Οι διεφθαρμένοι του πολιτικού «πεζοδρομίου» της Κηφισιάς!

0
318

Η εννοιολογική προσέγγιση της διαφθοράς είναι σχετική με την αποσύνθεση της ηθικής και πολιτικής τάξης που οδηγεί σε έκπτωση, υποβάθμιση δηλαδή της ηθικής και λειτουργικής υπόστασης των φορέων που διαφθείρονται.

Στις σύγχρονες κοινωνιολογικές προσεγγίσεις η διαφθορά εκτιμάται ως μια συμπεριφορά που πλήττει την εμπιστοσύνη που δείχνουν οι πολίτες προς όσους διαχειρίζονται δημόσιες υποθέσεις και την εντιμότητα που απαιτείται να έχουν οι διαχειριστές των δημοσίων υποθέσεων για την αμερόληπτη διαχείρισή τους.

Κατά τον Friedrichs [Friedrich, C, (1989), Corruption Concepts in Historical Perspective, in Political Corruption – Concepts & Context, 3rd Edition, Heidenheimer, A., & Johnston, M., (eds.), Transaction Publishers, 2002], διαφθορά είναι η αποκλίνουσα συμπεριφορά που είναι συνδεδεμένη με ένα ειδικό κίνητρο, το ιδιωτικό κέρδος σε βάρος του δημοσίου, δηλαδή διαφθορά υπάρχει όταν ένας κάτοχος εξουσίας που είναι επιφορτισμένος με την εκτέλεση ορισμένων καθηκόντων, όπως ένας δημοτικός υπάλληλος ή αιρετός σε δημοτικό συμβούλιο, μέσω χρηματικών ή άλλων αμοιβών και ανταλλαγμάτων στα οποία βέβαια συμπεριλαμβάνεται κι αυτό της ανταλλαγής της υπόσχεσης ψήφου του εκλογέα με πράξη ή παράλειψη του αιρετού κατά παράβαση των καθηκόντων του αλλά επωφελή για τον εκλογέα, προτρέπεται σε δράση ή παράλειψη από δράση που ευνοεί αυτόν που παρέχει τη χρηματική ή άλλη αμοιβή ή αντάλλαγμα και συνάμα ζημιώνει το δημόσιο συμφέρον, όπως το συμφέρον των δημοτών μιας πόλης εν προκειμένω στο παράδειγμα του δημοτικού υπαλλήλου ή αιρετού στο δημοτικό συμβούλιο. 

Συμπληρωματική της εννοιολογικής προσέγγισης της διαφθοράς κατά τον Friedrichs είναι αυτή του προσδιορισμού της κατά τον Nye [Nye, J.S., (1967), Corruption and Political Development: A Cost – Benefit Analysis, American Political Science Review 16, pp.417-427] που αντιλαμβάνεται τη διαφθορά ως συμπεριφορά αποκλίνουσα από τα τυπικά καθήκοντα ενός δημόσιου ρόλου λόγω εκτιμώμενων ιδιωτικών ωφελημάτων σε οικονομικές ή άλλες απολαβές κατά παράβαση των κανόνων που διέπουν την άσκηση των καθηκόντων του δημόσιου λειτουργού.

Στη σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για θέματα αστικού δικαίου περί διαφθοράς (Civil Law Convention on Corruption, Council of Europe, διαθέσιμη σε http://conventions.coe.int/Treaty/en/Treaties/html/174.htm) της 4ης Νοεμβρίου 1999 ως διαφθορά νοείται η απαίτηση, προσφορά, παροχή, ή αποδοχή, αμέσως ή εμμέσως δώρου ή οποιουδήποτε άλλου μη προσήκοντος ωφελήματος ή υπόσχεσης ενός τέτοιου ωφελήματος που επηρεάζει την ορθή εκτέλεση καθήκοντος ή την απαιτούμενη συμπεριφορά του λήπτη του δώρου ή του μη προσήκοντος ωφελήματος ή της υπόσχεσης εντός τέτοιου ωφελήματος.

