Την συνταξιοδότησή της από την πολιτική δρομολόγησε η Άγγελα Μέρκελ με την σταδιακή αποχώρησή της από την εξουσία, αρχικά από την ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος και στο τέλος της κοινοβουλευτικής θητείας αυτής της Βουλής και από την Καγκελαρία.
Η απόφασή της αυτή έδωσε το σήμα να ξεκινήσει η κούρσα της διαδοχής στο κόμμα, κάνει όμως ακόμη πιο αδύναμη και την θέση της στην Καγκελαρία, καθώς αποδυναμώνει την εύθραυστη κυβερνητική συνοχή.
Αν και μέχρι την Κυριακή η Άγγελα Μέρκελ υποστήριζε ότι οι τοπικές εκλογές δεν είναι «μίνι ομοσπονδιακές» και άφηνε να εννοηθεί ότι δεν θα επηρεάσουν την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, την Δευτέρα, μετά την ήττα και στην Έσση, τα πράγματα άλλαξαν.
Την Δευτέρα ξημέρωσε μια άλλη ημέρα για την καγκελάριο, την Γερμανία και πιθανότατα για ολόκληρη της Ευρώπη.
Η Μέρκελ μετά την δεύτερη συνεχόμενη αποτυχία των Χριστιανοδημοκρατών και την φθίνουσα δημοτικότητά της, κυρίως λόγω της μεταναστευτικής πολιτικής της, αναγκάστηκε να δρομολογήσει την σταδιακή αποχώρησή της από την εξουσία.
Έτσι δεν θα είναι υποψήφια για την αρχηγία του κόμματος, στο συνέδριο που είναι προγραμματισμένο για τις 8 Δεκεμβρίου, θα παραμείνει όμως καγκελάριος μέχρι το τέλος της θητείας της το 2021.
Αυτό δηλώνει και αυτό θέλει η Μέρκελ προκειμένου να προετοιμάσει το κόμμα στην διάδοχη κατάσταση. Η επιθυμία της ωστόσο δεν είναι πλέον διαταγή και η παραμονή της στην Καγκελαρία εξαρτάται πλέον από άλλους.
Η διαρχία φέρνει αποδυνάμωση
Πρώτοι απ’ όλους οι Σοσιαλδημοκράτες, πολλά στελέχη των οποίων, βλέποντας την δική τους εκλογική κατρακύλα μιλούν πλέον ανοιχτά για μια ένδοξη αποχώρηση από τον κυβερνητικό συνασπισμό. Στην πολυετή συμμετοχή τους στον μεγάλο συνασπισμό αποδίδουν, άλλωστε, το γεγονός ότι σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις βρίσκονται πλέον στην τέταρτη θέση σε ομοσπονδιακό επίπεδο.
Προβληματισμός για την «διαρχία» υπάρχει όμως και στους κόλπους των Συντηρητικών, οι οποίοι διαβλέπουν αποδυνάμωση της καγκελαρίου και κατ΄ επέκταση της κυβέρνησης, όταν το βασικό κόμμα που την στηρίζει περνάει σε μία ιδιότυπη αυτονομία.
Μπορεί η Μέρκελ να υποστηρίζει ότι η θητεία της θα φτάσει έως το 2021, αρκετά στελέχη όμως εκτιμούν ότι το τέλος θα έρθει νωρίτερα, καθώς η καγκελάριος αποδυναμώνεται σε ομοσπονδιακό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ενδεικτικό του κλίματος είναι το γεγονός ότι ο Σόιμπλε φάνηκε να μην πιστεύει πως αυτή η Βουλή θα ολοκληρώσει την θητεία της.
«Η παρούσα κοινοβουλευτική θητεία θα διαρκέσει ακόμη τρία χρόνια. Θα δούμε αν αυτό θα ισχύσει», δήλωσε ο πρόεδρος της Μπούντεσταγκ, προσθέτοντας ότι «είναι πρόδηλο» πως η Μέρκελ «ίσως δεν είναι πλέον τόσο ισχυρή όσο στο αποκορύφωμα της επιτυχημένης καριέρας της».
