Μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής το 1974, περίπου 20.000 Έλληνες παρέμειναν στα υπό τον τουρκικό στρατό κατεχόμενα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο μεγαλύτερος αριθμός εξ αυτών παρέμεινε στα χωριά της Καρπασίας και είναι σήμερα γνωστοί ως «εγκλωβισμένοι».
Επέλεξαν να παραμείνουν στις εστίες τους λόγω της συναισθηματικής σχέσης με το χώρο τους και με την ελπίδα ότι μετά την κατάπαυση του πυρός θα μπορούσαν να συνεχίσουν τη ζωή τους.
Οι ελπίδες απεδείχθησαν φρούδες γιατί η Τουρκία είχε συγκροτημένο σχέδιο διαχείρισης του κατεχόμενου τμήματος της Κύπρου, το οποίο ήταν μέρος της ευρύτερης στρατηγικής της στοχοθεσίας στο Κυπριακό.
Ήδη από το 1956, όταν ο Νιχάτ Ερίμ διεμόρφωσε την τουρκική υψηλή στρατηγική στο Κυπριακό, η Τουρκία είχε έτοιμο το σχέδιο διαχείρισης των κατεχομένων.
Στα δύο από τα πέντε σημεία επί των οποίων στηρίζεται η τουρκική υψηλή στρατηγική στο Κυπριακό αναφέρει ρητώς και κατηγορηματικώς:
α) η αρχή της αυτοδιάθεσης θα πρέπει εφαρμοσθεί αφού πρώτα μετακινηθεί ο Ελληνικός πληθυσμός, έτσι ώστε να υπάγεται στη διοίκηση της αρεσκείας του και
β) θα πρέπει να επιδιωχθεί η ελεύθερη μετάβαση Τούρκων προς την Κύπρο.
Αφού η Τουρκία λάβει τα μέτρα της, το σύνολο του τουρκικού πληθυσμού μπορεί να αυξηθεί στον αριθμό που ανερχόταν επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τότε μόνο δεν θα ανησυχεί για την έκβαση του δημοψηφίσματος που θα γίνει είτε για τον καθορισμό του συνόλου της νήσου είτε της διχοτόμησης.
Όταν τελείωσε επιχειρησιακώς ο β’ γύρος της εισβολής, η Τουρκία βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα επί πλέον πρόβλημα στο υπό κατοχή έδαφος, στο πως δηλαδή θα διαχειριστεί τις 20.000 ελληνικού πληθυσμού που δεν τρομοκρατήθηκε από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις και επέλεξε να παραμένει στις εστίες του. Η συνεχιζόμενη παραμονή των Ελλήνων στα κατεχόμενα έθετε περιορισμούς στα τουρκικά σχέδια.
Η Άγκυρα επεδίωξε από την αρχή την ολική εκτόπιση του ελληνικού πληθυσμού από το έδαφος που κατείχε προκειμένου σε πρώτη φάση να εγκαταστήσει τουρκικό πληθυσμό που κατοικούσε στις περιοχές, οι οποίες ήταν κάτω από τον έλεγχο της Κυπριακής Δημοκρατίας και σε βάθος χρόνου να ενισχύσει δημογραφικώς την κατεχόμενη περιοχή με εποίκους από την Τουρκία, όπερ και εγένετο.
Μπορεί η εθνοκάθαρση να μην επετεύχθη άμεσα, υπήρχε όμως σχέδιο β’ στην τουρκική στρατηγική για την ολοκλήρωσή της.
Το σχέδιο βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο «Πρόγραμμα Διάλυσης» (Eritme Programi) που εφάρμοσε η Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας προκειμένου να επιταχύνει το πρόγραμμα αφελληνισμού της Ίμβρου και της Τενέδου μετά το 1964, κατά παράβαση της Συνθήκης της Λοζάνης.
Η πολιτική της εθνοκάθαρσης υλοποιήθηκε παρά το ότι στις 2 Αυγούστου 1975, σ’ ένα γύρο δικοινοτικών συνομιλιών οι Γλαύκος Κληρίδης και Ραούφ Ντενκτάς κατέληξαν στην «Τρίτη Συμφωνία της Βιέννης», με την οποία διευθετούντο σημαντικά ζητήματα που επηρέαζαν την ζωή των Ελλήνων εγκλωβισμένων, με πιο σημαντικά την ελευθερία παραμονής τους στο κατεχόμενο τμήμα καθώς επίσης διευκολύνσεις στη διακίνηση, εκπαίδευση και άσκηση της θρησκευτικής λατρείας.