Η Ομάδα του Συμβουλίου της Ευρώπης (GRECO, Group of States against Corruption ή στο http://www.coe.int/t/dghl/monitoring/greco/default_en.asp) ορίζει τη διαφθορά ως αθέμιτη λήψη ή καταβολή ή κάθε άλλη συμπεριφορά έναντι προσώπων επιφορτισμένων με ευθύνες στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα κατά παράβαση των καθηκόντων που έχουν αναλάβει βάσει της ιδιότητας του δημόσιου οργάνου ή του ιδιωτικού οργάνου αντίστοιχα η οποία αποσκοπεί να παράσχει αχρεώστητα οφέλη οποιασδήποτε μορφής σ’ αυτούς ή σε έναν τρίτο.

Στο πεδίο της Δημόσιας Διοίκησης, όπως ας πούμε στο επίπεδο ενός δήμου όπως ο δήμος Κηφισιάς, η διαφθορά συνήθως εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλήψεις που ανταποκρίνονται στην αντικειμενική υπόσταση εγκλημάτων σχετικών με την υπηρεσία κατά τις διατάξεις των άρ.235 επ. του Ποινικού Κώδικα.

Και συνήθως, εκεί όπου υπάρχουν πολλαπλές αναφορές για διαφθορά εκπροσώπων της δημοτικής Αρχής σχετιζόμενες με τον τρόπο που αυτοί άσκησαν δημόσια διοίκηση, υπάρχουν και εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον ποινικών ή διοικητικών δικαστηρίων με κατηγορούμενους ή εναγόμενους εκπροσώπους της φερόμενης ως διεφθαρμένης δημοτικής Αρχής, στις περισσότερες δε των περιπτώσεων αυτών εκκρεμών ενώπιον της Δικαιοσύνης η κατηγορία της παράβασης καθήκοντος κατ’ αυτουργία ή άμεση συνέργεια ή ηθική αυτουργία είναι πλέον σύνηθες.

Σε όλες τις περιπτώσεις των προβλεπόμενων εγκλημάτων περί την υπηρεσία του Ποινικού Κώδικα το κοινό στοιχείο της διαφθοράς των ειδικά περιγραφόμενων εγκληματικών πράξεων εντοπίζεται στην ύπαρξη δύο βασικών παραμέτρων της καταλογιστέας ως διεφθαρμένης συμπεριφοράς:

Πρώτη παράμετρος είναι ότι η πράξη ή παράλειψη που προσδιορίζεται ως στοιχείο διαφθοράς αντίκειται στην αρχή της νομιμότητας της δημόσιας διοίκησης η οποία αποτελεί δομικό στοιχείο της έννοιας του Κράτους Δικαίου και συνδέει τη δράση της δημόσιας διοίκησης με την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας.

Δεύτερη παράμετρος είναι ότι η πράξη ή παράλειψη που προσδιορίζεται ως στοιχείο διαφθοράς αντίκειται στην υποχρέωση ανιδιοτελούς επιδίωξης του δημοσίου συμφέροντος με την οποία επιφορτίζονται όλοι όσοι ασκούν δημόσια εξουσία είτε ως υπάλληλοι είτε ως αιρετοί δημόσιου φορέα είτε είναι δήμος είτε άλλος δημόσιος φορέας.

Βασικό στοιχείο της διαφθοράς είναι η ευθεία παραβίαση ή καταστρατήγηση κανόνων δικαίου με σκοπό την εξυπηρέτηση ατομικών-ιδιοτελών σκοπών. Στις περιπτώσεις αυτές, οι επιφορτισμένοι με την άσκηση δημόσιας εξουσίας ασκούν αυτή όχι στο όνομα των πολιτών ανεξαιρέτως και αδιακρίτως όπως επιτάσσει η νομιμότητα στα πλαίσια λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά στο όνομα αλλότριων σκοπών υποβαθμίζοντας τελικά την ουσιαστική νομιμοποίησή τους.

