Με λένε Άννα και πηγαίνω στην 6η Δημοτικού. Άμα μεγαλώσω θέλω να γίνω καθηγήτρια. Ο μπαμπάς μου είναι και αυτός καθηγητής σε ένα γυμνάσιο. Δεν ξέρω πολλά ακόμα για επαγγέλματα αλλά είμαι σίγουρη ότι το συγκεκριμένο θα μου αρέσει.
Βλέπω τον μπαμπά μου κάθε μέρα να ξεκινάει χαρούμενος για τη δουλειά του και να γυρίζει πιο χαρούμενος. «Ακόμα και τις δύσκολες μέρες», όπως τις λεει, «η διάθεσή του δεν μένει πεσμένη για πολύ».
Τώρα τελευταία βέβαια οι δύσκολές μέρες φαίνεται να έχουν πέσει όλες μαζί, δεν εξηγείται αλλιώς. Και εκεί που πήγαινα να καταλάβω ,πάλι μπερδεύτηκα. Οι καθηγητές ,μου είπε ,θα κάνανε μία απεργία γιατί τους αντιμετώπισαν σκληρά και άδικα από το υπουργείο παιδείας.
Ο υπουργός τους απαγόρεψε να κάνουν απεργία αλλά και εκείνοι αποφάσισαν τελικά να μην τη κάνουν την απεργία. Αυτό που με μπερδεύει είναι ότι ο υπουργός συνεχίζει, λεει, να τους αντιμετωπίζει σαν να έχουν απεργία. Τι έλεγα λοιπόν;
Χρόνια τώρα παρατηρώ τον μπαμπά μου να φέρνει δουλειά στο σπίτι από το σχολείο και ποτέ δεν τον έχω δει να γκρινιάζει γι’ αυτό. Είναι, μου έχει, πει τεστάκια και διαγωνίσματα .Το αγαπημένο μου πράγμα στο κόσμο είναι να κάθομαι κοντά του την ώρα που τα διορθώνει. Το ζει κανονικά . Και να τα «μπράβο Γιωργάκη» και να τα «σαλάτα τα έκανες Κωστάκη» και να τα «τι θα κάμω με σένα Μαρία;».
Η διάθεσή του αλλάζει ανά γραπτό. Και αν καμία φορά του πω ότι μιλάει μόνος του αυτός μου απαντάει ψύχραιμα ότι αυτό δεν ισχύει αφού είμαι και εγώ εκεί. Παλιά, θυμάμαι, με πείραζε που ασχολιότανε συνέχεια με τα άλλα παιδιά και ξέχναγε το δικό του. Μια φορά μάλιστα του είχα πετάξει τα τεστ από το παράθυρο κάτω από το μπαλκόνι και εκείνος βγήκε σαν τρελός να τα μαζέψει.
Οι περαστικοί και γείτονες τον κοιτάζανε περίεργα αλλά αυτός δεν τους έδωσε καμία σημασία. Έτρεχε πίσω από τα χαρτιά σαν υπνωτισμένος. Τώρα που μεγάλωσα όμως δεν ζηλεύω άλλο .
Έχω καταλάβει τι σημαίνουν οι μαθητές του γι αυτόν και αυτός είναι και ένας λόγος που τον αγαπάω ακόμα περισσότερο από παλιά. Μάλιστα έχω αναλάβει να του τακτοποιώ τα γραπτά κατά αλφαβητική σειρά. Είμαι κάτι σαν βοηθός καθηγητή δηλαδή.
Που να δείτε τι γίνεται όταν ο μπαμπάς γυρίζει το μεσημέρι στο σπίτι και καθόμαστε όλη η οικογένεια στο τραπέζι να φαμε. Πάντα το ίδιο .Αφού πει το γεια στα χέρια σου στη μαμά αρχίζει. Και έγινε εκείνο στο σχολείο και έγινε το άλλο στο Α1 και το παρ’ άλλο στο Γ2 και δεν σταματάει μέχρι να μας τα πει όλα.
Εγώ και η μαμά τον αφήνουμε να τα πει .Αυτό που έχω καταλάβει είναι το εξής : δεν είναι ότι όλες οι ιστορίες έχουν ενδιαφέρον .Είναι ο τρόπος που τις ζει ο μπαμπάς που μας κάνει να τον ακούμε χωρίς να βαριόμαστε καθόλου. Είναι απίστευτο αλλά μερικές φορές νιώθω σαν να με συνδέει κάτι πολύ δυνατό με τους μαθητές του μπαμπά ,και μετά από πολλή σκέψη κατέληξα ότι αυτό δεν είναι άλλο από το νοιάξιμο του.