Την υπογραφή της Τρίτης Συμφωνίας της Βιέννης δεν ακολούθησε η εφαρμογή της αλλά, αντιθέτως η Τουρκία την παρεβίασε συστηματικώς.
Πιο συγκεκριμένα, η στοχευμένη τουρκική πολιτική εξανάγκασε συστηματικώς τους Έλληνες εγκλωβισμένους να υποστούν συνθήκες καταπίεσης, ταλαιπωριών. φυσικής και ψυχολογικής βίας λόγω της εθνικότητος τους, πολιτική η οποία αναγνωρίστηκε ως τέτοια από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο:
«Η μεταχείριση που καταγγέλλεται ήταν σαφώς μεροληπτική σε βάρος τους στη βάση της «εθνικής καταγωγής, φυλής και θρησκείας» τους. οι ταλαιπωρίες στις οποίες υποβλήθηκαν οι εγκλωβισμένοι Έλληνες Κύπριοι. έφτασαν ένα επίπεδο σκληρότητας που συνιστούσε προσβολή στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια.» (Προσφυγή Νο 25781/94, Απόφαση 10 Μαίου 2001, παρ. 304).
Η κακομεταχείριση των Ελλήνων εγκλωβισμένων μέσω των συστηματικών παραβιάσεων των δικαιωμάτων τους περιελάμβανε ενέργειες όπως:
–Στα πρώτα χρόνια της κατοχής η ζωή επιτηρείτο αυστηρώς από τα κατοχικά όργανα και οι άνδρες όφειλαν να παρουσιάζονται στον αστυνομικά σταθμό δύο φορές ημερησίως καθώς επίσης η χρησιμοποίηση τηλεφώνου (μόνο δημοσίας χρήσης) μπορούσε να γίνει μόνο με την παρουσία Τούρκων «αστυνομικών».
–Οι αδιάκριτες έρευνες τόσο ατομικώς όσο και κατ’ οίκον ήταν σε μόνιμη βάση, οι οποίες συνοδεύονταν από συλλήψεις και ξυλοδαρμούς, ιδιαίτερα αν οι εγκλωβισμένοι δεν χαιρετούσαν κάποιο μέλος του στρατού κατοχής.
–Απαγόρευση μετακίνησης εγκλωβισμένων σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από τις κατοικίες τους. Για να πάνε στην εκκλησία και την αγορά οι εγκλωβισμένοι χρειάζονταν Τούρκους συνοδούς. Επιπλέον οι κατοχικές αρχές επέβαλαν απαγόρευση μετακίνησης στα γειτονικά χωριά ακόμη και για να επισκεφθούν συγγενικά τους πρόσωπα.
–Εξευτελιστικές δυσκολίες στην παραχώρηση άδειας εργασίας στα ίδια τα χωράφια τους, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να υποστηρίξουν οικονομικά τις ζωές τους και να είναι εξηρτημένοι από την περιορισμένη βοήθεια που λάμβαναν από τις ελεύθερες περιοχές.
–Με την άφιξη μεγάλου αριθμού Τούρκων εποίκων από την Ανατολία αυξήθηκαν οι λεηλασίες περιουσιών των εγκλωβισμένων, με πρώτο στόχο τις εκκλησίες.
–Η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ήταν ανεπαρκής. Σε άτομα που δέχονταν ιατρική περίθαλψη στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας δεν επετρέπετο να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
–Μεγάλοι περιορισμοί στην εκπαίδευση με αποτέλεσμα πολλές οικογένειες που είχαν παιδιά αναγκάστηκαν να μετακινηθούν στις ελεύθερες περιοχές.
–Τέλος, υπήρξαν 29 δολοφονίες εγκλωβισμένων, μερικές εξ αυτών με εξαιρετικά βίαιο τρόπο χωρίς καμία να εξιχνιαστεί και να τιμωρηθούν ένοχοι.
Οι απάνθρωπες και εξευτελιστικές αυτές συνθήκες είχαν ως αντικειμενικό σκοπό την ολοκλήρωση της εθνοκάθαρσης της κατεχόμενης Κύπρου, με αποτέλεσμα, από τις 20.000 εγκλωβισμένων που υπήρχαν το 1974, σήμερα να έχουν απομείνει στην Καρπασία περίπου 400 Έλληνες!!
{jcomments on}