Σε επίπεδο επιπτώσεων της διαφθοράς στον κοινωνικό ιστό, η διαφθορά υπονομεύει την εμπιστοσύνη των πολιτών στο πολιτικό σύστημα, στους θεσμούς του, στην ηγεσία του και στη δημόσια διοίκηση και δημιουργεί ένα έλλειμμα αρετής και ελαχίστων αναγκαίων στοιχείων περί την προσωπικότητα αυτών που καλούνται ν’ ασκήσουν δημόσια εξουσία.

Σε κοινωνίες που ενδημεί έντονο το στοιχείο της διαφθοράς χωρίς οι διεφθαρμένοι ή φερόμενοι κατά γενική αντίληψη ως τέτοιοι να έχουν υποστεί κυρώσεις για την ηθικά και πολιτικά καταδικαστέα και αποδιδόμενη σ’ αυτούς διεφθαρμένη συμπεριφορά τους, η διεφθαρμένη συμπεριφορά τείνει να εκλαμβάνεται από τους εκλογείς ως αναπόσπαστο στοιχείο της άσκησης δημόσιας εξουσίας.

Έτσι είναι σύνηθες φαινόμενο οι εκλογείς που δείχνουν ανοχή στη φημολογούμενη διαφθορά των αντιπροσώπων τους και αιρετών στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας να θεωρούν αυτονόητη την ταύτιση της άσκησης δημόσιας εξουσίας με την ύπαρξη του στοιχείου της εξυπηρέτησης των πελατειακών σχέσεων της αιρετής πολιτικής εξουσίας με μειοψηφίες ή συχνά ολιγομελείς φατρίες ή να θεωρούν «αναγκαίο κακό» την ταύτιση της άσκησης δημόσιας εξουσίας με το πατρονάρισμα της πολιτικής εξουσίας από κέντρα οικονομικής ή άλλης εξουσίας.

Με άλλα λόγια, η ανοχή των πολιτών στη διαφθορά των πολιτικών ή αιρετών εκπροσώπων τους προκαλεί τον κίνδυνο της «θεσμοποίησης της διαφθοράς» δηλαδή της επικράτησης της αντίληψης στην κοινωνία ότι η διαφθορά των αιρετών ή των διαχειριζομένων δημόσια εξουσία είναι κάτι αυτονόητο και φυσιολογικό.

Τούτο έχει ως απώτερη συνέπεια αυτής της θεσμοποίησης της διαφθοράς το γεγονός ότι έτσι αμβλύνεται η αντίδραση της κοινωνίας σε φαινόμενα διαφθοράς στη δημόσια διοίκηση και επέρχεται περαιτέρω αποστασιοποίηση των πολιτών που δεν επιθυμούν να διάγουν το βίο τους ως συν-διεφθαρμένοι του«συστήματος» από την πολιτική και το ενδιαφέρον τους για την ευνομία και ευταξία στο δημόσιο βίο της χώρας είτε πρόκειται για το δημόσιο βίο ενός δήμου είτε μιας χώρας. Μ’ άλλα λόγια, η διαφθορά έτσι μπορεί να καταστεί αυτοτροφοδοτούμενη.

Η αυτοτροφοδοτούμενη και συνεχώς διογκούμενη διαφθορά τα τελευταία χρόνια που τουλάχιστον το φαινόμενό της κατέστη μετρήσιμο έδωσε νομιμοποιητική αιτία για τη συχνή αναφορά είτε δημοσιογραφικά είτε σε συζητήσεις πολιτών ενός από τα πιο συχνά επαναλαμβανόμενα αποφθέγματα που ακούμε ή διαβάζουμε συνήθως σε ριζοσπαστικές αμφισβητήσεις που αναφέρονται σε φορείς δημόσιας εξουσίας αμφιβόλου νομιμότητας περί την άσκηση αυτής.

