δεν έχουν τα θρεπτικά συστατικά – και φυσικά τις βιταμίνες – που φτάνουν στο πιάτο μας από τις ανοιχτές καλλιέργειες και κυρίως τις βιολογικές».
Είναι προφανές ότι με κανέναν τρόπο δεν μπορούν να χωρέσουν σε ένα χάπι οι ευεργετικές ιδιότητες των ποιοτικών τροφών, και δη των φρούτων και των λαχανικών. Επίσης είναι μύθος ότι οι βιταμίνες είναι ακίνδυνες, σε οποιεσδήποτε ποσότητες κι αν τις προσλαμβάνουμε.
Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε πριν από λίγους μήνες στην Επιθεώρηση του Αμερικανικού Κολεγίου Καρδιολογίας, τα πολύ υψηλά επίπεδα νιασίνης (Β3) και αντιοξειδωτικών (βιταμινών A, C και Ε) σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο θανάτου από διάφορα νοσήματα.
Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν και αντίστοιχες μελέτες της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Η επιστημονική κοινότητα προειδοποιεί: οι βιταμίνες δεν είναι πάντα αθώες. Ας αρχίσουμε να τις αντιμετωπίζουμε όπως τα φάρμακα. Ας θυμόμαστε ότι έχουν και παρενέργειες…
Το αίνιγμα της πολύτιμης D και ο «τροφοδότης» ήλιος
Συμβάλλει στην υγεία του μυοσκελετικού μας συστήματος, στην αντιμετώπιση των φλεγμονών, στη ρύθμιση και ενδυνάμωση του ανοσοποιητικού συστήματος, στην ανάπτυξη των κυττάρων και στη ρύθμιση του μεταβολισμού.
Μειώνει τον κίδυνο για εμφάνιση διαβήτη, καρδιοπαθειών, καρκίνου και κάποιων αυτοάνοσων. Μέχρι και ως όπλο στη μάχη κατά της κατάθλιψης μπορεί να λειτουργήσει.
Αυτά είναι μερικά από τα οφέλη της D, της «βιταμίνης του ήλιου», όπως λέγεται, γιατί ο οργανισμός μας την προσλαμβάνει κυρίως μέσω της σύνθεσής της στο δέρμα μας, με την επίδραση της υπεριώδους ηλιακής ακτινοβολίας. Μικρή ποσότητα μόνο προσλαμβάνεται από τις τροφές, περίπου 10%.
To παράδοξο
Εμείς ζούμε σε μία από τις πιο ηλιόλουστες χώρες στον κόσμο. Κι όμως, έχουμε έλλειψη βιταμίνης D: πρόσφατες επιδημιολογικές έρευνες καταδεικνύουν ότι σχεδόν 7 στους 10 Έλληνες εμφανίζουν ανεπάρκεια της πολύτιμης «βιταμίνης του ήλιου» – ποσοστά υψηλότερα και από τις…….ανήλιαγες σκανδιναβικές χώρες.
Γι’ αυτό υπάρχει εξήγηση: οι κάτοικοι της Βόρειας Ευρώπης καταναλώνουν μεγαλύτερες ποσότητες λιπαρών ψαριών, πλούσιων σε βιταμίνη D. Αντίθετα, στην Ελλάδα, κύρια πηγή λιπαρών είναι το ελαιόλαδο, το οποίο περιέχει μικρότερη ποσότητά της.
Λεωνίδας Ντούντας, καθηγητής Παθολογίας και Ενδοκρινολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ulm.
Βέβαια, το πρόβλημα δεν είναι ελληνικό, αλλά παγκόσμιο. Υπολογίζεται ότι από ανεπάρκεια D πάσχουν περισσότεροι από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι σε όλο τον πλανήτη, ιδιαίτερα μεγαλύτερων ηλικιών.
