Η παροιμιώδης αυτή φράση ήταν η απάντηση του Διονύση Φιλιώτη σε ερώτηση δημοσιογράφου σε μια περίοδο που υπήρχαν αλλεπάλληλα δημοσιεύματα για τον χρηματισμό γιατρών από φαρμακευτικές εταιρείες.
Σε μια συνέντευξη Τύπου του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΣΦΕΕ), ο δημοσιογράφος ζήτησε τη γνώμη του προέδρου για αυτά τα δημοσιεύματα.
Και τότε ο Δ. Φιλιώτης – μιας και ήταν η τελευταία ερώτηση – έκλεισε τη συνέντευξη Τύπου με την παραπάνω φράση, η οποία έγινε σλόγκαν και ακούγεται ακόμα και σήμερα σε συνεντεύξεις Τύπου για υγειονομικά θέματα.
Η ιστορία της εμπλοκής των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και των λειτουργών της ενημέρωσης στον χώρο της υγείας με τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα άρχισε να μορφοποιείται στα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν εμφανίστηκαν και οι εταιρείες προβολής υπηρεσιών υγείας.
Έβλεπε κανείς τους δημοσιογράφους του υγειονομικού ρεπορτάζ να κυκλοφορούν, από μήνα σε μήνα, με τους ίδιους χαρτοφύλακες με την ίδια στάμπα. Ήταν τα πρώτα «δώρα» απ’ τη συμμετοχή στις ενημερωτικές συνεντεύξεις Τύπου.
Μέχρι τότε, οι βασικές πηγές ενημέρωσης ήταν το υπουργείο Υγείας, οι εποπτευόμενοι φορείς του, τα συνδικάτα στον χώρο της υγείας και επιστημονικοί φορείς. Με την εμφάνιση των εταιρειών προβολής υπηρεσιών υγείας, οι «πηγές» διευρύνθηκαν.
Οι εταιρείες σιγά σιγά έγιναν όμιλοι και κυριάρχησαν στο πεδίο της ενημέρωσης, αντικαθιστώντας την ενημέρωση με την επικοινωνία. Η ροή «ειδήσεων» είχε πλέον τη μορφή «βολών κατά ριπάς».
Ώθηση σε αυτή την εξέλιξη έδωσε και το ίδιο το κράτος, με αφετηρία την εκχώρηση της επικοινωνίας των δράσεων ευαισθητοποίησης για το AIDS σε εταιρεία δημοσίων σχέσεων στα τέλη της δεκαετίας του ’90 από το Κέντρο Ελέγχου Ειδικών Λοιμώξεων (ΚΕΕΛ), που αργότερα μετονομάστηκε σε Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ).
Με την εταιρεία στην οποία εκχωρήθηκε η διαφήμιση της καμπάνιας AIDS είχε στενή σχέση δημοσιογράφος του υγειονομικού ρεπορτάζ σε μεγάλο μέσο της εποχής. Μάλιστα, η ανακοίνωση της ανάθεσης έγινε απ’ τον τότε υφυπουργό Υγείας Θεόδωρο Κοτσώνη – του ΠΑΣΟΚ -, με παρόντα τον δημοσιογράφο, ο οποίος είχε και την οπτική…..εποπτεία των ερωτήσεων όλων των δημοσιογράφων.
Δεν έγινε καμιά ερώτηση για την εκχώρηση της καμπάνιας σε ιδιώτες, δεδομένου ότι το ίδιο το ΚΕΕΛ οργάνωνε μέχρι τότε με σχετική επιτυχία εκείνες τις καμπάνιες.
