Είναι μια πολύ ωραία γυναίκα και θυμίζει τη Μελίνα Μερκούρη στην έκφραση, στο αδάμαστο πνεύμα της και στη δυναμικότητά της.
Έχει γίνει πολύς λόγος για εκείνη και με αρνητικά και με θετικά σχόλια, ζει μόνιμα στην Νέα Υόρκη – με την κόρη της Μαρία-Μαντόνα -, αισθάνεται όμως Ελληνίδα και το απέδειξε με τη νέα της ταινία «Interlude: City of a Dead Woman – Ιντερλούδιο: H Πόλη μιας Νεκρής Γυναίκας» (υπό την αιγίδα του ΕΟΤ), με ξένους γνωστούς ηθοποιούς, τα γυρίσματα της οποίας ξεκινούν 2 Απριλίου 2014 από την Anisma Films & την DeerJen Prod., στην αγαπημένη της Πάτμο, (όπου έχει και σπίτι) για την οποία και δίνει συνέντευξη τύπου αύριο στο Μουσείο Μπενάκη με την παρουσία των ξένων ηθοποιών.
Ο λόγος για την καλλονή Άντζελα Ισμαήλου.
Παιδικά χρόνια
Η Άντζελα Ισμαήλου προέρχεται από εύπορη οικογένεια των Αθηνών, πέρασε όμορφα παιδικά χρόνια, με εκδρομές, ταξίδια στο εξωτερικό, επισκέψεις σε μουσεία, μύηση στις τέχνες. Τον κινηματογράφο τον λάτρεψε από τα 7 της, τότε που πήγαιναν με τον πατέρα της στα υπαίθρια σινεμά και μοσχομύριζε το γιασεμί.
Η Άντζελα ήταν «ζεστό» κορίτσι και μιλούσε σ’ όλους στη γειτονιά . «Αγαπώ την χώρα που μεγάλωσα, γιατί εδώ διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας μου. Αλλά τώρα οι άνθρωποι έχουν αποξενωθεί, δεν υπάρχουν γειτονιές, όλα είναι χαοτικά,» λέει σε μια της συνέντευξη.
Μικρή θαύμαζε την Νάντια Κομανέτσι, αλλά δεν υπήρχε σχολή για ενόργανη γυμναστική , στη συνέχεια έγινε πάθος της ο κλασικός χορός και αρκετά χρόνια αφοσιώθηκε στο μπαλέτο.
Το πρόβλημά της πάλι ήταν πως η χώρα μας δεν διέθετε μια μεγάλη σχολή χορού, οπότε αν οραματιζόταν κάτι περισσότερο θα έπρεπε να το αναζητήσει στο εξωτερικό.
Τέλειωσε τη Νομική και το τμήμα Πολιτικών Επιστημών. Είχε ζήσει για λίγο με την οικογένειά της στην Νέα Υόρκη, όταν ο πατέρας της πήγε για να εργαστεί εκεί. Οι ρυθμοί και η αμερικάνικη νοοτροπία δεν του ταίριαξαν καθόλου και σύντομα επέστρεψαν.
Όμως την όμορφη Άντζελα την είχε γοητεύσει η χώρα αυτή και υποσυνείδητα κατάλαβε, πως μόνον εκεί θα μπορούσαν να χωρέσουν τα όνειρα κι οι ανησυχίες της. Πως δεν ήταν δυνατόν, σύμφωνα με τους στόχους της, να περάσει την υπόλοιπη ζωή της μέσα στα Δικαστήρια.
Μόλις πήρε το πτυχίο της , αποφάσισε να φύγει για την Αμερική. Εκεί γράφτηκε στο φημισμένο Julliard αλλά και στο Actors Studio για ηθοποιία και κινηματογραφία στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Η πόλη αυτή της ταίριαξε, της άρεσε το ανοιχτό μυαλό των κατοίκων της, η οργάνωση, οι ευκολίες…….
Έζησε όμως και στο Παρίσι, πριν εγκατασταθεί μόνιμα στην Νέα Υόρκη, για να τελειοποιήσει τα γαλλικά της και να πάρει μαθήματα κλασικού τραγουδιού-όπερας.
Η ζωή στη Νέα Υόρκη
Από το 1990 η Άντζελα Ισμαήλου μένει μόνιμα στην Νέα Υόρκη. Εκεί μεγαλώνει τη μονάκριβη κόρη της με ιδιαίτερη προσοχή, αφού και χωρισμένη αρκετά χρόνια.
Το υπέροχο διαμέρισμά της στην πανάκριβη Park Avenue στολίζουν πίνακες γνωστών ζωγράφων και τα βαριά κρυστάλλινα βάζα πάντα είναι γεμάτα λουλούδια.
«Χωρίς μουσική, τέχνη ή λουλούδια, δεν μπορώ να ζήσω» δήλωσε με την ελληνική ακόμη προφορά της στα αγγλικά, σε συνέντευξή της σε Αμερικανίδα δημοσιογράφο.
Θα έλεγε κανείς ότι ολόκληρη η ζωή της πρασινομάτας Ελληνίδας ήταν γεμάτη από πλούτη και σαν κόρη επιχειρηματία που ασχολείτο με τη ναυτιλία, και σαν καλλιτέχνης στην Νέα Υόρκη με ισχυρές και λαμπερές γνωριμίες, και σαν σύντροφος επί μια 12ετία – θυελλώδης έρωτας – με έναν από τους μεγαλύτερους Έλληνες εφοπλιστές, τον Γιώργο Οικονόμου, με τον οποίο χώρισαν μόλις αποφάσισαν να συγκατοικήσουν.
