Που διαφέρει η Ελληνική από την κρίση στη Δύση;….του Γιώργου Κοντογιώργη.

0
218

Η ολιγαρχική κομματοκρατία, που συμβολίζει ακριβώς την οπισθοδρομική εκδοχή του κράτους, διασφάλισε διαχρονικά την ιδιοποίησή του, με αποκορύφωμα τη μεταπολίτευση.

Η περίοδος αυτή σηματοδοτεί την ολική επαναφορά της χώρας στο καθεστώς της πλέον απεχθούς φαυλοκρατίας που καταγράφεται τον 19ο αιώνα.

Όντως, στη μεταπολίτευση διαμορφώθηκαν οι προϋποθέσεις και τα αντίστοιχα ιδεολογήματα για την κρίση που βιώνουμε σήμερα: για την ολική αποδόμηση και την απόλυτη ιδιοποίηση του κράτους, για την υπερχρέωσή του, για τον παρασιτικό εκφυλισμό της οικονομίας και για την πελατειακή προσομοίωση της κοινωνίας.

Ο ρόλος της Αριστεράς στο ζήτημα αυτό υπήρξε καταλυτικός. Τα ανωτέρω υποδηλώνουν ότι η σημερινή ελληνική κρίση παρουσιάζει μια θεμελιώδη ιδιαιτερότητα σε σχέση με την γενικότερη δυτική κρίση. Είναι πρωτογενώς πολιτική, δημιούργημα εξ ολοκλήρου του πολιτικού συστήματος.

Η δυτική κρίση είναι εξίσου πρωτογενώς πολιτική. Όμως, με την έννοια ότι προέκυψε όχι από την ιστορική αναντιστοιχία του πολιτικού συστήματος προς την κοινωνία, αλλά ως αποτέλεσμα της μη εναρμόνισής του με την εν γένει ανθρωποκεντρική εξέλιξη του κόσμου της νεοτερικότητας.

Εξέλιξη, η οποία χρεώνεται την εκτροπή του δόγματος της αυτορύθμισης του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Διαθέτοντας εντούτοις μια ιστορική λειτουργικότητα, το πολιτικό σύστημα μερίμνησε ώστε να το επαναφέρει σε κανονιστική τροχιά.

Στον αντίποδα, το ελληνικό πολιτικό σύστημα βρέθηκε εκτεθειμένο, καθώς είχε ήδη οδηγήσει στην υπερχρέωση της χώρας, ενώ διένυε την κορυφαία στιγμή της εκφυλιστικής του πορείας, με την αποδόμηση και τη λεηλασία του κράτους και του παρασιτικού μετασχηματισμού της οικονομίας.

Υπέρβαση του πολιτικού συστήματος

Η διαφορά αυτή μεταξύ της δυτικής και την ελληνικής κρίσης συνομολογεί και για το αδιέξοδό της. Διότι η υπέρβαση της κρίσης στην ελληνική περίπτωση προϋποθέτει την υπέρβαση του πολιτικού συστήματος.

Και όπως όλα δείχνουν, το πολιτικό του προσωπικό ούτε γνωρίζει, λόγω της ολικής αλλοτρίωσής του, ούτε δύναται ούτε – το κυριότερο – θέλει να υπερβεί τον εαυτό του, προκειμένου να ανατάξει τη χώρα.

Απουσιάζει, με άλλα λόγια, ο πολιτειακός εκείνος παράγων που θα επανέφερε την χώρα σε κανονιστική τροχιά, αναλαμβάνοντας σε τελική ανάλυση την θεραπεία των κακώς κειμένων του κράτους.

Εάν παρακολουθήσουμε την πορεία της χώρας προς την άβυσσο, θα διαπιστώσουμε αβίαστα ότι, παρόλη την τραγική κατάσταση στην οποία βρισκόταν το 2008, η είσοδός της στο «μνημόνιο» δεν ήταν αναπόφευκτη.

Επελέγη ως λύση διότι η ελληνική πολιτική τάξη αρνιόταν να λάβει τα αναγκαία διαρθρωτικά μέτρα, προκειμένου να την αποτρέψει. Προτίμησε να εξαγάγει το ελληνικό πρόβλημα στο εξωτερικό.

Δεν θέλησε για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι κάτι τέτοιο συνεπάγεται την υπέρβαση του καθεστώτος της δυναστικής κομματοκρατίας και κατά τούτο της λογικής του συστήματος που την εξέθρεψε. Ο άλλος συνέχεται με το πρόσημο των πολιτικών του κράτους.