Ο «Ριζοσπάστης» μάλλον θα ήταν και η μόνη εφημερίδα, την επόμενη μέρα, που έθεσε τον δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων:
Με υπέρ-τίτλο «ΕΪΤΖ – Εντυπωσιασμός αντί της πρόληψης» και τίτλο «Η φετινή – περιορισμένη βέβαια- καμπάνια εκχωρήθηκε σε εταιρεία δημοσίων σχέσεων και έτσι μια δραστηριότητα που θα έπρεπε να εντάσσεται σε ένα ευρύ σχέδιο αγωγής υγείας θα παρουσιαστεί με τη μορφή της διαφήμισης», ο «Ριζοσπάστης» της 25ης Νοεμβρίου 1998 γράφει:
«…..αντί το αρμόδιο υπουργείο -και κατ’ επέκταση η κυβέρνηση- να προχωρήσει στον επί της ουσίας επανασχεδιασμό της ενημέρωσης, προέκρινε ότι όλη αυτή η ενημερωτική δραστηριότητα μπορεί να καλυφθεί με την ανάθεση της καμπάνιας σε επαγγελματίες δημοσίων σχέσεων.
Μια καθαρά, δηλαδή, λειτουργία και δραστηριότητα, που πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο της αγωγής υγείας, θα γίνει εν τέλει διαφήμιση. Επιπλέον και αυτή η δραστηριότητα – όπως και άλλες – θα καταλήξουν σε εκδήλωση στο Μέγαρο Μουσικής».
Επικοινωνιακή καταιγίδα
Αρχικά «εντόπιζαν» τις ελλείψεις που αναδείκνυαν με πρωτοσέλιδα και στη συνέχεια έσπευδαν να τις καλύψουν υποδεικνύοντας τις κατάλληλες……συνταγές. Ελλείψεις που φυσικά οφείλονταν στην ανεπάρκεια διοίκησης των πολιτικών ηγεσιών του υπουργείου Υγείας και ανταπόκρισης των υπηρεσιών του κρατικού μηχανισμού.
Hταν επιλογή των πολιτικών ηγεσιών του υπουργείου Υγείας και των γραφείων Τύπου να δίνουν «δουλειές» με αντάλλαγμα την καλή δημοσιότητα. Χορηγός της π.χ. εκδήλωσης για το AIDS, όπως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις, ήταν η φαρμακοβιομηχανία, η οποία κατά νου είχε να κάνει τη δουλειά της, να προωθήσει δηλαδή τα προϊόντα της. Ένα ακόμα τρίγωνο αλληλοκάλυψης και αλληλοεξυπηρέτησης μεταξύ πολιτείας – δημοσιογράφων – φαρμακοβιομηχανίας.
Η επικοινωνιακή πολιτική στον χώρο της υγείας είναι βασικός πυλώνας της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης (ΕΚΕ), που ευνοείται απ’ την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έτσι, εκτός από τον χώρο της ενημέρωσης, η ΕΚΕ είχε ένθερμους υποστηρικτές στο ίδιο το υπουργείο Υγείας.
Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η δήλωση του υπουργού Υγείας, Δημήτρη Κρεμαστινού, για τη δημιουργία «Κινήματος δωρεών υπέρ της υγείας», το 1995, μετά τη δωρεά μονάδας εγκαυμάτων στο ΕΣΥ απ’ την οικογένεια Λάτση, με αφορμή το πολύνεκρο δυστύχημα στην Πετρόλα.
Δέκα χρόνια αργότερα, η κυβέρνηση της Ν.Δ. μιλούσε για το «κίνημα των νέων εθνικών ευεργετών στην Υγεία». Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση διοικητή νοσοκομείου διορισμένου από τη Ν.Δ. που, με εγκύκλιό του προς όλο το προσωπικό, παρουσίασε την ευχάριστη θέση στην οποία βρισκόταν, καθώς «με πρωτοβουλία και έντονη δραστηριοποίηση ανώτατου πανεπιστημιακού στελέχους του χώρου εξασφαλίσθηκε χορηγός για την ανακαίνιση του 4ου και 5ου ορόφου του Παραρτήματος» και προσέθετε: «η διοίκηση εξασφάλισε χορηγό για τον εξωραϊσμό του λεβητοστασίου στην αυλή».
