Εκλογές τον Οκτώβριο δηλώνει ότι θα προκηρύξει ο Αλέξης Τσίπρας σε συνέντευξή του στους Financial Times, καθώς όπως λέει είναι «κρίσιμο» η κάλπη να στηθεί «σε μια στιγμή που οι πολίτες θα μπορούν να συγκρίνουν την κατάσταση του 2015, όταν ήμασταν σε βαθύ σκοτάδι, με την τωρινή κατάσταση».
Η εφημερίδα σχολιάζει ότι ο κ. Τσίπρας θέλει να δείξει με την εξάντληση της τετραετίας ότι η Ελλάδα έχει επιστρέψει στη σταθερότητα. Συμπληρώνει ο Έλληνας Πρωθυπουργός:
«Μην ξεχνάτε ότι όταν ανέλαβα την εξουσία τα κρατικά ταμεία ήταν άδεια. Υπήρχαν μέρες που αγχωνόμαστε επειδή δεν υπήρχε τρόπος να πληρωθούν μισθοί και συντάξεις».
Στη συνέχεια επισημαίνει τον προβλεπόμενο ρυθμό ανάπτυξης 2,2%-2,4% για φέτος, την επιστροφή της χώρας στις διεθνείς αγορές και το μαξιλάρι ρευστότητας των 45 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Αναφέρει επίσης ότι με τη συμφωνία πρόωρης αποπληρωμής του χρέος προς το ΔΝΤ, η χώρα θα εξοικονομήσει πάνω από 150 εκ. ευρώ το χρόνο για τα επόμενα τρία χρόνια σε τόκους.
Τονίζει δε ότι η κυβέρνηση θα διατηρήσει το στόχο του ετήσιου πρωτογενούς πλεονάσματος του 3,5% του ΑΕΠ έως το 2020, σε μια προσπάθεια να υπογραμμίσει ότι θα αποφευχθούν οι προεκλογικές παροχές.
«Ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα ήταν η ανάκτηση της αξιοπιστίας μας στην Ευρώπη και με τους πιστωτές μας, επομένως δε θα θέλαμε ποτέ να παραβιάσουμε αυτή τη συμφωνία (επί του πλεονάσματος)», δηλώνει ο κ. Τσίπρας.
Προσθέτει πάντως ότι ελπίζει σύντομα να συμφωνήσει με τους πιστωτές «ένα διαφορετικό μείγμα πολιτικής, ώστε να πετύχουμε τους στόχους αλλά με υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης». Όπως αναφέρεται, ο Έλληνας πρωθυπουργός θέλει να το πετύχει αυτό με μείωση του φόρου για τις επιχειρήσεις και με πρόοδο των τραπεζών στην αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων.
Ο κ. Τσίπρας σχολιάζει ότι η χώρα βρίσκεται σε έναν «ενάρετο κύκλο» πλέον και ότι με χαμηλότερη φορολογία δε θα χαθούν οι στόχοι, «αλλά θα έχουμε περισσότερες επενδύσεις και περισσότερες θέσεις εργασίας και έσοδα».
Αναφερόμενος εξάλλου στο αδιέξοδο του Brexit, ο Έλληνας πρωθυπουργός λέει ότι καταδεικνύει τα ελαττώματα της εθνικιστικής προσέγγισης και της σοβινιστικής ρητορικής.
Λέει ότι η Ελλάδα έμαθε με τον σκληρό τρόπο ότι είναι προς το εθνικό συμφέρον η παραμονή στην Ευρωζώνη και στην Ε.Ε., καλώντας τους αναγνώστες να φανταστούν τι δυσκολίες θα αντιμετώπιζε η Ελλάδα σε διαφορετική περίπτωση όταν η μεγάλη δύναμη του Ηνωμένου Βασιλείου αντιμετωπίζει τόσες δυσκολίες με το Brexit.
Προειδοποιεί επίσης για την άνοδο ακροδεξιών και αντιευρωπαϊκών κομμάτων ενόψει των ευρωεκλογών, κάτι που αποδίδει στις πολιτικές λιτότητας στην Ε.Ε., αλλά τονίζει ότι δεν πρέπει να ξεγράψουμε τα προοδευτικά αριστερά κόμματα.