Αρχικώς η Ελληνική Κυβέρνηση ζήτησε-ή τουλάχιστον είπε ότι θα ζητήσει-κυρώσεις. Μετά ζήτησε «ισχυρή καταδίκη» της Τουρκίας. Εν συνεχεία αρκέστηκε στην «αναφορά» του θέματος στο κείμενο συμπερασμάτων. Και, τελικώς, φύγαμε ως χώρα από την σύνοδο κορυφής παίρνοντας μια διατύπωση «έντονης αποδοκιμασίας» της συμπεριφοράς της Άγκυρας.
Κοινώς, η Ελλάδα έφυγε από την σύνοδο κορυφής με την…συμπάθεια των ευρωπαίων εταίρων και η Τουρκία με το Oruc Reis πάντοτε στην Ελληνική υφαλοκρηπίδα και με «ελευθέρας» για το επόμενο δίμηνο, ήτοι, χωρίς καμία απειλή, προειδοποίηση ή έστω και νύξη για επιβολή κυρώσεων έως την επόμενη τακτική σύνοδο, του Δεκεμβρίου.
Σύμφωνα με το Politico, το Ελληνικό αίτημα για προειδοποίηση με πιθανό εμπάργκο στις πωλήσεις όπλων προς την Τουρκία απερρίφθη. Όπως απερρίφθη και οποιαδήποτε αναφορά σε συγκεκριμένη προθεσμία για συμμόρφωση της Άγκυρας.
Σύμφωνα με πληροφορίες από τις Βρυξέλλες επίσης, οι μόνες χώρες που στήριξαν τις Ελληνικές και Κυπριακές θέσεις ήταν η Γαλλία, η Αυστρία και η Σλοβενία. Ισπανία και Ιταλία ήταν κάθετα αρνητικές σε οποιαδήποτε συζήτηση για κυρώσεις-πόσο μάλλον για εμπάργκο όπλων, δοθέντων των μεγάλων και στρατηγικών εξοπλιστικών deals που έχουν με την Τουρκία.
Η δε Γερμανία φέρεται να υπέσκαψε παρασκηνιακά ακόμη και την πρόταση που η…ίδια είχε προωθήσει προχθές, μαζί με την Γαλλία, για προθεσμία μίας εβδομάδας στην Άγκυρα για να επιστρέψει στην διεθνή νομιμότητα.
Στο δια ταύτα, ο Ταγίπ Ερντογάν βρίσκει, μέσα από την Ευρωπαϊκή ανοχή και το προεκλογικό κενό εξουσίας στις ΗΠΑ το «παράθυρο ευκαιρίας» για να τραβήξει στα άκρα τον γεωπολιτικό του εκβιασμό και να διεκδικήσει διάλογο διευρυμένης ατζέντας. Και ενώπιον αυτού του εκβιασμού, η Αθήνα δείχνει πλέον εγκλωβισμένη σε στρατηγικό αδιέξοδο.
Το ερώτημα είναι τι θα μπορούσε να κάνει-και τι μπορεί ακόμη να κάνει-ο πρωθυπουργός για να σπάσει αυτό το αδιέξοδο, σπάζοντας μαζί και την βολική ανοχή της Ευρώπης απέναντι στην Άγκυρα.
Την απάντηση ίσως την έδωσε-ξανά-χθες ο Αλέξης Τσίπρας: «Δεν έχεις άλλο δρόμο για να υπερασπιστείς ένα κυριαρχικό δικαίωμα από το να το ασκήσεις», είπε και επανέλαβε ότι τώρα είναι η ώρα για να επεκτείνει η Ελλάδα τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια κατ’ αρχάς στην Κρήτη, και αναλόγως των εξελίξεων και στο Καστελόριζο.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ εξήγησε πολύ καθαρά και το πλαίσιο και την στόχευση μιας τέτοιας κίνησης, που εντάσσεται σε λογική επιθετικής διπλωματίας:
Αφενός θα αναγκάσει τον Ευρωπαϊκό και Διεθνή παράγοντα να κινηθεί, διότι πλέον η τουρκική παραβατικότητα δεν θα αφορά «μη οριοθετημένη οικονομική ζώνη» – έστω και δυνητικής κυριαρχίας – αλλά περιοχή πλήρους και απόλυτης ελληνικής κυριαρχίας. Και, κυρίως, θα ξεκαθαρίσει απολύτως την εθνική «κόκκινη γραμμή» και θα ακυρώσει οποιαδήποτε παγίδα ενοχοποίησης και απόδοσης επιθετικών προθέσεων στην Ελλάδα, εάν ο Ταγίπ Ερντογάν αποφασίσει να στείλει το Oruc Reis στην διακεκαυμένη ζώνη ανάμεσα στα 12 και τα 6 μίλια, είτε στην Κρήτη είτε στο Καστελόριζο.
Αφετέρου μπορεί να δώσει ένα πρόσθετο «χαρτί» στην Κυβέρνηση: Διότι, όπως χαρακτηριστικά είπε ο Αλέξης Τσίπρας, «η διατύπωση δημοσίως κάποιων προτάσεων από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ακριβώς για να ακούει και ο Τούρκος απέναντι, ενισχύει την αποτροπή. Ενισχύει τη θέση της χώρας και ενισχύσει και τις διαπραγματευτικές δυνατότητες του πρωθυπουργού».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης όταν ρωτήθηκε χθες στις Βρυξέλλες αντιμετώπισε την πρόταση Τσίπρα μάλλον με αμηχανία. Άφησε μετέωρο το εάν η Εθνική «κόκκινη γραμμή» είναι τα 12 ή τα 6 μίλια όπως είπε χθες ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, διαχώρισε την Εθνική κυριαρχία σε σκληρή και μη – «τα χωρικά ύδατα συνιστούν πυρήνα σκληρής κυριαρχίας» είπε – και για την επέκταση στα 12 μίλια υπαινίχθηκε την Τουρκική απειλή του casus belli στο Αιγαίο, προσθέτοντας ότι πρόκειται για συζήτηση που δεν μπορεί να γίνεται μέσω των ΜΜΕ.
«Είναι πολύ σύνθετη συζήτηση για να απλοποιείται», δήλωσε, κι ενδεχομένως έχει δίκιο. Μόνον που σ’ αυτή την περίπτωση χρήσιμο θα ήταν να καλέσει και τον Αλέξη Τσίπρα και τους άλλους Πολιτικούς Αρχηγούς να εξετάσουν κατ΄ ιδίαν και το σύνθετο, και το απλό του ζητήματος. Και να καταλήξουν και σε καθαρή εθνική «κόκκινη γραμμή», και σε εθνική στρατηγική που, αυτή την στιγμή, δεν υφίσταται.
Πηγή tvxs.gr