Αυτοί οι χορηγοί χρειάζονται και τους κατάλληλους προβολείς των «αγαθοεργιών» τους, πρακτική που αποτέλεσε πεδίον δόξης λαμπρό για τις «υπηρεσίες προβολής υπηρεσιών Υγείας», που έβλεπαν τη δραστηριότητά τους να…..χαίρει άκρας υγείας, όπως και τα κέρδη των ευεργετών.
Επικοινωνιακή πρακτική που από τότε διευρύνθηκε. Για παράδειγμα, δημοσιογράφος που είχε σχέση με την εταιρεία της καμπάνιας AIDS υπήρξε και ο διαμεσολαβητής για την προμήθεια στο υπουργείο Υγείας του γνωστού τετραψήφιου αριθμού 1535 για ραντεβού στο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Το νέο σύστημα ονομαζόταν «Ίασης», ξεκίνησε πιλοτικά και τέθηκε σε πλήρη εφαρμογή τον ίδιο χρόνο.
Κλείνοντας την εφημερίδα ή την τηλεόραση έπειτα από ένα ρεπορτάζ υγείας, όλοι θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο δημοσιογράφος λειτούργησε με αποκλειστικό γνώμονα την ενημέρωσή μας.
Αν όμως ο συγκεκριμένος ανήκει στους δημοσιογράφους που δέχονται το περιστασιακό «δώρο» από τη φαρμακοβιομηχανία (από ένα δωρεάν γεύμα μέχρι ένα ταξίδι με διαμονή σε υπερπολυτελές ξενοδοχείο), υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η επιλογή και η απόδοση του θέματος να είναι προκατειλημμένη.
Οι δημοσιογράφοι δεν έχουν ανοσία στη χειραγώγηση του μάρκετινγκ και οι γίγαντες του φαρμάκου το γνωρίζουν καλά. Τα παραπάνω καταδεικνύουν δύο εκτεταμένες εκθέσεις -μία αμερικανική και μία βρετανική (Annals of Emergency Medicine Μάρτιος 2009 & Βritish Medical Journal 14/3/2005 αντίστοιχα)- που εντόπιζαν ότι η φαρμακοβιομηχανία αγοράζει την επιρροή των δημοσιογράφων μεταξύ άλλων κλάδων (γιατρών, φιλανθρωπικών οργανισμών, συλλόγων ασθενών, πολιτικών).
Δωράκια και payroll
Η στενή σχέση του Τύπου και των λειτουργών του με τη φαρμακοβιομηχανία στη χώρα μας είναι πολύχρονη και επιτυχημένη, καθώς όλα τα μέρη είναι ιδιαιτέρως ευχαριστημένα, αφού παίρνουν αυτό που θέλουν: οι μεν «δώρα» και οι δε προβολή των προϊόντων τους.
Οι εταιρείες προβολής έχουν ακόμα και στο payroll τους εμφανώς ή αφανώς δημοσιογράφους ή προωθούν τα «δώρα» με αντάλλαγμα διαφημίσεις, «έτοιμα θέματα», χορηγίες κ.λπ. Χρήματα υπήρχαν και υπάρχουν άλλωστε άφθονα στο φάρμακο.
Παλαίμαχος συνάδελφος θυμάται στα ταξίδια αυτά να πηγαίνουν οι δημοσιογράφοι με τις συζύγους, την πεθερά, τα παιδιά, ακόμα και την νταντά για να τα προσέχει. Ενδεικτικά περιγράφει τριήμερο ταξίδι στο Ντουμπάι μεγάλης πολυεθνικής φαρμακευτικής εταιρείας για να παραχωρήσει μία και μοναδική συνέντευξη Τύπου σε πολυτελές ξενοδοχείο του Εμιράτου, όπου ανακοινώθηκε απ’ την εταιρεία η δημιουργία εργαστηρίου για τον έλεγχο πλαστών φαρμάκων, ακόμα και δικών της.