Αν κι εκείνος τη λάτρευε, δεν της χαλούσε χατίρι κι είχε μεγαλώσει την κόρη της σαν παιδί του. Οι δυνατές και διαφορετικές προσωπικότητες δύσκολα συνυπάρχουν.
Η Άντζελα επιμένει ότι η οικογένειά της δεν της έμαθε μόνον να ζει πλουσιοπάροχα, αλλά και να καλλιεργεί το πνεύμα της και να εργάζεται σκληρά, και να σέβεται τον ψαρά και το μανάβη και το συνάνθρωπό της, γι αυτό και την ενδιαφέρει η ψυχή του ανθρώπου, τα συναισθήματά του.
«Και πράγματι», επισημαίνει, «από το σπίτι μου μέχρι τους 82 δρόμους, σταματάω και τους χαιρετάω όλους από το χασάπη, μέχρι τον τσαγκάρη. Κάθε γωνιά της Νέας Υόρκης είναι κι ένα ζωντανό σκηνικό, ένα σουρεαλιστικό όνειρο.»
Βενετία και Κάννες
Πραγματοποιώντας το όνειρό της γύρισε σαν παραγωγός και σκηνοθέτης το ντοκιμαντέρ «Great Director’s» για το έργο δέκα μεγάλων σκηνοθετών του ανεξάρτητου κινηματογράφου, μιλώντας μαζί τους, το οποίο έκανε επίσημη πρεμιέρα στο τμήμα Ορίζοντες του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας το 2009, προβλήθηκε στο φεστιβάλ των Κανών και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές.
Πρώτα όμως το είδαν πάνω από 500 καλεσμένοι , μεταξύ των οποίων διάσημοι ηθοποιοί, μεγιστάνες και καλλιτέχνες, στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης.
Η ιδέα της ήρθε όταν γράφοντας ένα σενάριο για μια γυναίκα που προσπαθεί να βρει το μήνυμα της ζωής, κατάλαβε πως χρειαζόταν κάτι άλλο για να την ενεργοποιήσει. «Καμιά φορά όταν ασχολείσαι με κάτι θες κάτι άλλο για σε κεντρίσει», λέει στην αμερικανίδα δημοσιογράφο.
Έτσι άρχισε να σκέφτεται φιλμ σύγχρονων σκηνοθετών που την εντυπωσίασαν. Χρειάστηκε 4 χρόνια για να τελειώσει το ντοκιμαντέρ. Δούλεψε επίμονα και σκληρά.
Πέρασε ώρες ψάχνοντας παγκόσμια ιστορικά γεγονότα των τελευταίων 60 ετών και χώρους γυρισμάτων που να ταιριάζουν με την αισθητική της και με την ιδιοσυγκρασία των μεγάλων σκηνοθετών.
Το ουσιώδες για εκείνη ήταν η επικοινωνία, η δυνατότητα να συμμετέχει ενεργά στην κοινωνία. Ο απροσδόκητος θάνατος του πατέρα της μάλιστα, την έκανε να δουλέψει ακόμη πιο σκληρά.
Ο πόνος είναι εποικοδομητικός καμιά φορά. Σημαντική όμως ήταν και η υποστήριξη από κάθε πλευρά, του συντρόφου της Γιώργου Οικονόμου, για την πραγμάτωση του σχεδίου της.
«Αυτή η ταινία, είπε, ήταν ένα προσωπικό μου ταξίδι και στιγμάτισε το τέλος μιας φάσης της ζωής μου».
Μετά ξαναγύρισε στο σενάριο που είχε αφήσει κατά μέρος. Ήταν αυτό της ταινίας « Ιντερλούδιο: Η πόλη μιας Νεκρής Γυναίκας».
Ιντερλούδιο: Η πόλη μιας Νεκρής Γυναίκας
«Η ταινία μου, λέει η Άντζελα, είναι μια σύγχρονη ιστορία αγάπης, πίστης και προσωπικής ανάτασης. Σαν Ελληνίδα, σαν συγγραφέας και σκηνοθέτης της, δεν θα μπορούσα να επιλέξω άλλη πηγή έμπνευσης και δράσης από τον ίδιο τον τόπο που με καθόρισε.
Με την «Πόλη μιας Νεκρής Γυναίκας», αποτίνω το δικό μου φόρο τιμής στην πατρίδα μου»…..Η Δάφνη (Άντζελα), η ηρωίδα, επιστρέφει στον τόπο καταγωγής της την Πάτμο, για να ανακάμψει από ένα τραγικό γεγονός.
Ο Θέοντρικ (ο Καναδός Shaun Benson), προτεστάντης ιερέας αναζητά σπάνια χειρόγραφα στο μοναστήρι, αλλά ανακαλύπτει τον έρωτα στο πρόσωπο της Δάφνης.
Ο Ισπανός Εστέμπαν ( Erich Wildpret Bενεζουελάνος) έρχεται για να παραλάβει προσωπικά αντικείμενα από τη μονή γυναικών, και μαθαίνει ότι η μητέρα του δεν ήταν νεκρή, αλλά είχε βρει καταφύγιο στο Θείο.
Διεκδικεί κι εκείνος τη Δάφνη. Ένα ζεύγος ηλικιωμένος Άγγλων (Bernard Hill – Sarah Miles) ζουν στην Πάτμο 30 χρόνια.
Και η συνέχεια επί της οθόνης, με το καλό…….