Κι αυτό γιατί όσο μεγαλώνουμε, τόσο μεγαλώνει και η έλλειψή της, αφού η ικανότητα παραγωγής της D από τον οργανισμό μας είναι αντιστρόφως ανάλογη της ηλικίας μας. Τι συνιστούν οι γιατροί; Κυρίως έκθεση στον ήλιο, αλλά χωρίς αντηλιακό.
Έστω 10-15 λεπτά, τρεις φορές την εβδομάδα, αρκούν για να μας παράσχουν επαρκή ποσότητα βιταμίνης D – περίπου το 90% αυτής που χρειαζόμαστε. Κι αν οι ανάγκες του οργανισμού μας δεν καλύπτονται, ο γιατρός μας θα αποφασίσει τη χορήγησή της μέσω συμπληρωμάτων.
Ανησυχητικά συμπεράσματα για τις διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων
Η κατάχρηση του…….καλού μπορεί να μας κάνει κακό, επιβεβαιώνει ο Λεωνίδας Ντούντας.
«Η C, για παράδειγμα, μολονότι είναι υδατοδιαλυτή (δηλαδή δεν αποθηκεύεται στον οργανισμό και αποβάλλεται μέσω των ούρων), μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία κρυστάλλων στα νεφρά σε άτομα με προδιάθεση και ελλιπή ενυδάτωση.
Η υπερβολική πρόσληψη της D, που είναι λιποδιαλυτή, ενδέχεται να προκαλέσει υπεραπορρόφηση του ασβεστίου και επιζήμια εναπόθεσή του στην καρδιά, στα αγγεία και στα νεφρά.
Ένα ακόμα παράδειγμα: το φυλλικό οξύ είναι απαραίτητο για την ανάπτυξη των κυττάρων και του μεταβολισμού, ειδικά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, γιατί προστατεύει σημαντικά από γενετικές ανωμαλίες του εγκεφάλου και της σπονδυλικής στήλης του εμβρύου (δισχιδής ράχη και ανεγκεφαλία).
Αλλά με διαρκή παρακολούθηση των επιπέδων του στον ορό. Αν τα επίπεδά του είναι πολύ αυξημένα, μπορεί να «κρύψουν», να επικαλύψουν τη βιταμίνη Β12, που είναι απαραίτητη για το νευρικό σύστημα, την αιμοποίηση, τη σύνθεση των νουκλεοπρωτεϊνών, αλλά και για τη μείωση της ομοκυστεΐνης και τη βελτίωση της μνήμης», εξηγεί.
Και επισημαίνει ότι «η βιταμίνη C, ενισχυτής του ανοσοποιητικού μας συστήματος και με ισχυρές αντιοξειδωτικές ιδιότητες, λαμβάνεται κατά προτίμηση σε ταμπλέτες βραδείας αποδέσμευσης, και όχι αναβράζοντα δισκία, γιατί έτσι χαρακτηρίζεται από καλύτερη βιοκινητική, ενώ η βιταμίνη D συνιστάται συνήθως σε δοσολογία 1. 200 U/ημερησίως, σύμφωνα με τον ασθενή, την ηλικία του, το περιβάλλον του, τον βαθμό έλλειψης της βιταμίνης και της συννοσηρότητας».
«Οι λιποδιαλυτές βιταμίνες – Α, D, Ε, Κ – επειδή δεν αποβάλλονται εύκολα και συσσωρεύονται στο συκώτι, ενδεχομένως να προκαλέσουν τοξικότητα και σοβαρές παρενέργειες σε περίπτωση κατάχρησής τους. Η Κ, για παράδειγμα, παίζει σημαντικό ρόλο στην πήξη του αίματος. Αν όμως τα επίπεδά της είναι υπερβολικά υψηλά, μπορεί να οδηγήσει σε θρομβώσεις», συμπληρώνει ο καθηγητής Διατροφής του Ανθρώπου Αντώνης Ζαμπέλας.