Εντάξει ξέρω πολύ καλά ότι άλλο είδος νοιάξιμο έχει για μένα και άλλο για τους μαθητές του .Μια φορά που χρειάστηκε να με πάει μαζί του στο σχολείο του ένιωσα πολύ περίεργα στην αρχή και πολύ χαρούμενα μετά όταν με πλησιάσανε αρκετά γυμνασιόπαιδα τα οποία όχι μόνο ήξεραν το όνομά μου αλλά και πολλά άλλα για μένα. Μου είπαν, μάλιστα ,ότι ο καθηγητής τους και μπαμπάς μου συνέχεια τους μιλάει για μένα. Τότε είναι που σταμάτησα και να ζηλεύω.
Και βέβαια δεν χρειάστηκε και πολύ ώρα για να καταλάβω την αγάπη που είχαν τα παιδιά αυτά στο μπαμπά μου. Τα έβλεπα να γυρνάνε γύρω του σαν να τα τράβαγε μαγνήτης και να προσπαθούν ποιο θα τραβήξει τη προσοχή του πιο πολύ. Τους χάζευα έτσι που επικοινωνούσαν μοιράζοντας την απόσταση .Τα παιδιά γίνονταν λίγο πιο μεγάλοι και ο μπαμπάς μου λίγο πιο παιδί και έτσι κάπου στη μέση συναντιόντουσαν.
Με έκπληξη είδα το ίδιο να συμβαίνει και με άλλους καθηγητές που τύχαινε εκείνη την ώρα να είναι στο προαύλιο. Μου θύμισε μια εικόνα του διαστήματος που είχα δει πρόσφατα που είχε πολλούς γαλαξίες και που σε κάθε γαλαξία φαίνονταν να περιστρέφονται τα αστέρια του γύρω από κάποιο ήλιο φτιάχνοντας μια σπείρα.
Τότε είναι που μου καρφώθηκε η ιδέα να γίνω και εγώ καθηγήτρια όταν μεγαλώσω. Μου άρεσε η ιδέα του ήλιου που μοιράζει το φως του στα αστέρια.
Τη μόνη φορά που τον είδα στεναχωρημένο είναι όταν βγήκανε κάτι δημοσιογράφοι ,κάτι πολιτικοί και κάτι γονείς και είπανε ότι οι καθηγητές παίζουν με την αγωνία των μαθητών στις πανελλαδικές. Και ότι δείχνουν αδιαφορία για τις ανάγκες των παιδιών αφού θέλανε να κάνουνε απεργία μέσα στις εξετάσεις.
Ποίος είδε τον μπαμπά μου και δεν τον φοβήθηκε: «και για ποιόν νομίζετε ρε ότι θέλουμε να κάνουμε απεργία; Για τις 2 ώρες παραπάνω; Για να είμαστε καλά ώστε να μπορούμε να φροντίζουμε τα παιδιά σας, γι’ αυτό θέλουμε.
Πως θα μπορούμε να το κάνουμε αυτό όταν θα φυτοζωούμε ,μέσα στο φόβο και την ανασφάλεια ρε; Και τι περιθώρια μας αφήσατε για να αντιδράσουμε μετά τις εξετάσεις ,αφού μετά κλείνουν τα σχολεία. Μήπως θα σας βόλευε μια απεργία μέσα στο καλοκαίρι;»
Η χειρότερη στιγμή όμως δεν ήταν αυτή .Δεν ήταν ούτε όταν του κάνανε μείωση στο μισθό του στο μισό .Ήταν μερικές μέρες μετά όταν χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού μας ένας αστυνομικός και ζήτησε το μπαμπά μου.
Του έδωσε ένα χαρτί και ο μπαμπάς ούτε που το διάβασε αλλά εγώ πρώτη φορά στη ζωή μου τον είδα τόσο σκοτεινιασμένο ,σαν να ήταν έτοιμος να κλάψει. Δεν μίλησε .Ψιθύρισε μόνο μια λέξη: «Ξεφτίλα».
Το ίδιο βράδυ μου εξήγησε για την επιστράτευση και κατάλαβα. Αυτό που δεν μπορώ να χωνέψω με τίποτα είναι πως γίνεται να επιστρατεύσεις έναν που είναι ήδη επιστρατευμένος από μόνος του. Γίνεται να επιστρατέψεις έναν στρατιώτη; Ο μπαμπάς μου είναι ταγμένος στο σχολείο πάει και τελείωσε και δεν σηκώνω πολλά πάνω σε αυτό το θέμα! Και κανένας άλλος δεν νοιάζεται πιο πολύ για τους μαθητές του ,εκτός ίσως από τους γονείς τους.
Σας το λεω εγώ που τόσο έχω ζηλέψει αυτό του το νοιάξιμο. Κάτσε τώρα γιατί θα αρχίσω να τσαντίζομαι και εγώ. Και εγώ δεν είμαι σαν τον μπαμπά μου ,είμαι απρόβλεπτη.
