Μάθαμε εξωτερική πολιτική από έμπειρους και σοβαρούς ανθρώπους, όπως ο Βύρων Θεοδωρόπουλος. Ανθρώπους που είχαν ζήσει την Τουρκία σε όλα τα κρίσιμα ορόσημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, είχαν ακούσει π.χ. με τα αυτιά τους τον θόρυβο από τις τζαμαρίες των μαγαζιών των Ρωμιών να σπάνε τον Σεπτέμβριο του 1955.
Έλεγαν πάντοτε ότι «με τον Τούρκο πρέπει να μιλάς, ακόμη και όταν βρίσκεσαι σε κρίση». Και θεωρούσαν ότι μπορεί να βρεθεί μια δίκαιη λύση στις Ελληνοτουρκικές εκκρεμότητες.
Νομίζω, όμως, ότι είχαν στο μυαλό τους μιαν άλλη Τουρκία.
Θεωρούσα τον διάλογο πάντοτε αναγκαίο και έχω επωμιστεί το ανάλογο κόστος για αυτό. Απεχθανόμουν πάντα τους μιμητές του Δηλιγιάννη.
Τους έμπειρους λαϊκιστές, δηλαδή, που πρώτα ξεσήκωναν τον Έλληνα, μετά ανακάλυπταν ότι δεν μπορούσαν να τον μαζέψουν όταν έβλεπαν το χείλος της καταστροφής και στο τέλος έβριζαν τους ξένους που δεν είχαν παρέμβει εγκαίρως.
Και θεωρούσα μεγάλη «μαγκιά» της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που:
α) Έβαλε την Κύπρο στην Ε.Ε. και
β) Άλλαξε δόγμα και στήριξε την ανάγκη ένταξης της Τουρκίας στην Ένωση, «αδειάζοντας» όσους ισχυρούς μάς χρησιμοποιούσαν ως δικαιολογία.
Ήταν όμως μιαν άλλη Τουρκία, ακόμη και τα πρώτα χρόνια του Ερντογάν. Ποτέ δεν θα διανοείτο να αγγίξει τη Συνθήκη της Λωζάννης ή να προβάλει τόσο παράλογες διεκδικήσεις.
Σήμερα η Τουρκία είναι μία δομικά αναθεωρητική δύναμη. Αμφισβητεί συνολικά το στάτους κβο. Έχει επίσης αλλάξει το πώς βλέπει τον εαυτό της. Ο Ερντογάν θεωρεί ότι ηγείται μιας περιφερειακής υπερδύναμης, η γεωπολιτική ισχύς της οποίας φθάνει έως τη Σομαλία και το Κατάρ.
Η Ευρωπαϊκή προοπτική δεν υπάρχει σαν «χαρτί» πια. Αν προσθέσουμε και τη θρησκευτική – νέο – διάσταση του ηγεμονισμού του, καταλαβαίνουμε ότι έχουμε απέναντί μας μια εντελώς διαφορετική Τουρκία.
«Καλά τα λες, αλλά τι κάνουμε;» θα ρωτήσετε. Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Ο Ερντογάν βρίσκεται ακριβώς στο όριο της στρατηγικής ύβρεως, εκεί που μια χώρα ξεπερνάει κατά πολύ τις δυνατότητές της και ανοίγεται επικίνδυνα.
Είναι αυτό που οι Αγγλοσάξονες θα αποκαλούσαν «overstretching». Είναι ωστόσο πολύ επικίνδυνο να αποκοιμηθείς με την ψευδαίσθηση ότι ο αντίπαλος θα καταρρεύσει ένα πρωί.
Γι’ αυτό πρέπει να μιλάμε, να μην κλείσουν ποτέ τα κανάλια επικοινωνίας και να μη δώσουμε την εντύπωση ότι είμαστε εμείς οι αδιάλλακτοι.
Να λειτουργούμε αποφασιστικά και αποτρεπτικά, αλλά να αποφύγουμε να πέσουμε στην παγίδα που μας στήνει η Άγκυρα. Να κερδίσουμε χρόνο, που χρειαζόμαστε.
Δεν είναι ώρα για Δηλιγιάννηδες, αλλά δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι μπορεί ποτέ να είναι και η ώρα για ένα συμβιβασμό, με αυτή την Τουρκία σήμερα.