Ανάλογες είναι και οι εκτιμήσεις του γερμανικού τύπου σχετικά με το αν και για πόσο καιρό μπορεί να κρατήσει η Μέρκελ με αυτήν την συγκυρία.
«Όταν η εξουσία αρχίζει να διαφεύγει, μπορεί να εξανεμισθεί υπερβολικά γρήγορα» σημειώνει το Spiegel, ενώ στο «τέλος της εποχής Μέρκελ» αναφέρονται η Bild, η Suddeutsce Zeitung, αλλά και σχεδόν το σύνολο του γερμανικού τύπου.
Οι μνηστήρες
Η κούρσα για την διαδοχή της Μέρκελ στην ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος έχει ήδη ξεκινήσει και τρεις υποψήφιοι έχουν ανακοινώσει την πρόθεσή τους να διεκδικήσουν το αξίωμα.
Η Μέρκελ δηλώνει ότι δεν θα ορίσει διάδοχο, θα χρειαστεί ωστόσο αρκετή επιτήδευση για να μπορέσει να κρύψει την προτίμησή της προς την γραμματέα του κόμματος Ανεγκρέτ Κραμπ-Καρενμπάουερ.
Η «AKK», όπως την αποκαλούν οι δημοσιογράφοι, αποτελεί άλλωστε την πολιτική συνέχειά της σε μία μετριοπαθή, μάλλον κεντρώα, γραμμή.
Απέναντι στην πιστή στην Μέρκελ η Ανεγκρέτ θα σταθεί ο επικριτικός υπουργός υγείας, Γενς Σπαν.
Ο 38χρονος Σπάν υποστηρίζει την στροφή των Χριστιανοδημοκρατών προς τα δεξιά και έχει επικρίνει πολλές φορές την καγκελάριο για την μεταναστευτική πολιτική της.
Εκτός από την απειρία που του προσάπτουν αντίπαλοί του στο κόμμα, ο υπουργός Υγείας, θα έχει να αντιμετωπίσει όμως και τον βετεράνο Φρίντριχ Μερτς.
Ο πρώην πρόεδρος της ΚΟ του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, ο οποίος αποχώρησε από την ενεργό πολιτική το 2009, επιστρέφει διεκδικώντας πλέον την ηγεσία του.
Λόγω της θέσης του ο Μέρτς είχε αποκτήσει μεγάλη κομματική δύναμη στο παρελθόν, την οποία η Μέρκελ φρόντισε να ψαλιδίσει απομακρύνοντάς τον. Η υποψηφιότητα του Μέρτς δεν ανήκει στην κατηγορία «είδε φως και ανέβηκε».
Όλα αυτά τα χρόνια της απουσίας του από την ενεργό πολιτική δραστηριοποιήθηκε ως δικηγόρος στον ιδιωτικό τομέα και έχει διατελέσει σύμβουλος γερμανικών επιχειρηματικών κολοσσών.
Οικοδόμησε έτσι σημαντικές σχέσεις με τους εκπροσώπους της βιομηχανίας και του μεγάλου γερμανικού κεφαλαίου. Εκφράζοντας την συντηρητική πλευρά των Χριστιανοδημοκρατών, ο Μερτς δεν έπαψε ποτέ να επικρίνει τις πολιτικές της Μέρκελ, κατηγορώντας την μάλιστα ότι έκανε τους Συντηρητικούς «Σοσιαλδημοκράτες».
Στην πορεία δεν αποκλείεται να προκύψουν και άλλοι υποψήφιοι, όπως ο ηγέτης του ισχυρού κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, Άρμιν Λάσετ, και ο πρωθυπουργός της Σαξονίας, επίσης επικριτής της Μέρκελ, Μίχαελ Κρέτσμερ.
Για την ώρα πάντως, αυτό που σχολιάζεται, ακόμη και στους κόλπους των Χριστιανοδημοκρατών, είναι το παρατεταμένο χειροκρότημα που εισέπραξε από τους βουλευτές της η Μέρκελ, όταν τους ανακοίνωσε ότι αποχωρεί.