Δηλαδή η βιομηχανοποίηση της απάτης υποχρέωσε και μια μεγάλη πολυεθνική να κάνει έλεγχο και στα φάρμακά της, για να μη γίνει ρεζίλι διεθνώς. Κατά τα άλλα, το γκρουπ των δημοσιογράφων που ταξίδεψαν στη μεγαλύτερη, πολύ δημοφιλή πόλη των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων επισκέφθηκε την έρημο, ανέβηκε σε καμήλες, έφαγε, είδε αξιοθέατα κ.ο.κ.
Το πρόβλημα της αλληλεξάρτησης γίνεται πιο ακανθώδες, τη στιγμή που ο ορισμός των «ΜΜΕ» αλλάζει μέρα με τη μέρα. Τα παραδοσιακά μέσα – οι εφημερίδες, τα περιοδικά, η τηλεόραση – καταρρέουν. Την ίδια ώρα, οποιοσδήποτε μπορεί να γίνει στο δευτερόλεπτο ειδικός online ξεκινώντας ένα blog ή ένα site, χωρίς να απαιτείται προϋπηρεσία στον χώρο.
Η χώρα μας μετράει 80 ιατρικά sites. Λόγω της αυξημένης προσφοράς, οι τιμές πέφτουν και από 2.000 – 3.000 ευρώ μόνο για ένα δισέλιδο εφημερίδας αρκούν 300 ευρώ για να γίνει εκτεταμένη προβολή. Τα πιο «δυνατά» sites, φυσικά, ανήκουν και πάλι στις ίδιες εταιρείες προβολής υπηρεσιών υγείας, οι οποίες δεν είναι διατεθειμένες να χάσουν το μερίδιο της πίτας που για χρόνια διατηρούν.
«Πόσο κοστίζει!»
Σε αποστολή σε πανεπιστημιακό συνέδριο στο Νοσοκομείο του Ρίου, νέος συνάδελφος προτείνει σε γιατρούς ομιλητές να αρθρογραφήσουν στο επιστημονικό περιοδικό που εξέδιδε η εφημερίδα στην οποία εργαζόταν, όπως του είχε ζητήσει να κάνει ο προϊστάμενός του, μεγάλο-δημοσιογράφος του χώρου. «Ευχαρίστως», του απάντησε καθηγητής κύριος ομιλητής του συνεδρίου: «Πόσο θα κοστίσει αυτή η συνεργασία;».
Ο νέος δημοσιογράφος ντράπηκε: «Κύριε καθηγητά, θα ήταν τιμή μας να αρθρογραφήσετε στο ένθετό μας, ωστόσο δεν προβλέπεται αμοιβή». «Όχι, δεν καταλάβατε», είπε ο καθηγητής, «εννοώ πόσα χρήματα θα χρειαστεί εγώ να σας δώσω. Οι πληροφορίες μου λένε ότι για κάθε σελίδα ζητάτε 1.000 ευρώ».
Επιστρέφοντας στην εφημερίδα, ο δημοσιογράφος μετέφερε τη συζήτηση στον αρχισυντάκτη του. Διαπιστώθηκε, τελικά, ότι τα ποσά αυτά εισέπραττε εξ ολοκλήρου ο προϊστάμενός του.
Η εμπλοκή των δημοσιογράφων και στον τομέα του μάρκετινγκ
Τον Ιούλιο του 2015, ο πρόεδρος των ΑΝ.ΕΛΛ., Πάνος Καμμένος, κατέθεσε στην Ενωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ) μία λίστα με ονόματα δημοσιογράφων που φέρονται να έλαβαν συνολικά 21 εκατ. ευρώ στο πλαίσιο της διαφημιστικής καμπάνιας του ΚΕΕΛΠΝΟ. Ονόματα δημοσιογράφων ακούστηκαν και στην επίκαιρη ιστορία της Novartis.
