Η Γιώτα Βέη είναι ένας ογκόλιθος της δημοτικής μας μουσικής. Έως τις 5 Ιανουαρίου 2014 θα τραγουδά κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 6.30 μ.μ. στο θέατρο ΑΡΓΩ, στην παράσταση «Παράδοσης Εγκώμιον – Η αξιοπρέπεια του ελαχίστου».
Μέχρι την πρώτη της δημόσια εμφάνιση ανακάλυπτε και μάθαινε δημοτικά τραγούδια απ όλη την Ελλάδα, αρκετά από τα οποία της εμπιστεύτηκαν μουσικολόγοι και λαογράφοι.
Η συνεργασία της με το Γ΄ Πρόγραμμα το 1978 ήρθε στη στιγμή της ωριμότητάς της . Από τότε επιβραβεύεται στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με κορυφαία διάκριση το πρώτο βραβείο το 1979 στο 30ο Παγκόσμιο Συνέδριο της Ομοσπονδίας «JEUNESSES MUSICALES», στο Ζάγκρεμπ.
Ακολουθούν συναυλίες, συμμετοχές σε φεστιβάλ εκπροσωπώντας τη χώρα μας, η Λαϊκή Όπερα «Mamas» που περιόδευσε σε όλη τη Γαλλία και δίσκοι που φτάνουν μέχρι την Ιαπωνία. Πέρσι την είδαμε και την ακούσαμε στο μοιρολόι της Αγαύης στις «Βάκχες»
Φιλοξενούμενή μας, η Γιώτα Βέη……
-Κυρία Βέη μιλήστε μας για τα παιδικά σας χρόνια;
«Έζησα σαν παιδί σε ένα χωριό δυτικά της Φθιώτιδας, τη γνωστή λουτρόπολη Πλατύστομο. Το χειμώνα πορευόμαστε με ό,τι μπορούσε να προσφέρει στα παιδιά ένα αποκλεισμένο τότε χωριό, μέσα σε στερήσεις, μετεμφυλιακό κλίμα, κοινωνικό διχασμό, ερειπωμένο δημοτικό σχολείο και δεν είχαμε παραστάσεις πέρα από το χωριό μας.
Το καλοκαίρι αυτή η εικόνα άλλαζε και γινόταν κοσμοπολίτικη με τους λουόμενος που κατέκλυζαν τα λουτρά.
Είχαμε βασικά οικιακή οικονομία με ό,τι χρειαζόταν μια οικογένεια: κήπους, περιβόλια, ζώα, αγαθά στα αμπάρια, και ετοιμαζόμασταν για τον δύσκολο χειμώνα. Μια εικόνα που όμως έδειχνε αυτάρκεια.
Ζούσαμε με τα πράγματα που έδινε η φύση κάθε εποχή, άλλα το χειμώνα και άλλα το καλοκαίρι…..τώρα πια εκτιμώ πολύ τον τρόπο που έζησα σαν παιδί».
-Από μικρή τραγουδούσατε; Είναι αλήθεια ότι σας μύησε η γιαγιά σας στο δημοτικό τραγούδι;
«Το προϊόν που καλλιεργούσαμε εκείνη την εποχή ήταν ο καπνός, περνούσαμε αμέτρητες ώρες καθισμένοι χάμω, περνώντας τον καπνό με τις βελόνες και τραγουδούσαμε διαρκώς, ειδικά η γιαγιά μου, δημοτικά τραγούδια. Από αυτήν πήρα τα πρώτα ακούσματα.
Όταν τελειώναμε τη δουλειά, πήγαινα στο εξοχικό του θείου μου, κούρδιζα το γραμμόφωνο και άλλαζα τις πλάκες. Εκεί το ρεπερτόριο είχε και ρεμπέτικο και πιο ελαφρά τραγούδια.