Το να παίρνουμε, λοιπόν, μεγάλες ποσότητες βιταμινών και μεταλλικών στοιχείων είναι από ανώφελο έως και επικίνδυνο. Σίγουρα κάποιες πληθυσμιακές ομάδες χρειάζονται βιταμινούχα συμπληρώματα – γυναίκες σε εμμηνόπαυση και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ηλικιωμένοι, άτομα με χρόνια νοσήματα και ασθενές ανοσοποιητικό σύστημα – αλλά σε κάθε περίπτωση ο γιατρός μας, έπειτα από εξετάσεις αίματος, θα μας πει τι ακριβώς χρειαζόμαστε.
Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι μια σωστή, ισορροπημένη διατροφή. Πόσο καλά τρεφόμαστε όμως οι Έλληνες;
Μελέτη-καμπανάκι
Ο Αντώνης Ζαμπέλας ήταν επιστημονικός υπεύθυνος μιας Πανελλαδικής Μελέτης Διατροφής και Υγείας που διεξήχθη σε δείγμα 4.600 ατόμων διαφόρων ηλικιών. Οι συμμετέχοντες (εθελοντές όλοι) συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια που αφορούσαν τις διατροφικές συνήθειες, τα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά και το ιατρικό ιστορικό τους.
Επίσης υπεβλήθησαν σε μέτρηση του βάρους και του ύψους τους και έκαναν εξετάσεις αίματος (βιοχημικό, ανοσολογικό, αιματολογικό προσδιορισμό και μέτρηση βαρέων μετάλλων στο αίμα τους).
Τα αποτελέσματα, που δημοσιοποιήθηκαν πριν από λίγους μήνες, δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά. «Είδαμε ότι ο ελληνικός πληθυσμός καταναλώνει τροφές που του προσδίδουν κυρίως λίπος: ζωικά προϊόντα, δηλαδή, όπως το κόκκινο κρέας και τα παράγωγά του, που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης χρόνιων νοσημάτων, όπως τα καρδιαγγειακά, ο διαβήτης, η υπέρταση και κάποιοι τύποι καρκίνου.
Από την άλλη, παρατηρήσαμε χαμηλές προσλήψεις για ορισμένες βιταμίνες όπως η D, η Ε και το φυλλικό οξύ αλλά και για το ασβέστιο και το κάλιο, ενώ οι περισσότερες γυναίκες είχαν, επιπλέον, χαμηλή πρόσληψη σιδήρου.
Αντίθετα, η πρόσληψη νατρίου, το οποίο είναι συστατικό του αλατιού, ήταν ιδιαίτερα υψηλή για ένα σημαντικό ποσοστό των συμμετεχόντων. Κι αυτός ο παράγων αυξάνει τον κίνδυνο υπέρτασης», λέει ο κ. Ζαμπέλας.
Τι φταίει; «Οι Έλληνες επιλέγουν ολοένα και περισσότερο έτοιμα γεύματα, η οικογένεια δεν τρώει συχνά μαζί, τα παιδιά δεν εμπλέκονται στην προετοιμασία του φαγητού – μερικές φορές δεν βλέπουν ποτέ τους γονείς τους να το παρασκευάζουν.
Και για να αποκτήσει κανείς ισορροπημένες διατροφικές συνήθειες, πρέπει να συνδεθεί με το φαγητό, να έχει μνήμες», συνεχίζει ο κ. Ζαμπέλας. Υπάρχει λύση; «Θα πω το αυτονόητο: να τρώμε πολλά φρούτα και λαχανικά και ελάχιστο κρέας.
Η πιο ευεργετική πρόσληψη βιταμινών γίνεται με τις διατροφικές προσλήψεις. Κι αν δεν υπάρχουν τροφές που να είναι καλές πηγές κάποιας βιταμίνης, ας προτιμήσουμε ένα εμπλουτισμένο μ’ αυτήν τρόφιμο – κάτι που είναι πολύ σύνηθες στο εξωτερικό – και όχι ένα χάπι».