Ο απερχόμενος Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης μας μιλά από καρδιάς για την εντεκάχρονη θητεία του στην πρώτη γραμμή του πολέμου κατά της διαφθοράς.
Λίγες φορές ένα πρόσωπο έχει συνδεθεί σε τέτοιο βαθμό με ένα θεσμό, όπως ο Λέανδρος Ρακιντζής με το θεσμό του γενικού επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης. Αρεοπαγίτης ε.τ., διορίστηκε το Σεπτέμβριο του 2004, σε μια εποχή που – όπως σημειώνει ο ίδιος – ο έλεγχος στον δημόσιο τομέα ήταν άγνωστη λέξη και η ομερτά για τα αδικήματα των δημόσιων λειτουργών αδιάρρηκτη.
Την περασμένη Δευτέρα του ανακοινώθηκε η αντικατάστασή του. «Δεν έχω καμία πίκρα. Έκατσα έξι χρόνια παραπάνω από τη θητεία μου, δεν έχω κάνει καμιά χοντρή πατάτα, οπότε φεύγω με το κεφάλι ψηλά» λέει χαμογελώντας, λίγο πριν αποχωρήσει από το πάντα ανοιχτό για τους δημοσιογράφους γραφείο του στην οδό Κηφισίας 1. «Έντεκα χρόνια είναι πολλά, με βοήθησαν πολύ και τα μίντια, σιγά σιγά έγινε γνωστός ο θεσμός κι άρχισε ο κόσμος να λέει «θα σε πάω στον Ρακιντζή». Έγινα Γιαγκούλας, καταλάβατε;».
Δεν χάνει ποτέ το χιούμορ του. Ο χώρος γύρος μας είναι γεμάτος γελοιογραφίες, δικές του. Του ζητώ να γυρίσει έντεκα χρόνια πίσω, να θυμηθεί τις σκέψεις και τους προβληματισμούς που είχε όταν κάθισε για πρώτη φορά πίσω από αυτό το γραφείο.
«Όταν ξεκινούσα δεν ήξερα καν τι είναι όλο αυτό που πάω να κάνω, δεν γνώριζα καν ότι υπήρχε αυτή η υπηρεσία. Σιγά σιγά άρχισα να καταλαβαίνω τι χρειάζεται κι άρχισα να καταλαβαίνω τι σημαίνει έλεγχος. Διότι μέχρι τότε δεν υπήρχε στην Ελλάδα η έννοια του ελέγχου.
Υπήρχαν κάποιες υπηρεσίες ελέγχου οι οποίες ήταν αλληλένδετες αλλά δεν συνεργαζόντουσαν καθόλου μεταξύ τους και είχαμε αποσπασματικά πορίσματα που δεν ήταν υποχρεωτικά για τη διοίκηση. Τα έπαιρνε ο υπουργός, τα έβαζε στο συρτάρι. Δεν υπήρχε καν διαδικασία να ξέρουμε αν ένας υπάλληλος έχει τιμωρηθεί.
Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση υπαλλήλου που είχε στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα, άρα έπρεπε να έχει απολυθεί, και το ανακαλύψανε όταν πήρε σύνταξη! Σιγά σιγά αυτά λύθηκαν.
Είχαμε μια πολύ καλή συνεργασία επί υπουργίας Παυλόπουλου και μπορέσαμε να στελεχώσουμε την υπηρεσία, να την οργανώσουμε και να πάρουμε και το νομικό οπλοστάσιο που ήταν απαραίτητο, να γίνουν δηλαδή υποχρεωτικές οι διαπιστώσεις ενός πορίσματος για τη διοίκηση, να αναπτυχθεί το πειθαρχικό και από εκεί και πέρα να μπορώ να παρακολουθώ την ποινική διαδικασία κάθε υπόθεσης».
«Τους στόχους που είχατε βάλει τους εκπληρώσατε ή υπάρχουν πράγματα που δεν προλάβατε να ολοκληρώσετε;» ρωτάω. «Δεν βάζεις στόχους» απαντά. «Απλώς κάνεις μια διαχείριση και προσπαθείς ότι βλέπεις να το βελτιώσεις. Τι στόχο να βάλω; Να μην υπάρχει διαφθορά στην Ελλάδα; Αυτό είναι ουτοπία.