Όταν πήγα στο Γυμνάσιο, έπρεπε να κάνω έξη χιλιόμετρα κάθε μέρα πήγαινε-έλα στη Μακρακώμη, στο δρόμο όλα τα παιδιά του χωριού τραγουδούσαμε».
-Πόσο δύσκολο είναι το δημοτικό τραγούδι;
«Για όποιον έχει την καλλιτεχνική διάθεση, είναι φυσική ροή. Για όποιον όμως δεν έχει ακούσματα από νωρίς, είναι πολύ δύσκολο, γιατί δεν είναι εύκολο να το κατανοήσει.
Όποιος μπορέσει να καταλάβει τι είναι το γνήσιο παραδοσιακό τραγούδι και να το κατακτήσει, αυτός μετά το αγαπάει πολύ. Περνάει στο αυτί του και μέσα του γοητευτικά, και γίνεται οπαδός του.
Χρειάζεται όμως και η καλλιέργεια του ανθρώπου για να κατανοήσει αυτόν τον πλούτο. Ο λόγος είναι βαθύς, έχει αλήθεια και λαϊκή σοφία. Οι μελωδίες είναι σμιλεμένες από το χρόνο και όταν ερμηνεύονται σωστά, αναμφισβήτητα θα αγγίξουν και θα μαγέψουν».
-Πότε ήρθε για σας η πρώτη αναγνώριση;
«Το πρώτο μήνυμα που πήρα ότι τα παραδοσιακά τραγούδια έχουν απήχηση, ήταν το 1977 στο Πανεπιστήμιο Πάτρας, όπου κάναμε συναυλίες με τον Νώτη Μαυρουδή, και οι φοιτητές έδειχναν ενθουσιασμό.
Τότε άρχισα να συλλέγω τραγούδια από όλη την Ελλάδα. Την ίδια χρονιά, το 1977, δημιουργείται το Γ’ Πρόγραμμα του Μάνου Χατζηδάκη, εκεί συνάντησα την Ελένη Καραΐνδρου και συνεργαστήκαμε για 7 χρόνια.
Το 1978 έκανα στο Γ΄ την πρώτη μου εκπομπή, τραγουδώντας a cappella. Με άκουσε ο Γιάννης Ρίτσος και με σύστησε στη δισκογραφική ΛΥΡΑ. Το 1982 κυκλοφόρησε ο πρώτος μου δίσκος».
-Το δημοτικό τραγούδι έχει απήχηση στον κόσμο, τον συγκινεί, ιδιαίτερα στις συναυλίες σας στο εξωτερικό, ποιες οι αντιδράσεις τους;
«Μόνο συγκλονιστικές στιγμές έχω να θυμηθώ . Απήχηση τεράστια! Από Έλληνες και ξένους, μικρούς και μεγάλους.
Πάντα μετά τις συναυλίες, πολύς κόσμος συγκινημένος, με ακολουθούσε για ώρα. Κάτι που με εντυπωσίασε, μ έκανε περήφανη σαν Ελληνίδα και με στερέωσε ώστε να μην κάνω άλλα πράγματα, παρά μόνο αυτό που αγαπώ».
-Για σας τι σημαίνει δημοτικό τραγούδι; Τι συναίσθημα σας κυριεύει όταν ερμηνεύετε;
«Με μεταφέρει σε ένα κόσμο μακρινό….αλλά και πολύ σημερινό ταυτόχρονα. Γιατί οι διαχρονικές αξίες είναι πάντα παρούσες, πάντα παλιές, σημερινές και αυριανές. Για να υπάρχει αυτό το τραγούδι τόσο ζωντανό, κάτι σημαίνει.
Είναι σύγχρονο στα μηνύματά του, διδακτικό και ψυχαγωγικό. Πιστεύω ότι η σημερινή νεολαία και ακούει δημοτικά τραγούδια, και εμπνέεται από αυτά, και αποζητά τον τρόπο να τα συναντήσει».
