«Τα κόκκινα παπούτσια»…..πασχαλινό διήγημα της Νίκης Σολιδάκη.

0
600

Τα «κόκκινα παπούτσια» βρίσκονταν στο καλύτερο σημείο της βιτρίνας του συνοικιακού καταστήματος με τα παιδικά υποδήματα.

Καμάρωναν ολοκόκκινα και γυαλιστερά στο ψηλό σημείο σε ένα στρογγυλά κομμένο και υπερυψωμένο γυάλινο ραφάκι. περιμένοντας ήσυχα – ήσυχα το τυχερό κοριτσάκι που θα τα αποκτούσε!

Σε λίγες μέρες έρχονταν το Άγιο Πάσχα και η μικρή βιτρίνα στολίστηκε με λαγουδάκια, παπάκια, μαργαρίτες και λογής λογής πολύχρωμες γιρλάντες.

Τώρα , τα κόκκινα παπούτσια φάνταζαν πιο γυαλιστερά, φανταχτερά και ίσως ακόμα περισσότερο επιθυμητά στα μάτια του μικρού κοριτσιού που κάθε μέρα κοντοστέκονταν μπροστά στην ολοφώτιστη βιτρίνα.

Στα μάτια της μικρής οχτάχρονης δεν ήταν απλά ένα όμορφο ζευγάρι λουστρινένιες μπαρέτες. Είχαν μεταμορφωθεί σε κοριτσίστικο όνειρο. Ένα από κείνα τα ασήμαντα όνειρα που σκαλώνουν φευγαλέα στα παιδικά μυαλουδάκια και φέρνουν μεγάλη αναστάτωση σε μπαμπάδες και μαμάδες.

Ήταν το πασχαλινό δώρο που απρόθυμα της είχαν υποσχεθεί μια και ήταν μάλλον ακριβά για τα οικονομικά τους. Τα περίμενε πώς και πώς μετρώντας ξανά και ξανά τις μέρες μέχρι την Ανάσταση.

Τα λαχταρούσε τόσο πολύ……..Κάθε βράδυ τα έβλεπε στον ύπνο της μέσα σε ένα βελουδένιο κουτί με ροζ κορδέλες .

Ο καιρός πέρασε αργά και βασανιστικά και κάποια στιγμή έφτασε κι εκείνη η Ευλογημένη και πολυπόθητη νύχτα της Ανάστασης.

Μετά την εκκλησία και το τσούγκρισμα των αυγών πήρε επιτέλους το δώρο της. Ήταν ακριβώς όπως το είχε φανταστεί. Βελούδινο κουτί, ροζ κορδέλες, μεταξόχαρτο και μέσα ολοκόκκινα και στραφταλιστά τα Δικά της κόκκινα παπούτσια.

Τα φόρεσε με καμάρι και περπατούσε ασταμάτητα πάνω – κάτω, πάνω – κάτω…Τι κι αν την έσφιγγαν λιγάκι ήταν Δικά της! Κι αν δεν την μάλωναν είχε σκοπό να κοιμηθεί φορώντας τα.

Την άλλη μέρα τα ξαναφόρεσε, στο γιορτινό τραπέζι, μαζί με το καλό της φόρεμα και τα επιδείκνυε ασταμάτητα σε συγγενείς και φίλους.

Οι μέρες πέρασαν και ήρθε η επόμενη σχολική χρονιά και μαζί της έφερε και τον προγραμματισμένο εορτασμό της επετείου της 28ης Οκτωβρίου του έτους 1971…Όλα τα παιδιά περίμεναν με χαρά την καθιερωμένη σχολική παρέλαση. Ήταν το γεγονός του μήνα για τους μικρούς μαθητές.

Τότε όλοι οι μαθητές έπαιρναν μέρος στην παρέλαση, ήταν πολύ μεγάλη τιμή. Το σχολείο προετοιμάζονταν πυρετωδώς με σημαιοστολισμούς και πρόβες για την παρέλαση.

Το τυπικό ήταν απαραβίαστο: Λευκό μπλουζάκι, μπλε φούστα και…μαύρα παπούτσια.…μαύρα παπούτσια; Μα αυτή δεν είχε μαύρα είχε μόνο τα αγαπημένα κατακόκκινα λουστρίνια της.