Η Ελλάδα για να φτιάξει χρειάζονται πολλά πράγματα, κυρίως χρειάζεται να φτιάξει η Δικαιοσύνη. Εκεί πάσχουμε, το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι το οικονομικό, ούτε το κοινωνικό, είναι η λειτουργία της Δικαιοσύνης. Η καθυστέρηση είναι στα όρια της αρνησιδικίας και η ποιότητα των αποφάσεων…..Ήμουν 38 χρόνια δικαστής και ορισμένες αποφάσεις δεν μπορώ να τις αιτιολογήσω».
Η ταμπέλα, η γριά και ο Μπάμπης
Ενώ συζητάμε, χτυπάει το τηλέφωνο, είναι ο πρόεδρος του ΕΟΠΠΥ. Κάτι λένε για μια ταμπέλα…..«Για να δεις τι τρελοκομείο είναι η Ελλάδα. Στο Λαϊκό Νοσοκομείο υπάρχει ένα γραφείο του ΕΟΠΠΥ που εγκρίνει τα νοσηλεία. Στην πόρτα η ταμπέλα γράφει: «ιατρός του ΕΟΠΠΥ 10:00-12:00».
Τις προάλλες ήρθε εδώ κόσμος διαμαρτυρόμενος ότι περιμένει δύο ώρες και ο γιατρός δεν εμφανίζεται. Στείλαμε λοιπόν έγγραφο στον ΕΟΠΠΥ και μόλις μίλησα με τον Διοικητή ο οποίος μου λέει: «Έχει καταργηθεί ο γιατρός, απλά δεν έχουμε βγάλει ακόμα την ταμπέλα». Μα είναι δυνατόν; Βγάλε την ταμπέλα! Γιατί να κάθεται ο κόσμος να περιμένει; Και μου λέει «ειδοποιώ τις υπηρεσίες να πάνε να τη βγάλουνε και δεν πάνε». Αυτό το χάος είναι η Ελλάδα. Στην Ελλάδα πρέπει να παλεύεις για τα αυτονόητα».
Θα μπορούσε να περιγράφει τραγελαφικά περιστατικά με τις ώρες. Δύο όμως είναι αυτά που ξεχωρίζει. «Θυμάμαι κάποτε προσπαθούσαμε να κατεδαφίσουμε μια τουαλέτα αυθαίρετη έξω από ένα σπίτι στην Πάργα, διότι μπλόκαρε το δρόμο. Κάθε μέρα, έμπαινε μέσα μια γριά και καθόταν εκεί μέχρι το βράδυ για να μην μπορούμε να την κατεδαφίσουμε.
Η τουαλέτα είναι ακόμα εκεί. Μετά, είχαμε τον Μπάμπη, έναν υπάλληλο που μάζευε τα αποκόμματα των διοδίων από το δρόμο και τα πουλούσε στους επιθεωρητές του υπουργείου Δημοσίων Έργων για να δικαιολογούσαν τα εκτός έδρας. Χωρίς να πηγαίνουν πουθενά, αποδεικνύανε ότι κάνανε επιθεωρήσεις και πληρωνόντουσαν και τα εκτός έδρας».
90% λαμόγια
Εδώ έχουμε μίζες, διεφθαρμένους πολιτικούς και τοπικούς άρχοντες, δημόσια έργα που χρυσοπληρώνονται και δεν ολοκληρώνονται ποτέ, κι εσείς συζητάτε για τον Μπάμπη; Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς.
Ο Λέανδρος Ρακιντζής όμως είναι πεπεισμένος ότι η λεγόμενη μικρή διαφθορά έχει την ίδια -αν όχι μεγαλύτερη- βαρύτητα από τη μεγάλη διαφθορά. «Η απάντηση είναι ξεκάθαρη.
Ο κλητήρας της πολεοδομίας έβγαζε περισσότερα χρήματα από το διευθυντή διότι έπαιρνε ένα πενηντάρικο τη φορά για να φέρει ένα φάκελο από το υπόγειο κι αυτό το έκανε 100 φορές. Ο διευθυντής μπορεί να έπαιρνε 5000, αλλά με κίνδυνο να διασυρθεί να πάει φυλακή.
Ο κλητήρας με το «γρηγορόσημο» δεν πάθαινε τίποτα. Άλλωστε, η μικρή διαφθορά γεννάει και τη μεγάλη, διότι διαφθείρει τους πάντες. Μια κοινωνία μπορεί να διαχειριστεί ένα 10% λαμόγια, αν όμως το 90% της κοινωνίας είναι λαμόγια, δεν γίνεται τίποτα, η μειοψηφία δεν μπορεί να κάνει τίποτα».