Η πολιτική μάρκετινγκ των εταιρειών φαρμάκου είναι η επίτευξη μιας όσο πιο άμεσης γίνεται σχέσης με τον ίδιο τον δημοσιογράφο -σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούν να συνδιαλλαγούν με τα εξειδικευμένα τμήματα Μάρκετινγκ των ΜΜΕ. Το ίδιο παρατηρείται να επιθυμούσαν μέχρι το 2015 και οι πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου Υγείας, μέσω των εποπτευόμενων φορέων τους, π.χ. ΚΕΕΛΠΝΟ.
Με αυτό δεδομένο, δημοσιογράφοι του υγειονομικού ενεπλάκησαν στον τομέα των διαφημίσεων, πριονίζοντας το ίδιο το κλαδί που έχουν ανέβει. Προμήθευαν τα Μέσα στα οποία εργάζονταν με διαφημίσεις με αντάλλαγμα «δωράκια» ή κρατώντας το 25% ή σε άλλες περιπτώσεις με επιπλέον αμοιβή 200% της αξίας της διαφήμισης.
Τα κριτήρια για την «ικανότητα» του κάθε δημοσιογράφου, απλά:
– Το εκτόπισμα του ΜΜΕ στο οποίο εργάζεται
– Το όνομα του ΜΜΕ
– Το κοινό στο οποίο απευθύνεται
– Οι ηθικές αντιστάσεις του
Η διαπλοκή και η αλληλεξάρτηση είναι γεγονός, σημειώνει παλαίμαχος του ρεπορτάζ: «Βλέπω ένα δημοσίευμα, ένα ένθετο υγείας εφημερίδας ή μία εκπομπή στην τηλεόραση και ξέρω ποιος πληρώνει.
Ή διαβάζω, ακούω, βλέπω τα ρεπορτάζ ότι περιμένουν χιλιάδες ασθενείς στην ουρά για κάποιο φάρμακο και αναμένω να ακούσω ότι κυκλοφόρησε νέο φάρμακο που αντιμετωπίζει την πάθηση».
Ο κυνισμός της χθεσινής δήλωσης του αντιπροέδρου της Βουλής, Δημήτρη Κρεμαστινού, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα, αποτυπώνει με εξαιρετικό τρόπο την παραπάνω αλληλεξάρτηση: «Αυτό που ονομάζεται σκάνδαλο Novartis, είναι η πολιτική των περισσότερων εταιρειών. Και αυτό το γνωρίζουν όλοι».
Οι δημοσιογράφοι, το 1998 (επί προεδρίας Αρ. Μανωλάκου στην ΕΣΗΕΑ), συνέταξαν και υπερψήφισαν έναν Κώδικα Επαγγελματικής Ηθικής και Κοινωνικής Ευθύνης. Στόχος, «να επαναβεβαιώσει και διασφαλίσει τον κοινωνικό ρόλο του δημοσιογράφου στις νέες συνθήκες που διαμορφώνουν ο γιγαντισμός, το ολιγοπώλιο στο ιδιοκτησιακό καθεστώς, η αυξημένη εμβέλεια και επιρροή των ΜΜΕ και η παγκοσμιοποίηση της επικοινωνίας».
Συγκεκριμένα, για τον χώρο της Υγείας (Άρθρο 3, παράγραφος ζ.):
«Ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει να ελέγχει και να τεκμηριώνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στον ευαίσθητο τομέα της Υγείας, όπου η παραπλανητική πληροφόρηση και η εντυπωσιακή προβολή μπορούν να προκαλέσουν αδικαιολόγητη αναστάτωση στην κοινή γνώμη».
Οι εργοδότες, θυμίζουμε δεν έχουν αποδεχτεί τον Κώδικα της ΕΣΗΕΑ.
{jcomments on}