«Έχουμε χρέος να αμβλύνουμε τις πολλές αρνητικές συνέπειες μιας συμφωνίας που έχει ήδη υπογραφεί. Πρέπει να το κάνουμε με ρεαλισμό και ωριμότητα».
Με αυτές τις φράσεις, απευθυνόμενος στον πρωθυπουργό της Βόρειας Μακεδονίας, Ζόραν Ζάεφ, στη Θεσσαλονίκη από το βήμα του Thessaloniki Summit 2019, o Κυριάκος Μητσοτάκης επανέλαβε την κριτική του στη Συμφωνία των Πρεσπών, μην παραλείποντας, ωστόσο, να τονίσει ότι θα εργαστεί για την εφαρμογή της, αφού αποτελεί προϋπόθεση για την ευρωπαϊκή προοπτική της Βόρειας Μακεδονίας.
Η διαχρονική θέση της χώρας μας είναι υπέρ της ευρωπαϊκής διεύρυνσης στα Δυτικά Βαλκάνια, αφού έτσι διασφαλίζονται η ειρήνη και η σταθερότητα στην περιοχή.
Χρειάζεται, ωστόσο, αφενός να τηρούνται οι δεσμεύσεις των προς ένταξη κρατών στο ευρωπαϊκό δίκαιο και η προσήλωσή τους στις δημοκρατικές αξίες, αφετέρου να αποφεύγονται ενέργειες που συντηρούν εντάσεις και αλυτρωτικές διαθέσεις στην περιοχή.
Το πρόσφατο γαλλικό «μπλόκο» στα ευρωπαϊκά όνειρα της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας επανέφερε εκ νέου τα προαπαιτούμενα για την είσοδο στην ευρωπαϊκή οικογένεια των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων, δρομολόγησε εσωτερικές εξελίξεις αλλά και πυροδότησε πρωτοβουλίες στο εσωτερικό της χερσονήσου, όπως αυτή της ίδρυσης της «Μικρής Σένγκεν» με «οραματιστή» τον Σέρβο Πρόεδρο Βούτσιτς.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν και αφορούν στη χώρα μας είναι πολλά, με βασικότερο αν οι παρενέργειες του ευρωπαϊκού «φρένου» στα Βαλκάνια έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην Ελλάδα.
Και μοιραία επανέρχεται η συζήτηση περί οφελών και ζημιών από τη Συμφωνία των Πρεσπών, αν η Ελλάδα έχασε περισσότερα απ’ όσα κέρδισε με την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων με τα Σκόπια κι αν τελικά ο εθνικός στόχος περί ηγέτιδας των Βαλκανίων «πατάει» κάπου και δεν ήταν μόνο αφήγημα εσωτερικής κατανάλωσης.
Θυσίες χωρίς αποτέλεσμα
Η προηγούμενη κυβέρνηση και η ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών είχαν μιλήσει κατ’ επανάληψη για την επαναφορά της χώρας στην κεφαλή των βαλκανικών κρατών και είχαν προσανατολίσει την εξωτερική πολιτική πάνω σε αυτό.
«Η Ελλάδα επανέρχεται ως ηγέτιδα των Βαλκανίων», δήλωνε ο τότε υπουργός Εξωτερικών κατά τη συνάντησή του με τον Γερμανό ομόλογο του, Χάικο Μας, 24ωρα μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών.
«Η χώρα μας πλέον θα μετρά στα Βαλκάνια μόνο φίλους, γίνεται η ηγέτιδα δύναμη της περιοχής, όχι διά της επιβολής, αλλά δίνοντας το παράδειγμα της συνεργασίας και της αλληλεγγύης», έλεγε σε συνέντευξή του ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος, ενώ ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας από το βήμα της Βουλής έλεγε ότι πατριωτισμός είναι να είναι η χώρα «ηγέτιδα δύναμη σταθερότητας και συνεργασίας στα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης».
Η εξωτερική πολιτική στη Βαλκανική περιλάμβανε ανοιχτό και συνεχή διπλωματικό δίαυλο με την Αλβανία, εντατικές επαφές με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, πρωτοβουλίες για την ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων και, βέβαια, τη διαπραγμάτευση με την κυβέρνηση Ζάεφ, που κατέληξε στις Πρέσπες.
«Την ξεκινήσαμε εμείς τη διαπραγμάτευση, την κάναμε εμείς, διότι είχαμε σοβαρές ανησυχίες για τις εξελίξεις στα Βαλκάνια και την επιρροή τρίτων δυνάμεων που δεν είναι ιστορικά φιλικές μας σε συγκεκριμένους κύκλους των Βαλκανίων. Είμαστε σοβαρή κυβέρνηση και κάναμε σοβαρή διαπραγμάτευση, με σοβαρό αποτέλεσμα», σημείωνε ο κ. Κοτζιάς σε τηλεοπτική συνέντευξή του μετά τη συμφωνία Αθήνας-Σκοπίων, προαναγγέλλοντας ότι θα ακολουθούσε συμφωνία επίλυσης των διμερών ζητημάτων με τα Τίρανα, κάτι που δεν πρόλαβε να πράξει, αφού αποχώρησε από το κυβερνητικό σχήμα.
Η σημερινή εικόνα έχει πλέον τα εξής δεδομένα: Αλβανία και Βόρεια Μακεδονία δεν πήραν το ευρωπαϊκό «διαβατήριο», στα Σκόπια επίκεινται πολιτικές εξελίξεις και, σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα δημοσκοπήσεις, θα υπάρξει κυβερνητική αλλαγή, η Αλβανία – όπως έκανε και στο παρελθόν – παραβιάζει τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας – για κύρωση της συμφωνίας για την ΑΟΖ με την Ελλάδα του 2009 δεν γίνεται καν λόγος – ενώ στα Δυτικά Βαλκάνια λαμβάνονται πρωτοβουλίες που μάλλον προβληματίζουν παρά ευνοούν τη χώρα μας.
Και η σημερινή κυβέρνηση είναι αναγκασμένη να αναζητά τρόπους προστασίας των εθνικών συμφερόντων – όπως η πρόσφατη πρωτοβουλία για την κατοχύρωση της ταυτότητας των μακεδονικών προϊόντων – και να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα με μικρό περιθώριο παρέμβασης.
Η έλλειψη διορατικότητας στο πρόσφατο παρελθόν για το ποια στάση θα κρατούσαν τα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη έναντι των Δυτικών Βαλκανίων, η περιορισμένη πληροφόρηση στις παρασκηνιακές συζητήσεις για το μέλλον των γειτονικών κρατών και η αυτοπαγίδευση στη μεγάλη ιδέα του ηγετικού ρόλου στην περιοχή φέρνουν σήμερα δυσμενή αποτελέσματα στην εξωτερική πολιτική της χώρας.
Πηγή το φύλλο 128 της «Νέας Σελίδας» την Κυριακή 17 Νοεμβρίου.