Είναι το πνευματώδες και αληθές απόφθεγμα της φράσης «η εξουσία διαφθείρει, η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα». Η διατύπωση της πέρα για πέρα αληθινής αυτής άποψης οφείλεται στον Λόρδο John Emerich Edward Dalberg 1st Baron Acton of Aldenham, σπουδαίο φιλελεύθερο Βρετανό ιστορικό του 19ου αιώνα, ακραιφνή φιλελεύθερο και πολέμιο κάθε φανατισμού, πολιτικού ή θρησκευτικού, της εποχής του και καθηγητή Ιστορίας στο πανεπιστήμιο Cambridge από το 1895 μέχρι το 1901.

Την εξουσία, όμως, που διαφθείρει, δεν την έχουν μόνο άτομα, πολιτικοί ή θρησκευτικοί ηγέτες ή αιρετοί αντιπρόσωποι του εκλογικού σώματος. Την έχουν αποκτήσει τόσο οι διοικούντες και ασκούντες δημόσια εξουσία όσο και οι διοικούμενοι, και αναφέρομαι πρωτίστως σε κάποιες ομάδες μειοψηφικές, που επιβάλλουν το δικό τους αντικοινωνικό «θέλω», σε βάρος του συνόλου, σε βάρος της κοινής μας ζωής ως πολιτών, σε βάρος των δικαιωμάτων της πλειοψηφίας των πολιτών στον τόπο αυτό που θα ήθελαν να δουν είτε το δήμο στον οποίο κατοικούν π.χ. την Κηφισιά, είτε την πατρίδα μας την Ελλάδα να γίνεται αυτό που πραγματικά της αξίζει και όχι να αξίζει αυτό που σήμερα είναι.

Αυτές οι μειοψηφίες δεν είναι απαραίτητα συνειδητοποιημένοι δράστες αξιόποινων πράξεων. Μπορεί να είναι και τέτοιοι. Ωστόσο, συνήθως είναι πολίτες φαινομενικά σαν όλους τους άλλους που όμως αρέσκονται στον να δυναστεύουν τη ζωή όλων των άλλων συμπολιτών τους χάριν επίτευξης ιδιοτελών σκοπών μικρότερης ή μεγαλύτερης σημασίας.

Είναι κάποιες μειοψηφίες ολοένα και πιο διεφθαρμένες από κάποιους από τους αιρετούς τους που διάγουν τον κοινωνικό τους βίο με την εξουσία που τους δίνει η ανοχή του νόμου αλλά συχνά και μέρος της κοινωνίας των συμπολιτών τους. Άμεση αιτία της ολοένα και μεγαλύτερης εξουσίας αυτών των μειοψηφικών ομάδων είναι η ολιγωρία της νόμιμης εξουσίας στην εφαρμογή του νόμου αδιακρίτως.

Και μάλιστα, μια ολιγωρία που δεν είναι τυχαία, αλλά ενορχηστρωμένη από τις μειοψηφικές ομάδες με την βοήθεια των αρεστών σ’ αυτήν αιρετών που αναδεικνύονται στην εξουσία συνήθως με την υπόσχεση της «αποκατάστασης της νομιμότητας» δηλαδή, στην πραγματικότητα, με την υπόσχεση της μη εφαρμογής του νόμου χάριν προστασίας των ιδιοτελών συμφερόντων των μειοψηφιών που αν συσπειρωθούν μπορούν ενίοτε να καταστούν πλειοψηφικό ρεύμα αλλά και υπολογίσιμη εκλογική πελατεία.

Στο μικρόκοσμο του δήμου Κηφισιάς την απραξία της εφαρμογής του νόμου συνήθως την τρέφουν, υπόγεια και διαβρωτικά, κάποιες ιδεολογίες και πρακτικές που κάνουν το άσπρο μαύρο, καθώς προωθούν την, επιεικώς, ανώριμη πολιτικά (προς το παρόν) θεώρηση της νόμιμης, δημοκρατικής και πρόσφατα εκλεγμένης παρούσας διοίκησης του δήμου ως δήθεν «διοίκησης-δυνάστη» μόνο και μόνο επειδή αυτή εξελέγη με την προεκλογική δέσμευση της εφαρμογής των νόμων, της μη ανοχής στην παρανομία και στην πρακτική της εξυπηρέτησης συμφερόντων μειοψηφιών που συνιστούσαν επί μακρόν πολιτική πελατεία της απελθούσας διοίκησης.

