Στο τελευταίο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ το ζήτημα που ποτέ δεν ετέθη, αλλά αιωρείτο στην ατμόσφαιρα, ήταν εάν θα παραμείνει κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ή θα μετεξελιχθεί σε μία παράταξη που θα εκφράζει και την Κεντροαριστερά. Επισήμως, το ζήτημα δεν τίθεται με αυτά τα λόγια.
Το Μαξίμου μιλάει για πολιτικό άνοιγμα, με σκοπό αφ’ ενός να προσδεθούν οριστικά στον ΣΥΡΙΖΑ οι άλλοτε ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ που το 2015 τον ψήφισαν, αφ’ ετέρου να ρυμουλκηθούν στο άρμα του Τσίπρα πολιτικά στελέχη που έχουν συνδέσει το όνομά του με το ΠΑΣΟΚ ή και παραμένουν ενεργά στελέχη του διάδοχου ΚΙΝΑΛ.
Το πρωθυπουργικό επιτελείο εκτιμάει σωστά ότι το κόμμα της Γεννηματά δεν μπορεί να επανασυσπειρώσει τους ψηφοφόρους που έφυγαν. Επ’ αυτού, οι δημοσκοπήσεις δεν αφήνουν καμία αμφιβολία.
Οι δε διεργασίες για την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς έχουν καταρρεύσει πλήρως, αν και ποτέ δεν έδειξαν ότι μπορούν στο εκλογικό επίπεδο να μετατρέψουν το ΚΙΝΑΛ στον αντίπαλο πόλο της ΝΔ.
Ο βασικός λόγος είναι ότι το ΚΙΝΑΛ έχει απαξιωθεί και ιδεολογικά και πολιτικά και ηθικά. Ιδεολογικά, επειδή έχει πλέον (νεο)φιλελεύθερο ιδεολογικό πρόσημο, γεγονός που το φέρνει πολιτικά κοντά στη ΝΔ και το μετατρέπει δυνάμει σε συμπλήρωμά της.
Αυτό τουλάχιστον νοιώθει η πτέρυγα του κόμματος, η οποία χαρακτηρίζεται από αντί-ΣΥΡΙΖΑ αντανακλαστικά.
Από την άλλη πλευρά, όμως, υπάρχει η άλλη πτέρυγα, στην οποία κυριαρχεί το αντιδεξιό σύνδρομο. Γι’ αυτό και αποκλείει το ενδεχόμενο να συνεργαστεί μετεκλογικά με τον Μητσοτάκη για τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Αυτή η πτέρυγα κοιτάζει προς τον Τσίπρα, επιδιώκοντας ένα διάλογο και μία προσέγγιση μαζί του. Ανάμεσά τους η Γεννηματά, η οποία προσπαθεί να ισορροπήσει, προκειμένου να διατηρήσει την ενότητα του κόμματος με σημαία την αυτόνομη πολιτική παρουσία του.
Το δίπολο Κεντροαριστερά-Κεντροδεξιά
Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι σκληρή για το άλλοτε κραταιό ΠΑΣΟΚ. Η χλωμή δημοσκοπική επίδοσή του εξ αντιδιαστολής ενισχύει τις αποκλίνουσες τάσεις, μετατρέποντας το ΚΙΝΑΛ σε έναν ιδιότυπο πολιτικό Ιανό.
Στο Μαξίμου με ευχαρίστηση παρακολουθούν την εξέλιξη αυτής της αντίφασης, προσδοκώντας να προσδέσουν στο δικό τους άρμα την πτέρυγα που προσανατολίζεται προς αυτούς, αλλά κυρίως να βγάλουν από τη μέση το ευρισκόμενο σε εμφανώς μη αντιστρέψιμη παρακμή ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.
Με τον τρόπο αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο θα εδραιωθεί περαιτέρω ως ο αναμφισβήτητος αντίπαλος προς τη ΝΔ πόλος, αλλά και θα ενισχυθεί και στελεχιακά και εκλογικά, δεδομένου ότι το δίλημμα που θα τεθεί στους ψηφοφόρους θα είναι: (κεντρο)αριστερά ή (κεντρο)δεξιά, ή αλλιώς ΣΥΡΙΖΑ ή ΝΔ;
Και επειδή ένα μεγάλο κομμάτι του εκλογικού σώματος διακατέχεται από αντιδεξιά αντανακλαστικά, το κόμμα του Τσίπρα θα μονοπωλήσει πολιτικά και εκλογικά μία πλειοψηφική δεξαμενή.