Ούτε που μπορούσε να φανταστεί την καταιγίδα που πλησίαζε. Λοιπόν της αγόρασαν τη λευκή μπλούζα και την μπλε φούστα αλλά όχι και τα μαύρα παπούτσια. Γιατί άραγε; Όσο κι αν το σκέφτονταν νόημα δεν έβγαζε.

Και μετά της το είπαν δεν υπήρχαν χρήματα για παπούτσια…..Να μην έπαιρνε μέρος στην παρέλαση; Ούτε λόγος!! Ήταν βλέπετε 1971. (Τα πράγματα τότε, τα νιώθαμε και τα κάναμε αλλιώτικα από ότι τώρα.)

Η μαμά μάλωνε με τον μπαμπά και έλεγε πόσο μεγάλη ανοησία ήταν η αγορά των κόκκινων παπουτσιών αντί μαύρων που φοριούνται παντού και με τα πάντα!

Κι έτσι έφτασε η καταστροφή.

Ένα πρωινό ο παππούς έβαλε τα παπουτσάκια της μικρούλας, σε μια σακούλα και πήγε στο τσαγκάρικο. Γιατί άραγε τα πήγαν στον τσαγκάρη; Τα παπούτσια τα πρόσεχε πολύ. Ήταν καθαρά, γυαλιστερά, μια χαρά.

Η απάντηση δεν άργησε να έρθει. Τα παπούτσια γύρισαν πίσω την άλλη μέρα το μεσημέρι. Ο παππούς της τα έδωσε χαμογελώντας θλιμμένα λέγοντάς της: «Τώρα έχεις παπούτσια για την παρέλαση»

Τότε τα είδε ….ήταν κατάμαυρα και θαμπά. Μαύρα σαν και την παιδική της ψυχούλα που σφίχτηκε και πόνεσε πολύ. Έκλαψε πικρά, γοερά, χωρίς σταματημό. Έκλαιγε όλη τη νύχτα.

Την άλλη μέρα πήγε στην παρέλαση. Πόσο παράλογο της φαίνονταν όλο αυτό! Και άδικο. Μα να θυσιάσουν τα παπούτσια της έτσι χωρίς να τη ρωτήσουν καν; Αν το ήξερε θα έκανε την άρρωστη μέχρι το τέλος της παρέλασης. Θα ανέβαζε και πυρετό!

Οι μέρες πέρασαν και τα μαύρα παπούτσια έμεναν σκονισμένα κάτω από το κρεβάτι. Ποτέ δεν τα ξαναφόρεσε. Και πώς αλήθεια να το κάνει αφού λίγο καιρό μετά το βάψιμο άρχισαν να ξεφλουδίζουν.

Ούτε κι αυτά άντεχαν τη μαύρη μπογιά πάνω τους! Μάταια προσπαθούσε να αποκαλύψει το κόκκινό τους χρώμα ξεφλουδίζοντάς τα αργά και επίμονα. Είχαν χάσει κάθε λάμψη και γυαλάδα του παλιού τους εαυτού. Στο τέλος έγιναν δίχρωμα: μουντό κόκκινο και θολό μαύρο.

Είχαν καταστραφεί. Μια φορά φορέθηκαν στην παρέλαση και τέλος. Τα πέταξαν. Ήταν άχρηστα πια. Καινούρια δεν της πήραν. Δεν είχαν χρήματα……Κόκκινα παπούτσια δεν αγόρασε ποτέ ξανά. Ούτε μεγάλη. Ούτε στα παιδιά της αγόρασε κόκκινα παπούτσια……….

Τόσα χρόνια μετά αυτές οι κόκκινες μπαρετούλες έρχονται κάθε Πάσχα στο μυαλό της και της θυμίζουν πως τα πιο λυπητερά όνειρα δεν είναι τα απραγματοποίητα αλλά αυτά που ξεφτίζουν και ξεθωριάζουν μέσα σε μια στιγμή.

Σολιδάκη Νίκη
Δασκάλα στο 7ο Δημοτικό Σχολειό Κηφισιάς: «Οδυσσέας Ελύτης».

{jcomments on}

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here