Μεγάλο ενδιαφέρον είχε η συνέντευξη του πρωθυπουργού στον ALPHA, επειδή είχε την ευκαιρία να αναλύσει το σκεπτικό της κυβέρνησης αναφορικά με την πολιτική που ακολουθεί στο ζήτημα της Ουκρανίας μετά τη ρωσική εισβολή. Η συνέντευξη, όμως, αφήνει κενά αναφορικά με την ενεργειακή κρίση, τα οποία πρέπει να απαντηθούν.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ορθώς ανέφερε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο κόσμο, σε ένα νέο Ψυχρό Πόλεμο, επί της ουσίας σε αχαρτογράφητα ύδατα. Και λόγω αυτής της δραματικής αλλαγής, δικαιολογείται το ότι οι περισσότεροι αιφνιδιάστηκαν από την απόφαση Πούτιν να εισβάλει στην Ουκρανία.
Ωστόσο, ίσως θα έπρεπε οι πρωθυπουργικοί σύμβουλοι-εάν δεν το έπραξαν-να έχουν τηρήσει μια απόσταση από την κατηγορηματική εκτίμηση ότι ένα στράτευμα που κινητοποιείται για συγκεκριμένους λόγους δεν θα χρησιμοποιηθεί επ’ ουδενί.
Ο πόλεμος, κατά Κλαούζεβιτς, είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα. Οπότε η εισβολή σε μια χώρα δεν γίνεται λόγω κάποιας εμμονής ενός ηγέτη να επιβάλλει τον δικό του τρόπο ζωής σε μια γειτονική χώρα. Εάν δεχθούμε αξιωματικά ότι τα κυβερνητικά –αν θέλετε τα καθεστωτικά– επιτελεία σε κάθε χώρα δεν αποτελούνται από αφελείς, τα κίνητρα είναι εντελώς διαφορετικά.
Ο τρόπος ζωής του Ρώσου ηγέτη, εξάλλου, δεν έχει την παραμικρή σχέση με αυτόν του μέσου Ρώσου πολίτη, άρα και των περισσοτέρων Ελληνικής καταγωγής Ρώσων και Ουκρανών υπηκόων, που υποφέρουν. Παρομοίως, δεν έχει σχέση ο τρόπος ζωής της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας με αυτόν του μέσου Έλληνα πολίτη που υποφέρει από τις συνέπειες της ενεργειακής κρίσης.
Όπως ισχύει σε όλες τις χώρες του κόσμου ανεξαιρέτως, ο τρόπος ζωής των “ελίτ” δεν έχει σχέση με τον τρόπο ζωής του κορμού της κοινωνίας. Ο πρωθυπουργός ανέφερε ακριβέστατα ότι «τις επιπτώσεις του ρωσικού αναθεωρητισμού θα τις πληρώσει και ο ρωσικός λαός». Έτσι και ο Ελληνικός λαός ήδη πληρώνει τις συνέπειες της ενεργειακής κρίσης. Διότι αυτή δεν ενέσκηψε τυχαία.
Εμμονή στις ΑΠΕ
Το συγκεκριμένο ζήτημα το Μαξίμου οφείλει να το δει από την αρχή ολιστικά, όχι με βάση ιδεολογικού περιεχομένου προσεγγίσεις. Βασική αρετή μίας πολιτικής ηγεσίας είναι ο ρεαλισμός και η προσαρμογή των πολιτικών στην εκάστοτε πραγματικότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών-Πρασίνων-Φιλελευθέρων στη Γερμανία. Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης επαίνεσε και ορθώς τον καγκελάριο Σολτς, λέγοντας πως «άλλαξε μόνος του την πολιτική της Γερμανίας».
Τί μας επιβάλει να πράξουμε ο πόλεμος στην Ουκρανία
Ουσιαστικά τον επαίνεσε για τον ρεαλισμό του. Σε αυτό το πλαίσιο, η θέση της γερμανικής κυβέρνησης, κυρίως των Πρασίνων, υπέρ των ΑΠΕ είναι δεδομένη. Εκ του αποτελέσματος, όμως, προκύπτει ότι επέδειξε ρεαλισμό και πολιτική αρετή για να αντιμετωπίσει την ενεργειακή κρίση.
Το ίδιο ζητείται και από την Ελληνική κυβέρνηση. Απλά στο Βερολίνο διάβασαν ορθά την πραγματικότητα και συνειδητοποίησαν ότι εάν επέμεναν μονοδιάστατα στις ΑΠΕ, τα αποτελέσματα θα ήταν καταστροφικά.
Εξάλλου, μόλις προ ημερών ο γερμανικός κολοσσός Siemens ανακοίνωσε μεγάλες απώλειες στον τομέα της αιολικής ενέργειας. Δυστυχώς, με βάση το τεχνολογικό επίπεδο που βρίσκεται ο Δυτικός Κόσμος σήμερα, οι ΑΠΕ, που πρέπει αναμφισβήτητα να αποτελούν τον στόχο μιας ορθολογικής ενεργειακής μετάβασης, δεν είναι βιώσιμες. Και η βιωσιμότητα των οικονομικών πολιτικών, είναι κομβικής σημασίας για τη συνολική βιωσιμότητα ενός κράτους.