-Τι θα είχατε να πείτε στους πολιτικούς μας για την κρίση που περνά η χώρα μας;
«Είχα μια διαίσθηση πώς κάπως έτσι θα έρθουν τα πράγματα. Ο Διοκλητιανός έκοψε ένα νόμισμα για όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας και τότε οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι …το πείραμά του απέτυχε.
Εγώ τρόμαξα όταν μπήκαμε στο ευρώ. Δεν μπορεί ένα σκληρό νόμισμα να περνάει σε όλες τις χώρες, ώσπου να το κατανοήσουμε, χρεοκοπήσαμε.
Ό,τι μας «χαριζόταν», μας χρέωνε. Εγκλωβιστήκαμε και γίναμε για άλλη μια φορά υποτελείς. Όσο για τους πολιτικούς, να μάθουν να είναι δίκαιοι. Όταν ένα κράτος περιφρονεί τους φτωχούς και αδύναμους, σημαίνει ότι δεν έχει πολιτισμό και δικαιοσύνη.
Για μένα, πρέπει να επιστρέψουμε σε φυσικές πηγές πλούτου, στη γη και την παραγωγή και πάλι. Μην περιφρονούμε τους καρπούς της γης που μας θρέφει.
Ένα ρεφρέν στο «Mamas» λέει:
«Στη γη που με ζητά και με καλεί, τρέχω να βρεθώ να σκορπιστώ, να σπαρθώ, τη χαρά του πόνου ζω και δίνω τον καρπό. Είτε αλληγορικά το ερμηνεύσουμε είτε όχι, κρύβει αλήθεια!»
-Και η σημερινή έκφραση της μουσικής πως σας φαίνεται;
«Εύκολα ένας Χατζηδάκης, ένας Θεοδωράκης, ένας Σαββόπουλος δεν θα εμφανιστεί. Κάθε εποχή όμως γεννάει ένα μουσικό ρεύμα. Υπάρχει και σήμερα ένα γοητευτικό κλίμα δημιουργίας που απεικονίζει τη ζωή μας, με σπουδαίους δημιουργούς που με συγκινούν.
Όμως, κακό ρόλο παίζουν τα ΜΜΕ, οι ραδιοφωνικοί σταθμοί και τα play list που δεν προβάλλουν καταπληκτικά και ποιοτικά πράγματα, παρά μόνο εύπεπτα, κάνουν επιλογές χωρίς πολιτιστικό περιεχόμενο, και πολλοί καλοί καλλιτέχνες είναι στο περιθώριο».
-Μιλήστε μας για την παράσταση στο ΑΡΓΩ.
«Η παράσταση «Παράδοσης Εγκώμιο» σαλπάρει με….ακριτικά, κλέφτικα, ερωτικά, της λευτεριάς, της ξενιτιάς και της προσμονής, από όλη την Ελλάδα, τον Πόντο, τη Σμύρνη, τη Μ. Ασία, την Κύπρο, περνάει από τσάμικα και καλαματιανά και φτάνει στην ποίηση του Ρίτσου, του Σεφέρη , του Ελύτη και τη μουσική του Μ. Θεοδωράκη.
Η Αιμιλία Υψηλάντη, που έχει και την σκηνοθετική επιμέλεια, ερμηνεύει δημοτική ποίηση και κείμενα του Δημήτρη Λέντζου, μαζί μου τραγουδάει η Άννα Βε, ενώ μουσική παίζουν οι Κώστας Μήτσιος, Βασίλης Παπανικολάου, και Νίκος Παραουλάκης.
Με την Αιμιλία ξαναβρεθήκαμε μετά από 20 χρόνια, πιο ζωντανές και πιο γεμάτες από συναισθήματα γι’ αυτό το είδος τραγουδιού, που έχει ανάγκη σήμερα την προβολή και την προστασία, έστω για την…..αξιοπρέπεια του ελαχίστου».
– Σας ευχαριστώ και σας εύχομαι καλή επιτυχία.