Από την άλλη πλευρά, από τους κεντροαριστερούς ψηφοφόρους που από το 2012 προσανατολίστηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ, ελπίζοντας ότι θα τερματίσει τις μνημονικές πολιτικές, πολλοί έχουν πάρει αποστάσεις.
Ο λόγος που τους είχε φέρει στον ΣΥΡΙΖΑ τους απομάκρυνε από αυτόν. Εκτός αυτού, κυρίως λόγω της υπέρ-φορολόγησης, τα κεντροαριστερού προσανατολισμού μεσαία στρώματα είναι εντόνως δυσαρεστημένα. Δεν έχουν, ωστόσο, προφανή εναλλακτική λύση, από τη στιγμή που κατά κανόνα έχουν αποκλείσει την εκλογική επιστροφή τους στο ΠΑΣΟΚ.
Στο επίπεδο της οικονομίας η κυβέρνηση Τσίπρα δεν έχει περιθώρια κινήσεων και όσα έχει τα εκμεταλλεύθηκε για να πραγματοποιήσει μία επιδοματική πολιτική υπέρ των φτωχών, με σκοπό να τους μετατρέψει σε μία προνομιακή εκλογική δεξαμενή.
Γι’ αυτό και από το 2016 η έμφαση όσον αφορά τα κεντροαριστερά μεσαία στρώματα δίνεται στο πολιτικό επίπεδο. Ο Τσίπρας χρησιμοποιεί τους Πασοκογενείς σαν κράχτες και μεσολαβητές για να προσελκύσει οργανωμένες δυνάμεις της Κεντροαριστεράς κυρίως στους χώρους των συνδικάτων και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Νοοτροπία «φυλής»
Τα πολιτικά ανοίγματα που έχει ήδη δρομολογήσει το Μαξίμου προκαλούν κάποιες αντιδράσεις στους κύκλους της Κουμουνδούρου, οι οποίες, έχουν νοοτροπία «φυλής» και αντιμετωπίζουν τους πρώην πασόκους περίπου σαν παρείσακτους.
Δεν είναι, ωστόσο, ικανοί να εγείρουν σοβαρά εμπόδια. Ο Τσίπρας έχει κάνει τη στρατηγική επιλογή να μετατραπεί σε ηγέτη της ευρύτερης κεντροαριστεράς.
Παρότι στο επίπεδο της κοινωνίας υπάρχει πρόβλημα ανταπόκρισης, το Μαξίμου συνεχίζει να επιδιώκει τη μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε μία παράταξη που να καλύπτει το πολιτικό φάσμα από τη ριζοσπαστική Αριστερά μέχρι και την Κεντροαριστερά.
Όπως προανέφερα, η υπέρ-φορολόγηση και άλλες πολιτικές της κυβέρνησης απωθούν ψηφοφόρους αυτής της κατηγορίας. Από την άλλη πλευρά, όμως, η στρατηγική του Τσίπρα διευκολύνεται από το γεγονός ότι δεν υπάρχει πολιτική-εκλογική υποδοχή γι’ αυτούς.
Το πολιτικό άνοιγμα που επιχειρεί το Μαξίμου συνδέεται και με τις διεργασίες για στενότερη συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές. Είναι επιβεβαιωμένο ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία επιδιώκει να ρυμουλκήσει το κόμμα του Τσίπρα στους κόλπους της κι αυτός ανταποκρίθηκε απολύτως σ’ αυτό το φλερτ.
Αποφασιστικό ρόλο έπαιξε ότι κατανόησε νωρίς πως όσο πιο στενά συνδεθεί με τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει ο ίδιος και το κόμμα του να γίνουν αποδεκτοί και να εδραιωθούν ως μεγάλος παίκτης.
Για προφανείς λόγους, βεβαίως, επιδιώκει να εμφανίσει την κίνησή του ως προσπάθεια προσέγγισης της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας με την ευρωπαϊκή Αριστερά και όχι ως επί της ουσίας μεταπήδηση του ΣΥΡΙΖΑ από τη μία πολιτική ομάδα στην άλλη.
Όπως προείπα, στην Κουμουνδούρου είναι αρκετοί που δεν βλέπουν με καλό μάτι την ιδεολογική και πολιτική μετατόπιση του κόμματος. Ο Τσίπρας, όμως, έχει βρει τρόπο να τους χειρίζεται, βρίσκοντας μία ισορροπία μαζί τους.
Προωθεί την πολιτική του, χωρίς να συγκρούεται ευθέως μαζί τους. Το καταφέρνει κυρίως προσφέροντας σε στελέχη τους μερίδιο εξουσίας.