Οπότε οι Γερμανοί έβαλαν τα πάντα στο τραπέζι. Λιγνίτες, πυρηνική ενέργεια, τα πάντα. Σημασία σε κάθε ιστορική περίοδο έχει το εφικτό, όχι το ευκταίο. Κι αν δεν γίνει το πρώτο έγκαιρα αντιληπτό, το δεύτερο απλά απομακρύνεται ακόμα περισσότερο.
Την πραγματικότητα δεν την ξορκίζεις με ιδεολογικές εμμονές. Με αυτές την κάνεις πιο αμείλικτη. Εάν η Γερμανία το αντιλαμβάνεται, πόσο πιο κρίσιμο είναι να το αντιληφθεί η Ελλάδα που χρωστάει 350+ δις ευρώ.
Ενεργειακή κρίση και Ελληνικά κοιτάσματα
Όλα δείχνουν πως διαθέτει σημαντικότατα κοιτάσματα φυσικού αερίου, αυτού που θεωρείται παγκοσμίως ως μεταβατικό καύσιμο, ακριβώς επειδή είναι λιγότερο ρυπογόνο.
Η δε συνεισφορά του φυσικού αερίου στην ενεργειακή τροφοδοσία, δηλαδή την ενεργειακή ασφάλεια της Δύσης, θα ενισχύσει τη Ελλάδα θεαματικά στο επίπεδο της γεωπολιτικής και της οικονομίας, άρα και της άμυνας. Οπότε, περαιτέρω ολιγωρία στην αξιοποίηση των Ελληνικών κοιτασμάτων είναι οικονομικά ανορθολογική και εθνικά επιζήμια, άρα αδικαιολόγητη.
«Ο λιγνίτης είναι πανάκριβος», είπε ο πρωθυπουργός. Αυτό ισχύει, επειδή η Ελλάδα δεν φρόντισε να εξασφαλίσει μία μεγάλη μεταβατική περίοδο, όπως η Πολωνία (2049) αλλά και η Γερμανία (2039). Η Ελλάδα αντίστοιχα έτρεξε να είναι από τις πρώτες χώρες της ΕΕ που εγκαταλείπουν το λιγνίτη. Είναι, λοιπόν, το κόστος των ρύπων που κάνει τον λιγνίτη ακριβό, όχι το κόστος του ίδιου του λιγνίτη. Και οι ρύποι προέκυψαν λόγω ελληνικής κυβερνητικής επιλογής. Αυτή είναι η αλήθεια.
Πανάκριβα αυτά καθ’ αυτά είναι το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Κι όταν υπάρχουν τέτοια δεδομένα στην αγορά, ο πωλητής πανηγυρίζει και ο αγοραστής υποφέρει. Εν ολίγοις, ο πρωθυπουργός δεν εξήγησε για ποιον λόγο η Ελλάδα αποφεύγει με κάθε τρόπο να καταστεί από πελάτης προμηθευτής. Είναι ένα ερώτημα που ακούγεται ολοένα και περισσότερο στη βάση της κοινωνίας και η κυβέρνηση δεν δίνει απάντηση.
“Για την ακρίβεια φταίει ο Πούτιν” η γραμμή άμυνας της κυβέρνησης
Εκλογές και μικρομεσαία νοικοκυριά
Με βάση την επιμονή του πρωθυπουργού ότι οι εκλογές θα γίνουν στον τέλος της τετραετίας (θα δούμε εάν θα τηρήσει τη δέσμευσή του), ανοίγει για την κυβερνητική παράταξη ένα σοβαρό παράθυρο τρωτότητας.
Διότι τα μικρομεσαία νοικοκυριά διαπιστώνουν ότι με τα εισοδήματα που έχουν δεν είναι σε θέση να πληρώσουν τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού και της θέρμανσης, όπως έχουν διαμορφωθεί από την ενεργειακή κρίση. Και τα όποια επιδόματα είναι πενιχρά, σταγόνα στον ωκεανό των αναγκών.
Το Μαξίμου οφείλει να αντιληφθεί αυτό που συζητά ολοένα και περισσότερο ο απλός Έλληνας πολίτης: Όσο και να ακριβύνει το επίπεδο της ζωής, αλλιώς θα επηρεαστεί αυτός που έχει οικογενειακό εισόδημα κάτω από 1.000 ευρώ, αλλιώς αυτός που έχει διπλάσιο κι αλλιώς αυτό που έχει πολλαπλάσιο.
Ένας λογαριασμός π.χ. 500 ευρώ που είναι το τελευταίο διάστημα συνήθης σε μικρομεσαία νοικοκυριά, για πολλά από αυτά είναι οικονομικά εξοντωτικός. Αλλά και πιο εύπορα νοικοκυριά δυσκολεύονται.
Τα νοικοκυριά που έχουν υψηλά εισοδήματα και δεν ασχολούνται με “λεπτομέρειες”, όπως οι λογαριασμοί, κατά κανόνα αδυνατούν ακόμα και να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος του προβλήματος που αντιμετωπίζουν τα μικρομεσαία στρώματα ως συνέπεια της ενεργειακής κρίσης και ευρύτερα της ακρίβειας.
Και τώρα, ο πόλεμος στην Ουκρανία παροξύνει την ήδη οξεία ενεργειακή κρίση με ότι αυτό συνεπάγεται για τις τιμές μίας μεγάλης γκάμας προϊόντων και υπηρεσιών και κατ’ επέκταση για τη δυνατότητα επιβίωσης του κορμού της Ελληνικής κοινωνίας.