Τέτοιες συμπεριφορές των θρασύτατων μειοψηφιών που είχαν μέχρι πρότινος «το πάνω χέρι»στα πεπραγμένα του δήμου Κηφισιάς όντας στην ουσία αυτοί που ιδιοτελώς ικανοποιούνταν από την αδράνεια της απελθούσας διοίκησης στην εφαρμογή των νόμων συναντάμε σε πολλές περιπτώσεις χρήσης δημοσίων και κοινόχρηστων χώρων που στην ουσία δεν υφίστανται ως τέτοιοι.

Χαρακτηριστική περίπτωση είναι τα πεζοδρόμια και οι ποδηλατοδρόμοι στην Κηφισιά. Ο δήμος λόγω του φυσικού του κάλλους και του πρασίνου/φύσης που τον περιβάλλει θα έπρεπε να έχει από τα πιο φροντισμένα πεζοδρόμια και το μεγαλύτερο και βέλτιστα ανεπτυγμένο δίκτυο ποδηλατοδρόμων των βορείων προαστίων ενισχύοντας την πεζοπορία ή ποδηλασία των πολιτών είτε στο εμπορικό του κέντρο είτε στις όμορφες γειτονιές του.

Αυτό θα συνιστούσε, περαιτέρω, παράγοντα ενίσχυσης της τοπικής οικονομίας, αλλά η παρούσα ανάλυση δεν αποσκοπεί να αναφερθεί στο πως και στο γιατί στο θέμα αυτό.

Αντί αυτών, όμως, η Κηφισιά είναι ίσως ο μοναδικός δήμος των βορείων προαστίων όπου τα πεζοδρόμια έχουν το χάλι που συναντά κανείς περπατώντας στην πόλη, οι δε ποδηλατοδρόμοι έχουν αναπτυχθεί σε μικρό δίκτυο με κάκιστη τεχνική διαμόρφωσής τους και «εμπλουτιστεί» με μεταλλικά κολονάκια ανά 0,50 μ. στα οποία αν τύχει και προσκρούσει κανείς ποδηλάτης ενήλικας ή ανήλικος είναι βέβαιο ότι θα τραυματιστεί ή κινδυνεύσει με κάτι βαρύτερο.

Προσωπικά, δεν έχω ξαναδεί σε πεζοδρόμια άλλης ευνομούμενης πόλης ή, για να το πω με το όνομά του, σε πεζοδρόμια πόλης στην οποία ασκείται χρηστή διαχείριση, τόσα πολλά κολονάκια κατασκευές ιδιωτών ή τόσο κακή επίστρωση και τεχνική διαμόρφωση πεζοδρομίων.

Δεν έχω, επίσης, ξαναδεί τόσο μεγάλο μέρος των κοινόχρηστων και δημόσιας ιδιοκτησίας χώρων των πεζοδρομίων της πόλης να είναι αδιαμόρφωτα και στην ουσία να λειτουργούν ως προεκτάσεις των κήπων των ιδιωτών των παρόδιων κατοικιών.

Όλοι αυτοί που εξυπηρετούνταν από την κατάσταση αυτή των καταληφθέντων ή αδιαμόρφωτων πεζοδρομίων είναι οι ίδιοι που για χρόνια πολλά ασκούσαν άμεσα ή έμμεσα πίεση στην παρελθούσα διοίκηση να κάνει τα «στραβά μάτια» και να αδρανήσει περί την εφαρμογή του νόμου που υπαγορεύει τη διαμόρφωση των πεζοδρομίων ως κοινόχρηστων χώρων με κόστος των ιδιοκτητών των παρόδιων κατοικιών! 

