«Κρίμας τα τόσα κάλλη σου τζι εμαυρογερημιάσαν
νεκατσιασμένοι Μάρτηες πιον πάνω σου ελουρκάσαν.
Πού έν’ τα πορτοκκάλλια σου, γοιον λίρες που κρεμμούνταν
τζι εκοτσινολοούσασιν οι κόφινοι πο’ ’ρκούνταν;
Σήμμερον εν θωρείς ψυσήν, καλάθιν να γεμώσει
μήτε Τουρκούν με Γρισκιανήν. Πότ’ εννά ξημερώσει;»
Με τους στίχους αυτούς από το ποίημά του «Βαρώσιν», ο ποιητάρης Παύλος Λιασίδης θρηνεί για τη νεκρή περιοχή της γενέτειράς του, το Βαρώσι.
Πριν τον Αττίλα, ένα κόσμημα στην ανατολική ακτή της Κύπρου. Μετά, μια πόλη φάντασμα κι οι κάτοικοί του πρόσφυγες στον ίδιο τους τον τόπο.
Παρά το ψήφισμα 550 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για την επάνοδό τους, η Τουρκία απέκλεισε την περιοχή. Επί 47 χρόνια, το εκπάγλου ομορφιάς θέρετρο για την Άγκυρα είναι ένας μοχλός πίεσης με στόχο την επίλυση του κυπριακού με τους δικούς της όρους.
Για τους Βαρωσιανούς είναι το σύμβολο του νόστου.
Πριν από 47 χρόνια οι κάτοικοι της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου εκδιώχθηκαν βιαίως από τα σπίτια και την πατρογονική τους γη. Από τότε Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι δεν πάτησαν το πόδι τους εδώ.
Εν όψει της επίσκεψής του, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προαναγγέλλει σημαντικές αποφάσεις και οι Αμμοχωστιανοί βλέπουν τις ελπίδες τους για επανένωση του νησιού και επιστροφή των περιουσιών τους να χάνονται.
Στο άλλοτε ειδυλλιακό τοπίο, σήμερα ο χρόνος μοιάζει να έχει παγώσει. Εγκαταλειμμένα κτίρια που καταρρέουν, ερείπια με σκουριασμένα σίδερα και παντού ερημιά.
Θέαμα επώδυνο για τους ντόπιους, σαν τον Παύλο Ιακώβου, η οικογένεια του οποίου λειτουργούσε ξενοδοχείο από το 1948, αλλά αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει το 1974.
Όπως λέει στο euronews ο κ. Ιακώβου, «με πληγώνει να ερχόμαστε εδώ στην πόλη μας ως τουρίστες. Με πληγώνει να βλέπω να μου ζητούν άδεια να έρθω στην κατεχόμενη πατρίδα μου. Με πληγώνει να έρχομαι εδώ στη θάλασσα, στην οποία μεγάλωσα και να πρέπει να δείξω ταυτότητα. Με πληγώνουν τα πάντα».
12 ετών ήταν ο Νίκος Κάρουλας, όταν με την οικογένειά του αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Βαρώσι. Σήμερα ζει με το όνειρο της ενωμένης του πατρίδας και της επιστροφής στο σπίτι του.
«Θεωρώ ότι είναι ουτοπικό να περιμένουμε ότι τα πράγματα θα επιστρέψουν πια όπως ήταν. Το τραγικό είναι ότι οι Αμμοχωστιανοί έχουν μείνει μόνοι τους να αποφασίσουν τι θα κάνουν. Δεν είναι καθόλου απλό, ούτε μπορεί κάποιος να προβλέψει το συναίσθημα αν θα υπερισχύσει της λογικής», λέει ο κ. Κάρουλας στο euronews.
Κι όταν στη συνέχεια συναντά στο παραλιακό μέτωπο τον Τουρκοκύπριο φίλο του Χασάν, η χαρά και η συγκίνηση στα μάτια τους είναι εμφανής. Μιλώντας στο euronews ο Χασάν είπε πως οι δύο κοινότητες πρέπει να αφεθούν να χτίσουν ειρηνικά το κοινό τους μέλλον: «Και οι Εγγλέζοι και οι Τούρκοι και οι Έλληνες, όλοι. Αν είναι να φύγουν, να φύγουν όλοι. Να μείνουμε εμείς και οι Κυπραίοι».
Το 1954 σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα «Τα Νέα», ο συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης είχε εκφράσει ίσως με τον καλύτερο τρόπο το συναίσθημα των Βαρωσιωτών, 20 χρόνια πριν την εκδίωξή τους:
«Η Αμμόχωστος. Πόσο την πεθύμησα. Τίποτα δεν υπάρχει στον κόσμο που να μου δίδει την αίσθηση της Γυναίκας όσο η Αμμόχωστος. Είναι απ’ τα ωραιότερα μέρη της γης. Δε θα ‘θελα να πεθάνω πριν ξαναπάω στην Αμμόχωστο».