Το «πολιτικό κόστος» ή το «κομματικό όφελος», δεν είναι καλοί οδοδείκτες και οι πραγματικοί ηγέτες δεν τους ακολουθούν. Στις σημαντικές αποφάσεις, στρατηγικού χαρακτήρα, οδηγός τους οφείλει να είναι η αρχή: «Ότι η πολιτική πράξη πρέπει να υπηρετεί πιστά τα συμφέροντα του Έθνους και του λαού» (Ν.Δ. Ιδεολογικές Αρχές).
Παραδείγματα κακών πολιτικών αποφάσεων, αποφάσεων που ελήφθησαν με βάση την προσωπική ή την κομματική πολιτική ιδιοτέλεια, υπάρχουν πολλές. Οι πιο κραυγαλέες από αυτές συνδέονται άμεσα με τις αποφάσεις του Γ.Α.Π. οι οποίες οδήγησαν την χώρα στην χρεωκοπία και τα μνημόνια.
Μια προγενέστερη απόφαση του ιδίου, με καθαρά προσωπικά κίνητρα, αν και ήσσονος κατ’ αρχήν σημασίας, μπορεί ωστόσο να υπήρξε καθοριστική για τις μετέπειτα εξελίξεις. Μετά την δεύτερη εκλογική του ήττα και την ευθεία αμφισβήτησή του – δημοσίως από τον κύριο Βενιζέλο αλλά προφανώς στο παρασκήνιο και από άλλα κορυφαία στελέχη – οδήγησε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην διαδικασία της εκλογής Προέδρου «από την βάση».
Με άλλα λόγια στην κρίση και κάθε περιστασιακού μέλους που «είδε φως και μπήκε». Με αυτό τον τρόπο εξασφάλισε, χάρις στην πατρική κληρονομιά, την επανεκλογή του η οποία υπήρξε καθοριστική για τις εξελίξεις.
Το διακήρυξε δημόσια ο κύριος Βενιζέλος: «Αν είχα κερδίσει το 2007 τις εσωκομματικές εκλογές, θα είχε γραφεί διαφορετικά η Ιστορία, όχι του ΠΑ.ΣΟ.Κ, η Ιστορία της χώρας. Δεν ξέρω αν θα ήταν καλύτερα, θα ήταν όμως διαφορετικά». («ΤΟ ΒΗΜΑ», 4/3/2013).
Ελάχιστοι πλέον έχουν αμφιβολίες ότι το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν επιζήμιο για την χώρα. Δυστυχώς το παράδειγμα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ακολούθησε και η Ν.Δ. το 2009. Οι «ευκολοχώνευτες» δικαιολογίες του τύπου «αποφασίζουν οι πολίτες» ή «αποφασίζουν οι πολλοί» είναι αξιοθρήνητος δημαγωγικός λαϊκισμός.
Αν οι κομματικές σκοπιμότητες επικρατήσουν στην στάση και τις αποφάσεις που θα πάρουν τα κόμματα στα κρίσιμα θέματα της επόμενης περιόδου – σε σχέση με τον εκλογικό νόμο και την συνταγματική μεταρρύθμιση – θα αποδειχθεί για μια ακόμα φορά ότι το πολιτικό προσωπικό είναι κατώτερο των περιστάσεων.
Η συζήτηση είναι μεγάλη και αυτά που οφείλουν να γίνουν είναι πολλά αλλά το επόμενο διάστημα η ψήφος θα επικεντρωθεί στην ψήφο των αποδήμων. Το Έθνος πρέπει να διατηρήσει την συνοχή του και την βασική ευθύνη γι’ αυτό την έχει η Πολιτεία. Οι Έλληνες της διασποράς δεν πρέπει να αποκοπούν από τις ρίζες τους.
Δεν πρέπει να χάσουν την «Ελληνικότητά» τους, τα στοιχεία που καθορίζουν την «ταυτότητά» τους. Δεν πρέπει να στερηθούν τα δικαιώματά τους. Ένα από αυτά ασφαλώς είναι και το εκλογικό δικαίωμα σε σχέση με τις διευκολύνσεις άσκησης του. Το ερώτημα είναι με ποια κίνητρα θα προσέλθουν τα κόμματα σε αυτήν την συζήτηση.
