Τις τελευταίες ημέρες δυο αντίθετες ανακοινώσεις, η πρώτη της Ενώσεως Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ) και η δεύτερη της Ενώσεως Εισαγγελέων Ελλάδος (ΕΕΕ) έχουν δημιουργήσει σύγχυση στο κοινό για το τι συνιστά παρέμβαση σε δικαστή και εάν είναι θεμιτή ή όχι.
Το ιστορικό έχει ως εξής.
Σε ανακοίνωση του δ.σ. της ΕΔΕ αναφέρεται ότι ο Μ. Σαλμάς, βουλευτής της Ν.Δ. και τέως υπουργός τηλεφώνησε στο γραφείο του κ. Σεβαστίδη, προέδρου της ΕΔΕ και ποινικού τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών και ζήτησε, με κόσμιο τρόπο, να πληροφορηθεί για την πορεία ποινικής του υπόθεσης, όπως και ότι αυτό αποτελεί ανεπίτρεπτη παρέμβαση στο έργο του δικαστή.
Αντίθετα, η ανακοίνωση του δ.σ. της ΕΕΕ με επίκληση σε ρητή διάταξη του ΚΠΔ διευκρινίζει ότι δεν αποτελεί παρέμβαση στο δικαστικό έργο διότι είναι δικαίωμα κάθε πολίτη να πληροφορείται την πορεία της ποινικής του υπόθεσης, θέση με την οποία συντάσσομαι.
Φυσικά, δεν πρόκειται για εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των δύο δικαστικών ενώσεων, αλλά ούτε το θέμα είναι τόσο ασήμαντο όσο φαίνεται από πρώτη άποψη.
Κι αυτό διότι δείχνει την νοοτροπία κάποιων δικαστών ως προς τη διαχείριση της επικοινωνίας με τους πολίτες που ελπίζω να μην εξελιχθεί σε αυτό που διεθνώς αποκαλείται «the insolence of office», δηλαδή η αυθάδεια του αξιώματoς, που ήταν χαρακτηριστικό των δικαστών παλαιών γενεών κυρίως επαρχιακών δικαστηρίων, που έκαναν παρέα μεταξύ τους και δεν μιλούσαν δημόσια σε κανένα από το φόβο μήπως παρεξηγηθούν.
Δεν γνωρίζω τον κ. Σεβαστίδη, ούτε τη στιχομυθία του με τον κ. Σαλμά, που ο ίδιος παραδέχεται, ότι ήταν κόσμια. Απορώ, όμως, με την ανακοίνωση του δ.σ. της ΕΔΕ που ασχολήθηκε με το ζήτημα αυτό εκτός εάν ήθελε να οριοθετήσει τα όρια της παρέμβασης σε δικαστή.
Επίσης, δεν γνωρίζω εάν η απόφαση ήταν ομόφωνη ή υπήρξε μειοψηφία και ποία η γνώμη της. Γεγονός όμως, είναι ότι η ΕΔΕ δεν μας έχει συνηθίσει σε ανακοινώσεις σε τέτοιου είδους θέματα, ενώ υπάρχουν για τη δικαιοσύνη πιο επείγοντα θέματα, όπως οι τροποποιήσεις στο νέο Ποινικό Κώδικα που συζητείται στην Ολομέλεια της Βουλής.
Κάποια από αυτά η ΕΔΕ δεν τα έχει επισημάνει, όπως:
α) η κατάργηση του αξιοποίνου της ελαφριάς παραβατικής συμπεριφοράς (πταίσμα) που είναι βέβαιο ότι θα επιφέρει κοινωνικές εντάσεις και η εντεύθεν αχρήστευση των πταισματοδικών που είναι και μέλη της ως δικαστών και η χρησιμοποίηση τους μόνο σε προανακριτικές πράξεις,
β) η κατάργηση της μετατροπής των ποινών σε χρήμα, που θα έχει ως συνέπεια τον εγκλεισμό στις φυλακές για καταδίκες σε μικρές ποινές,
γ) την κατάργηση του άρθρου 232Α του προϊσχύοντος Π.Κ., που καθιστά τις προσωρινές δικαστικές διαταγές μη αξιόποινες και συνεπώς χωρίς καμία πρακτική αξία.
Η ταπεινή μου γνώμη από την πολυετή μου διακονία στη δικαιοσύνη είναι ότι παρέμβαση στο δικαστικό έργο υπάρχει μόνον όταν ανώτερος δικαστικός λειτουργός ή πρόσωπο, που ασκεί ανώτερη δημόσια εξουσία παρεμβαίνει στο δικαστικό λειτουργό, προσπαθώντας να επηρεάσει τον δικαστικό λειτουργό στην εύορκο και κατά συνείδηση εκτέλεση του δικαστικού του καθήκοντος.
Κλασική περίπτωση η παρέμβαση του Εισαγγελέα του Α.Π. Κόλλια στην ανάκριση για τη δολοφονία Λαμπράκη. Σαφώς μπορεί να υπάρχουν φιλικές παρεμβάσεις μεταξύ συναδέλφων ή συγγενικών προσώπων, αλλά δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τέτοιες περιπτώσεις.
Πιστεύω όμως, ότι υπάρχει παρέμβαση, όταν γίνει αποδεκτή από τον λήπτη που φαίνεται από το αποτέλεσμα της δίκης.
Συνήθως οι παρεμβάσεις γίνονται υπό τον όρο της αμοιβαιότητας και υπό τον τύπο «σε παρακαλώ πρόσεξε την υπόθεση» με τη σωστή απάντηση να είναι «προσέχω όλες τις υποθέσεις».
Επομένως για να σταματήσουν ο παρεμβάσεις μεταξύ συναδέλφων, εάν γίνονται, κάποιος πρέπει να κάνει την αρχή. Στο παρελθόν, όταν μετείχα στο πειθαρχικό συμβούλιο του Α.Π. είχαμε δικάσει τέτοιες υποθέσεις, αλλά το αποτέλεσμα λόγω του απορρήτου της πειθαρχικής διαδικασίας δεν είναι ανακοινώσιμο, δεν γνωρίζω, όμως τι συμβαίνει τώρα.
Συμπερασματικά πρέπει να αποφεύγονται τέτοιου είδους παρεμβάσεις και να αφήσουμε τη δικαιοσύνη να λύσει μόνη τα προβλήματα της.
* Ο κ. Ρακιντζής είναι Αρεοπαγίτης ε.τ., πρώην Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης.