«Τα στηρίγματα της κοινωνίας» του Ίψεν στο θέατρο «Εκάτη».

0
837

Στο αναμορφωμένο θέατρο Εκάτη (με περισσότερα και πιο άνετα καθίσματα, με μεγαλύτερη και πιο αυτόνομη σκηνή, με την ίδια ωστόσο ατμό-σφαιρικότητα, που δημιουργείται από όλα εκείνα τα παλιά κομμάτια, τους καθρέφτες, τα έπιπλα, το πιάνο, την αύρα μιας άλλης εποχής) ανεβαίνει φέτος το έργο του Ίψεν «Τα στηρίγματα της κοινωνίας», έργο άγνωστο στο ελληνικό κοινό, αφού παρασταίνεται για πρώτη φορά σε ελληνική σκηνή. Και μόνο γι’ αυτό αξίζει να επαινεθεί η Βαλεντίνη Λουρμπά, ιδιοκτήτρια και ψυχή του θεάτρου και σταθερή σκηνοθέτιδα των παραστάσεών του, με προσηλωμένη αγάπη στους κορυφαίους Σκανδιναβούς δραματουργούς Στρίντμπεργκ και Ίψεν.

Το έργο, σε μετάφραση του σημαντικού μεταφραστή Λέοντα Κουκούλα, είναι σπουδαίο, δυνατό, στοχάζεται πάνω στην κοινωνία και την ανθρώπινη κατάσταση. 

Ξεγυμνώνει τα υποτιθέμενα ηθικά (και υλικά) στηρίγματα της κοινωνίας, αποκαλύπτει τη σαθρότητά τους, την εσωτερική κενότητα και υποκρισία τόσο της αστικής τάξης όσο και της θρησκευτικής εξουσίας. 

Σταδιακά ξηλώνει το νήμα από το οποίο έχει πλεχτεί το κρουστό, καθαρό και σιδερωμένο αστικό ρούχο.

Σε μιαν από τις πρώτες σκηνές της παράστασης τρεις γυναίκες της οικογένειας που αποτελεί το επίκεντρο του έργου ράβουν, κεντούν γύρω από ένα τραπέζι σε μια τυπικά καθημερινή σκηνή, ωστόσο η ηρεμία της οικογενειακής ζωής μοιάζει κιόλας υπονομευμένη, σαν να πρόκειται κατά κάποιον τρόπο η βελόνα να τις τρυπήσει, οι κλωστές να ξηλωθούν, τα χρώματα να ξεθωριάσουν. 

Οι ρωγμές της οικογενειακής ευτυχίας, της ευταξίας, πράγματι, σύντομα θα αποκαλυφθούν, θα ανοίξουν, το στέρεο και πλούσιο σπίτι θα καταρρεύσει. Και είναι ακριβώς το σπίτι, ο οίκος, που συμπυκνώνει την πρότυπη ευτυχία και ισορροπία, την υποδειγματική ηθική, τη συνεισφορά στην κοινωνία, το θεμέλιό της. Τα πρόσωπα και οι αξίες που αυτά εκπροσωπούν αποτελούν τα στηρίγματα της κοινωνίας. 

Ο πρόξενος, κατεξοχήν, ο άντρας της οικογένειας, αποτελεί τη συνεκδοχή αυτής της «προσφοράς»: είναι ο πλούσιος, ο ιδιοκτήτης των ναυπηγείων, αυτός που δίνει δουλειά και συντηρεί τους κατοίκους της πόλης, είναι ο ηθικός, αυτός που δίνει το παράδειγμα και συντηρεί την ηθική τάξη της ντόπιας κοινότητας. 

Όμως, τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Η ευταξία είναι επιφανειακή. Τα πρόσωπα ζουν με τον φόβο της διασάλευσης της τάξης, οτιδήποτε μπορεί να τη διαταράξει, ακόμη και η τεχνολογική εξέλιξη, δεν είναι καλοδεχούμενο. Και είναι ακριβώς το ίδιο σπίτι, ο οίκος, που συμπυκνώνει την αμαρτία, την υποκρισία, την παθογένεια της κοινωνίας. 

Την ίδια ώρα η παρουσία της θρησκείας μέσω του εφημέριου, που απαγγέλλει τυποποιημένους λόγους περί ηθικής, αποκαλύπτει επίσης την τυφλότητα και τον φαρισαϊσμό.

Οι ηθικές και κοινωνικές συγκρούσεις κυριαρχούν σ’ ένα έργο όπου υπάρχουν, όπως πάντα, τα κρυφά, τα άρρητα, τα θαμμένα μυστικά του παρελθόντος έτοιμα να αποκαλυφθούν, να ειπωθούν, έτοιμα να συγκλονίσουν, να έρθουν στο φως και να αλλάξουν τις σκιάσεις. 

Στο έργο, όμως, υπάρχει και η αντίστιξη, οι δυο δρόμοι, ο εύκολος και ο δύσκολος, τα δυο είδη ανθρώπων, αυτός που θυσιάζει τον εαυτό του και αυτός που θυσιάζει τους άλλους. 

Υπάρχουν και τα πρόσωπα που ενσαρκώνουν την άλλη πλευρά: η πρώιμα χειραφετημένη γυναίκα και ο υποτιθέμενος άσωτος αδελφός. Τα δυο αυτά πρόσωπα, που επιστρέφουν μετά από μακρά απουσία, εισβάλλουν στην κανονικότητα του σπιτιού για να την ανατρέψουν, να την διαταράξουν.

Είναι τα πρόσωπα-καταλύτες, που, ενώ αρχικά εμφανίζονται ως τα άσωτα, εντέλει αποδεικνύονται ως τα αίροντα τις αμαρτίες των άλλων. Μαζί τους επιστρέφουν οι ενοχές.

Γιατί υπάρχει και η αίσθηση της ενοχής, η τύψη, αλλά και η διακριτική υπόμνηση, η διαυγής αξιοπρέπεια, η υπομονή απέναντι στην αδικία.

Υπάρχει και η αγάπη, αλλά και τα ανομολόγητα πάθη, τα ερωτικά, παροντικά, παρελθοντικά, υπόγεια και φανερά. Μαζί τους επιστρέφουν και αναβιώνουν οι παλιοί έρωτες, ταράζονται τα νερά. 

Μαζί τους επιστρέφουν και οι δυνατότητες. Υποδεικνύεται ο δρόμος της μεταμέλειας (της προσωπικής, της κοινωνικής, όχι της θρησκευτικής).

Υπάρχει επίσης η κατανόηση, η συμπόνια, η συγχώρεση, η αποδοχή της πορείας της ζωής. 

Υπάρχει, φυσικά, και η τραγικότητα, το ανθρώπινο δράμα μέσα σ’ έναν κόσμο οδυνηρό, πλην όμως εδώ με διεξόδους, με συναίσθηση ευθύνης, με απονομή δικαιοσύνης. Η έννοια της ευθύνης, κεντρική στο έργο, θυμίζει αρχαία τραγωδία, η αμαρτία ως ρούχο που το φοράς, το κουβαλάς, το απεκδύεσαι, το προσφέρεις, το ξαναφοράς.

Αλλά, παραδόξως, το ιψενικό δράμα δεν τελειώνει με καταστροφή, με τον καταποντισμό των ενόχων, παρά υπάρχει η μεταστροφή σ’ ένα αμφίβολης, βέβαια, υποδοχής (ανοιχτό) τέλος. 

Το έργο ευτύχησε να αναδειχθεί από την παράσταση, καθώς υποβοηθείται ισχυρά από την εύστοχη, λιτή, ρεαλιστική αλλά όχι κραυγαλέα σκηνοθεσία (Βαλεντίνη Λουρμπά, ειδική πια στον Ίψεν και γνώστρια του βάθους του), που αναδεικνύει το κύριο και επιτρέπει στους χαρακτήρες να ξεδιπλωθούν με ελευθερία, από την πειστική όσο και εικαστική σκηνογραφία και τα ρεαλιστικά κοστούμια (Σωτηρία Σώτου) που αποδίδουν την εποχή και το ήθος των χαρακτήρων, το ύφος και την ατμόσφαιρα του έργου, από τη διακριτική αλλά εύστοχη μουσική (Νίκος Ανδρούλης), και από τη φυσική όσο και υποβλητική υποκριτική όλων των χαρακτήρων: 

Ο Χρήστος Αυλωνίτης, κυρίως, ως πρόξενος Μπέρνικ, πειστικός, φυσικός, με λιτότητα εκφράζοντας την εσωτερική του πάλη, με ποιότητα προβάλλοντας τα διλήμματά του, ανασύρει κρυμμένες αρετές του χαρακτήρα, ενσαρκώνει υποδειγματικά τη συναίρεση του καλού και κακού (θήραμα και κυνηγός, συμφέρον και αγάπη για την οικογένεια), η επιστροφή των βελών που αδιαφόρως στέλνει στους άλλους πλήττουν τον ίδιον και τον συνεγείρουν, η Αργυρώ Λογαρά ως Λόνα (σ’ ένα έργο με πληθωρική την παρουσία και το ρόλο των γυναικών) ισορροπεί με ευστάθεια και γοητεία στο σχοινί της λεπτής ισορροπίας που ορίζεται από την επαναστατική φύση της και τη θορυβώδη επανεμφάνισή της και από την ταυτόχρονα αποστασιοποιημένη παρουσία της, που αντιμετωπίζει με άνεση τα συμβάντα, η Δώρα Τζερουνιάν ως κα Μπέρνικ ανταποκρίνεται στο ρόλο της με εσωτερικότητα, μεστότητα, γνώση και έλεγχο των μέσων, η Ελένη Μανδηλαρά ως Μάρθα αναδεικνύει την ποιοτική/ ποιητική καλοσύνη και σεμνότητα του ρόλου, την ανωτερότητα, την προσφορά, την αυτοθυσία, η Κάλλια Καράμπελα ως Ντίνα είναι πειστική στην επαναστατικότητά της, στην απόφασή της να αλλάξει τη μοίρα της, στο εσωτερικό βάρος που κουβαλά και την καθορίζει, ο Σπύρος Κατηφόρης ως εφημέριος πείθει επίσης για την ταύτισή του με το άκαμπτο ηθικό σύστημα στον μονολιθικό ρόλο του, ο Βασίλης Ξυδάκης σε διπλό ρόλο, κυρίως όμως σ’ αυτόν του Γιόχαν, προσπαθεί να ανταποκριθεί με επάρκεια στον καταλυτικό ρόλο του με τις πολλαπλές εσωτερικές πτυχώσεις και τα διλήμματα του ανθρώπου που έχει υποφέρει άδικα. 

Το έργο, λοιπόν, υποβοηθούμενο από την παράσταση, εμβάλλει τον στοχασμό και προβληματίζει για το εκάστοτε σήμερα, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να το πάρεις μαζί σου, να αναρωτηθείς πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση, να ξαναθέσεις με νέα δύναμη τα προαιώνια ερωτήματα, τα διλήμματα και τις καταστάσεις που ακολουθούν το δρόμο του ανθρώπου, τις παγίδες με τις οποίες αναμετριέται, αλλά και τις λύσεις που πάντοτε υπάρχουν, τις αξιοπρεπείς επιλογές που αναμένουν ακόμη και σε μια κοινωνία με σαθρά στηρίγματα.

Στην ακροτελεύτια φράση του έργου ακούγεται διά στόματος ανδρός ότι στηρίγματα της κοινωνίας είναι οι γυναίκες και διά στόματος γυναικός ότι είναι το πνεύμα της αλήθειας και της ελευθερίας, αντιστρέφοντας έτσι τη συνθήκη της έναρξης, όπου η κοινωνία στηριζόταν σ’ έναν αρσενικό οίκο βασισμένο στην υποκρισία και την καταπίεση. 

Το έργο, που μοιάζει να αγωνιά για την αποκατάσταση της αλήθειας, της δικαιοσύνης, έχει, όπως είπαμε, έντονα στοιχεία τραγικότητας, αλλά δεν είναι ολοκληρωμένη τραγωδία, αφού θα μπορούσε να βιωθεί η σύγκρουση πιο βίαια, να σκοτωθεί, π.χ., ο γιος σε ένα ελλιπώς – για λόγους συμφέροντος – επισκευασμένο πλοίο, θα μπορούσε να υπάρξει βίαιη εκδίκηση, τίποτε όμως απ’ αυτά δεν έλαβε χώρα, καθώς αναστάλθηκε το πιθανώς προ-οικονομημένο και επιλέχθηκε ένα πιο ήπιο πλην όμως αβέβαιο και ανοιχτό τέλος, που ενδεχομένως, από την άλλη, φέρει μέσα του νέες ανατροπές, αλλά πάντως καθαίρει θεατές και ήρωες. 

Γιούλη Χρονοπούλου,
Δρ. Φιλολογίας

{jcomments on}

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here