Διαβάστε σχετικό άρθρο που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στην Kifisia Press πατώντας ΕΔΩ….. 

Όλοι αυτοί, έχοντας βρει ανταπόκριση σε μια διεφθαρμένη – ευτυχώς απελθούσα – διοίκηση που αντήλλασσε την αδράνειά της περί την εφαρμογή του νόμου με ψηφοθηρικές υποσχέσεις και δεσμεύσεις, κατάφεραν και πέτυχαν στην ουσία ν’ απαγορεύουν πράγματι τη χρήση κοινόχρηστων χώρων από οποιονδήποτε συμπολίτη τους και σύμφωνα με τον προορισμό του κοινόχρηστου πράγματος.

Χορεύοντας ένα «ταγκό διαφθοράς» (it takes two to tango) διεφθαρμένη διοίκηση και εξίσου επιρρεπείς στη διαφθορά μειοψηφούντες πολιτικοί «πελάτες» της επέτυχαν την μέχρι σήμερα επικράτηση των ιδιοτελών συμφερόντων τους έναντι του δημοσίου συμφέροντος της πλειοψηφίας των πολιτών περί την ακώλυτη χρήση των πεζοδρομίων και άλλων δημόσιων χώρων.

Έτσι, φτάσαμε ως κοινωνία στο μικρόκοσμο της Κηφισιάς να συζητάμε προεκλογικά ή μετεκλογικά το για κάποιους άλλους αδιανόητο αλλά για τους περισσότερους από εμάς αυτονόητο που προφανώς δεν γίνεται από όλους (των περί ου ο λόγος διεφθαρμένων μειοψηφιών δεικνυομένων) νοητό:

«ότι δηλαδή, υποχρέωση της δημόσιας διοίκησης στο δήμο είναι να απελευθερώσει τους καταληφθέντες δημόσιους χώρους των πεζοδρομίων και να καταστήσει αυτούς προσβάσιμους από όλους τους πολίτες συμπεριλαμβανομένων και των συμπολιτών μας με κινητικά προβλήματα, να καταστήσει τα πεζοδρόμια της πόλης ασφαλή και κατάλληλα για τον προορισμό τους εφαρμόζοντας το νόμο και τις ισχύουσες διατάξεις του περί την κατασκευή και διαχείριση των πεζοδρομίων».

Εν κατακλείδι της παράθεσης των ανωτέρω σκέψεων, που στην ουσία τους αναφέρονται στο θέμα της διαφθοράς και όχι των πεζοδρομίων, θα τελειώσω με μια άλλη κουβέντα του Λόρδου John Emerich Edward Dalberg 1st Baron Acton of Aldenham, γνωστού και ως Λόρδου Acton λιγότερο γνωστή αλλά εξ ίσου καίρια:

«Κάθε πολιτικό σύστημα βάζει το δικό του στοίχημα, από το οποίο κρίνεται η επιτυχία ή η αποτυχία του. Για τη δημοκρατία, το στοίχημα αυτό είναι ο σεβασμός του νόμου».

Ως σύστημα εν προκειμένω στην Κηφισιά μπορεί εύλογα να εννοηθεί το σύνολο των εναλλασσόμενων στη δημόσια διοίκηση της πόλης.

Για να καταστείλουμε τη διαφθορά που ωφελεί τους λίγους και ζημιώνει τους πολλούς πρέπει να απαιτήσουμε από το δημοτικό συμβούλιο της Κηφισιάς την εφαρμογή του νόμου.

Διαφορετικά, αργά ή γρήγορα θα ξαναδούμε αυτούς που συνιστούν το «πολιτικό πεζοδρόμιο» του εγχώριου πολιτικού προσωπικού, αυτούς τους κατάπτυστους που το αξιακό τους επίπεδο είναι «πεζοδρόμιο» ν’ αναλαμβάνουν και πάλι την εξουσία προς όφελος ακόμη λιγότερων και προς ζημία ακόμη περισσότερων σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν.

{jcomments on}

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here