Με βάση το συμφέρον του Έθνους ή με βάση τα κομματικά συμφέροντα; Αν ήταν διαφορετικές οι εκτιμήσεις για τις κομματικές προτιμήσεις των ομογενών θα ήταν ίδιες οι απόψεις των κομμάτων ή θα είχαμε «κυβιστήσεις»;
Είναι γεγονός ότι υπάρχουν τεράστιες διαφορές μεταξύ των μεταναστών της κρίσης και των παλαιών μεταναστών. Είναι πολύ διαφορετικές οι παραστάσεις, οι ανάγκες και οι προοπτικές μεταξύ των ομογενών που είναι εγκατεστημένοι για πάνω από 40 χρόνια στο εξωτερικό -που τα παιδία τους και τα εγγόνια τους γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εκεί- και των μεταναστών της κρίσης.
Με δεδομένο ότι εκλογές του 2000 κρίθηκαν για 72.400 ψήφους, η συμμετοχή των ομογενών θα μπορούσε εύκολα να ανατρέψει το αποτέλεσμα, οδηγώντας στο ερώτημα αν είναι λογικό να παίζουν, δυνητικά, τόσο καθοριστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι πολλά και δεν αφορούν μόνο την διαδικασία αλλά και την ουσία. Μερικά μόνο από αυτά δείχνουν την πολυπλοκότητα του προβλήματος. Αν οι ομογενείς της Αυστραλίας έχουν την ίδια δυνατότητα με τους κατοίκους του Έβρου, δεν θα πρέπει να έχουν και τα ίδια προβλήματα ή τις ίδιες υποχρεώσεις;
Γιατί οι κάτοικοι της Βοιωτίας ή της Κορινθίας να δικαιούνται τους «δικούς» τους βουλευτές και να μην συμβαίνει το ίδιο και με τους αποδήμους;
Αν οι απόδημοι αποκτήσουν τους «δικούς» τους βουλευτές πώς αυτοί θα μπορέσουν ταυτόχρονα να συμμετέχουν στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες διατηρώντας επαφή και με τις κοινότητες που τους εξέλεξαν;
Είναι λογικό οι ψήφοι των ομογενών να είναι μόνο «επικρατείας»; Και αν ναι πως υλοποιείται αυτό στην πράξη;
Μπορεί να έχει λόγο για τα εργασιακά ή για την αγροτική πολιτική όποιος εκπροσωπεί πολίτες που είναι οικογενειακά και για δεκαετίες μόνιμα εγκατεστημένοι αλλού και συνεπώς τα επαγγελματικά, ασφαλιστικά, οικονομικά τους συμφέροντα είναι τελεσίδικα συνδεδεμένα με μια άλλη χώρα;
Μπορεί να έχουν «ισότιμη» ψήφο, και μάλιστα «κατ’ οίκον», όσοι δεν διατρέχουν τους ίδιους κινδύνους – οι ίδιοι και οι οικογένειες τους – από μια ενδεχόμενη πολεμική περιπέτεια; Μήπως πρέπει η συμμετοχή να είναι εντοπισμένη γενικά σε θέματα που αφορούν το Έθνος και σε κάποια ειδικά που αφορούν την ομογένεια;
Είναι δεδομένο ότι η λύση του προβλήματος δεν είναι εύκολη. Ίσως σε μια άλλη πολιτειακή δομή να προβλεπόταν ένα όργανο (π.χ. Γερουσία) στο οποίο η ένταξη των εκπροσώπων των ομογενών να ήταν περισσότερο ορθή πολιτικά.
Όμως αυτό επί του παρόντος δεν είναι εφικτό και γι’ αυτό η λύση πρέπει να αναζητηθεί εκ των ενόντων. Αυτό δεν σημαίνει ότι επιτρέπεται, η όποια επιλογή, να γίνει με κριτήρια κομματικά. Δεν πρέπει να ακολουθηθεί και εδώ το αρνητικό παράδειγμα της εκλογής προέδρου από την «βάση».
Τα κριτήρια πρέπει να είναι Εθνικά και να συμβάλλουν ουσιαστικά στην σφυρηλάτηση των δεσμών δίχως όμως να αλλοιώνουν τους θεμελιώδεις κανόνες λειτουργίας του πολιτεύματος.