Πρυτανείο σίτισης

Σε ένα τυπικό ολιγαρχικό καθεστώς, όπως το νεοτερικό, ο σκοπός της πολιτικής είναι εξ αντικειμένου ολιγαρχικός, παρ’ όλον ότι εμφανίζεται να συνεκτιμά το πολιτικό κόστος που συνέχεται με την κοινωνική συνοχή.

Για την ελληνική πολιτική τάξη, η έννοια του πολιτικού κόστους, εστιάζει στις αντιδράσεις των συμμετεχόντων στο πρυτανείο σίτισης του κράτους και όχι στην κοινωνία.

Το πολιτεύεσαι έναντι της κοινωνίας επικεντρώνει το ενδιαφέρον του αποκλειστικά στην αποδόμηση της συλλογικότητάς της, προκειμένου να αφήνεται ανεξέλεγκτη στη νομή της εξουσίας.

Η παράδοση της χώρας στους «δανειστές» και η χρησιμοποίησή της ως εργαστηρίου για την οικοδόμηση της γερμανικής Ευρώπης, οδήγησε στην αποδόμηση της παραγωγικής βάσης της χώρας και στην φτωχοποίηση της κοινωνίας.

Άφησε, όμως, άθικτη την αιτία της κρίσης, δηλαδή το πολιτικό σύστημα, το κράτος (Δημόσια Διοίκηση και Δικαιοσύνη) και τη νομοθεσία που οικοδομεί τη διαπλοκή, τη διαφθορά και την εν γένει ιδιοποίηση του κράτους / δημόσιου αγαθού.

Εξίσου ενδιαφέρον, στο πλαίσιο αυτό, είναι ότι η άρχουσα πολιτική τάξη επέλεξε τη διαχείριση του μνημονίου δίκην εντεταλμένου λογιστή της “τρόικας” εις τρόπον ώστε να μην αγγίξει τα αίτια της κρίσης. Ιδίως να αποφύγει να ελέγξει το παρελθόν της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, καθώς και τα δικά της προνόμια.

Η προσέγγιση αυτή, η οποία εστιάζει στην ικανοποίηση των δανειστών και, μάλιστα, εξαντλεί το κατ’ αυτήν περιεχόμενο των δημοσίων πολιτικών, σ’ αυτό, συνάδει με την λογική του πολιτεύεσαι της κομματοκρατίας.

Η ιδιοποίηση του δημόσιου αγαθού

Όντως, παρουσιάζεται το φαινόμενο ένας πολιτικός, εν προκειμένω το σύνολο της πολιτικής τάξης, να πολιτεύεται επί δεκαετίες και να αγνοεί εντελώς τα της πολιτικής διοίκησης του κράτους, τις ανάγκες του και, το χειρότερο, το διεθνές και το ευρωπαϊκό περιβάλλον, μέσα στο οποίο κινείται η χώρα.

Εύλογα, θα έλεγε κανείς, αφού έχει ζυμωθεί στα πλέον απεχθή κομματικά ή κόμματο-κρατούμενα κρατικά καταγώγια, αφού έχει διδαχθεί πώς να καταδολιεύει τους θεσμούς, να χειραγωγεί την κοινωνία και να ιδιοποιείται το δημόσιο αγαθό.

Δεν έχει διδαχθεί πώς θα διαχειρισθεί επ’ αγαθό της χώρας τα συμφέροντά της, ή πώς θα κατευθύνει τις δημόσιες πολιτικές με άξονα αναφοράς την κοινωνική συλλογικότητα.

Εάν για παράδειγμα αποφασιζόταν μια λελογισμένη περισυλλογή και ανασυγκρότηση του κράτους, στην αρχή της κρίσης, δεν θα ήταν αναγκαία η είσοδος στο 1ο μνημόνιο.

Και εάν ελαμβάνοντο στη συνέχεια τα απαιτούμενα μέτρα ανάταξης της χώρας, αντί να διαχειρίζονται την κρίση δίκην «ναρκομανούς», δεν θα υπήρχε λόγος ενός 2ου και ενός 3ου μνημονίου.

Όποιος γνωρίζει με πόση ανευθυνότητα προσεγγίζουν οι αξιωματούχοι του ελληνικού κράτους τη συμμετοχή τους στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, δηλαδή στα δρώμενα όπου αποφασίζεται η τύχη της χώρας, μπορεί και να συναγάγει τα αναγκαία συμπεράσματα.

{jcomments on}

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here