Θυμάται με απογοήτευση τη διάταξη του νόμου Ρουπακιώτη το 2012 που αποποινικοποιούσε την απλή παροχή σε δημόσιους λειτουργούς ως ένδειξη ευγνωμοσύνης. «Είχα επισημάνει τότε ότι ο νόμος αυτός ήταν ανασταλτικός στην καταπολέμηση της διαφθοράς διότι σήμανε ποινική ατιμωρησία της μικρής δωροδοκίας και δυσκόλεψε το έργο μας.
Βγήκα στις τηλεοράσεις, διαμαρτυρήθηκα, πίεσα, καταργήθηκε η διάταξη. Όμως όλες οι υποθέσεις είχαν μπει ήδη στο αρχείο. Αυτό συμβαίνει κάθε 10 χρόνια. Περνάει ένας νόμος περί παραγραφής και παραγράφονται πάρα πολλά αδικήματα. Ο άλλος γιατί να μην παρανομήσει; Αφού θα κάνει 8 χρόνια να δικαστεί η απόφαση, θα βγει και μια παραγραφή, θα μπει η υπόθεση στο αρχείο και δεν θα τιμωρηθεί ποτέ για την παρανομία του».
Στο μεγαλύτερο μέρος της κουβέντας, ο κύριος Ρακιντζής μιλά για πράγματα που δεν κατάφερε να κάνει. Προς το τέλος, τον ρωτώ αν υπάρχει κάτι για το οποίο νιώθει περήφανος.
«Έφερα στην Ελλάδα την έννοια της διαφθοράς, της διαπλοκής, της κακοδιοίκησης καθώς και τη αναγκαιότητα του ελέγχου. Πριν όλα αυτά ήταν θεωρητικές ιδέες. Τώρα σιγά σιγά έχουμε περάσει στην πράξη.
Φτιάξαμε ελεγκτικούς μηχανισμούς και κυρίως ο κόσμος έμαθε να καταγγέλλει. Δεν υπάρχει αυτή η ομερτά που υπήρχε παλιά. Παραμένει βεβαίως το κώλυμα της εντοπιότητας, ειδικά στην επαρχία. Δεν μπορείς να κάνεις το δικαστή, τον αστυνόμο, το χωροφύλακα στον τόπο καταγωγής σου, έχεις βαρίδια, αναγκάζεσαι να μην κάνεις καλά τη δουλειά σου.
Επιπλέον, έχεις προσέξει ότι ο κόσμος προτιμά να πηγαίνει σε δικηγόρους που είναι παιδιά δικαστών γιατί θεωρεί πώς θα έχει ευνοϊκή μεταχείριση; Έχεις σκεφτεί γιατί δεν υπάρχει περίπτωση γιατρός στο ΕΣΥ να βάλει υποψηφιότητα για δήμαρχος και να μην βγει;» με ρωτά και καταλήγει: «Όλα αυτά τα κάνει η εντοπιότητα. Σημαίνουν ότι δεν λειτουργεί καλά η δημοκρατία, υπάρχει αθέμιτος ανταγωνισμός. Όλα αυτά πρέπει να φτιάξουν».
– Πώς θα φτιάξουν;
«Δεν ξέρω»
– Αν δεν ξέρετε εσείς που είστε σε αυτή τη θέση 11, 5 χρόνια ποιος ξέρει;
«Θα σου πω ένα ωραίο ανέκδοτο. Σε ένα μπαρ είναι διάφοροι και εμφανίζεται ο Χριστός. Του λέει ο Γάλλος, «Χριστέ μου είμαι κουτσός, δεν με κάνεις καλά;» Τον ακουμπά ο Χριστός και αμέσως γίνεται καλά. Του λέει ο Γερμανός, «Χριστέ μου είμαι καμπούρης», τον ακουμπά με το χέρι, λαμπάδα ο τύπος.
Πλησιάζει έναν Έλληνα, ανάπηρο, και τι του λέει ο Έλληνας; «Μακριά γιατί είδα κι έπαθα να πάρω αναπηρική σύνταξη!» Ούτε ο Χριστός δεν μπορεί να μας φτιάξει αν δεν θέλουμε οι ίδιοι. Για να φτιάξει η Ελλάδα πρέπει εμείς οι ίδιοι να έχουμε συνεχή θέληση».
{jcomments on}