Και μια και είπα τη λέξη ξεφτίλα έχω να σας πω ότι είναι, τελευταία, η αγαπημένη λέξη του μπαμπά μου. Προχτές εκεί που έβλεπε στη τηλεόραση τη ΝΕΤ και έγινε η οθόνη μαύρη τη ξαναείπε .Και είπε και άλλα από αυτά που εμένα μου απαγορεύει να λεω .Ξέρετε κακές λέξεις. Την άλλη μέρα όταν γύρισε από τη δουλειά του δεν μας είπε καμία ιστορία από το σχολείο .Με πήρε από το χέρι και με πήγε σε ένα μέρος που λέγεται ΕΡΤ.
Μπήκαμε μέσα στο κτίριο και είδαμε ανθρώπους σε κάτι γραφεία να κλαινε και άλλους να μιλάνε με δύναμη. Ο μπαμπάς με πήγε σε μια αίθουσα και μου έδειχνε κάτι μεγάλες φωτογραφίες κάποιων ανθρώπων λέγοντάς μου και κάτι για αυτούς : για το Χατζηδάκη, τον Ελύτη, το Κατράκη, τον Μινωτή και άλλους που δεν τους θυμάμαι τώρα. Μου είπε ότι από εδώ ακουγότανε η Λιλιπούπολη που μου έβαζε να ακούσω μικρή για να με πάρει γλυκά ο ύπνος.
Ήταν πολύ συγκινημένος όπως τότε που είχαμε χάσει τον παππού. Όταν τον ρώτησα να μου εξηγήσει μου είπε:
«θέλουν να κτυπήσουν τον πολιτισμό, αλλά το μόνο που θα καταφέρουν είναι να ξυπνήσουν όλους αυτούς τους κοιμισμένους φύλακές του που βλέπεις γύρω σου .Πρώτα κτύπησαν τη παιδεία, και τους εκπαιδευτικούς και τώρα έχουν βάλει στόχο τη τέχνη και την ιστορία του τόπου. Ας το καταλάβουμε όλοι και κυρίως αυτοί που λένε «καλά τους κάνανε» ότι έτσι κτυπάνε την Ελλάδα και τα παιδιά της».
Με ανησυχεί λίγο ο μπαμπάς μου τελευταία .Έχει γίνει λίγο νευρικός αλλά βγάζει και μια αποφασιστικότητα που αμέσως με ηρεμεί. Τελικά μάλλον μου αρέσει πιο πολύ έτσι. Σαν να ξύπνησε άλλος ένας κοιμισμένος φύλακας, όπως λεει και εκείνος.
Μια φορά ρώτησα το μπαμπά γιατί διαβάζει κάθε μέρα το μάθημα που θα διδάξει την άλλη μέρα και πως γίνεται μετά από τόσα χρόνια να μη το έχει μάθει ακόμα.
Εκείνος, χαμογέλασε και μου απάντησε ότι το μάθημα πρέπει να το λεει σα παραμύθι στα παιδιά και στα παραμύθια οι λεπτομέρειες είναι που φτιάχνουν την ατμόσφαιρα. Μου είπε επίσης ότι επειδή το κοινό του είναι, διαφορετικό κάθε φορά, πρέπει να φτιάχνει και διαφορετικό σενάριο.
Ο μπαμπάς μου κουβαλάει τη δουλειά του όπου πάει. Όχι όμως σα βάρος αλλά γιατί το θέλει ο ίδιος και δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Μέσα στο κεφάλι του γίνεται συνεχώς προβολή, σαν σε σινεμά, εικόνων που ζει με τα παιδιά. Εκεί είναι ο κόσμος του και είναι βάσανο, για εκείνον, να τον βγάζετε με βία έξω από αυτόν. Ζώντας μέσα στο κόσμο των παιδιών και λέγοντας συνεχώς παραμύθια κάποια στιγμή γίνεται μέρος του παραμυθιού και ο ίδιος.
Τι είναι όμως αυτό που κάνει το μπαμπά μου να μη μπορεί να κάνει αλλιώς; Αυτό που έχω καταλάβει είναι ότι το πιο σημαντικό, για αυτόν δεν είναι η αγάπη που παίρνει από τα παιδιά αλλά η αγάπη που τα παιδιά τον αφήνουν να τους δώσει .Και κακά τα ψέματα τα παιδιά διψάνε για αγάπη. Ναι τελικά αυτό είναι.
Ο μπαμπάς έχει μανία με τη προσφορά και από ότι φαίνεται μου τη κληρονόμησε και μένα. Ναι, θα γίνω, και εγώ, καθηγήτρια όταν μεγαλώσω. Με μια διαφορά όμως: εγώ έχω δει και έχω καταλάβει, από πολύ μικρή, και τον πραγματικό κόσμο των μεγάλων και δεν τον φοβάμαι ούτε τόσο λίγο, πια!!
Δημήτρης Τσιριγώτης – Φυσικός.
{jcomments on}