Στην χθεσινή του συνέντευξη στην τηλεόραση του KONTRA NEWS, ο πρώην υπουργός Υγείας περιέγραψε τις συνθήκες που παρέλαβε στη Δημόσια Υγεία και αναφέρθηκε στις παρεμβάσεις που έγιναν επί των ημερών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, τονίζοντας ότι για όλους αυτούς τους λόγους δεν δικαιούται ο Πρωθυπουργός σήμερα να μιλά με τόση αλαζονεία και σε τόσο απόσταση από την πραγματικότητα.
«Να θυμίσουμε μερικά πράγματα στον κ. Μητσοτάκη ο οποίος έχει την τύχη να ηγείται μίας χώρας που έχει μία ηπιότερη εξέλιξη της πανδημίας, καταγράφει ένα ελεγχόμενο αριθμό κρουσμάτων, διασωληνωμένων και νεκρών σε σχέση με άλλες χώρες. Αυτό δεν του δίνει το δικαίωμα να μιλά με τόση αλαζονεία και σε τόσο απόσταση από την πραγματικότητα.
Την περίοδο που προηγήθηκε έγινε μία τεράστια προσπάθεια επιβίωσης του δημόσιου συστήματος υγείας. Μία μάχη να στηρίξουμε ένα παραπαίον Δημόσιο Σύστημα, νοσοκομεία που είχαν υποστεί μία σωρευτική περικοπή στους προϋπολογισμούς 40% την πρώτη πενταετία της κρίσης, που είχαν παγώσει οι προσλήψεις, που είχαν κατρακυλήσει οι δημόσιες δαπάνες στο χαμηλότερο ποσοστό, στο 4,6% του ΑΕΠ όταν το 2009 ήταν στο 6,8%» τόνισε ο πρώην υπουργός Υγείας.
Όπως είπε, «υπήρχε μία γραμμή που οδήγησε σε μία τρομερή απορρύθμιση και αποδιοργάνωση στο σύστημα υγείας. Όταν ήταν υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης ο κ. Μητσοτάκης έγινε η περιβόητη μεταρρύθμιση του ν.4238 με υπουργό τον Άδωνη Γεωργιάδη που εξωθήθηκαν σε έξοδο από τις δημόσιες δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας 2.500 ειδικευμένοι γιατροί και δημιουργήθηκε ένα σεληνιακό τοπίο στις δομές πρωτοβάθμιας».
Συνεχίζοντας, ανέφερε ότι έπαυσε να λειτουργεί, ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα, το δίκτυο που είχε δομήσει το ΙΚΑ, με αποτέλεσμα να υπάρξει ένα τεράστιο κενό στη φροντίδα των ανθρώπων. «Αυτό οδήγησε μία τρομερή συσσώρευση προς τα Δημόσια Νοσοκομεία και οδήγησε και στην οικονομική επιβάρυνση των πολιτών που αναζητούσαν υπηρεσίες στον ιδιωτικό τομέα».
Ο πρώην υπουργός Υγείας αναφέρθηκε και στην παρέμβαση που έγινε επί ΣΥΡΙΖΑ, όταν λύθηκε οριστικά το ζήτημα της πρόσβασης των ανασφάλιστων ανθρώπων στα νοσοκομεία. «Διαγράψαμε βεβαιωμένα χρέη ανασφάλιστων ύψους 28 εκατ. ευρώ που είχαν μεταφερθεί ως χρέος στην εφορία. Ήταν μία τεράστια παρέμβαση αξιοπρέπειας και κοινωνικής συνοχής που έγινε σε περίοδο κρίσης, λιτότητας και μνημονίου».
Ο Ανδρέας Ξανθός αναφέρθηκε και στις προσλήψεις που έγιναν από την προηγούμενη κυβέρνηση. «Υπήρξε μία προσπάθεια σε συνθήκες περιορισμών και στις προσλήψεις, καθώς παραλάβαμε έναν κανόνα 1 προς 5. Δηλαδή για κάθε πέντε αποχωρήσεις που γίνονταν στο δημόσιο μπορούσε να προσλαμβάνεται ένας άνθρωπος. Τον κανόνα καταφέραμε το 2018 να τον φτάσουμε στο 1 προς 1» ανέφερε και συμπλήρωσε:
«Από το 2016 και μετά η εισροή προσωπικού προς τα νοσοκομεία ήταν σαφέστατη θετική. Έγιναν μόνιμες προσλήψεις, προσλήψεις επικουρικού προσωπικού, συμβασιούχων του ΟΑΕΔ και έφτασε τις 11.000 προσλήψεις και συνολικά τις 19.500 μαζί με τις αντικαταστάσεις. Οι ανάγκες είναι πολύ περισσότερες, το σύστημα υγείας ήταν υπό-στελεχωμένο και πριν την κρίση.
Το σύστημα υγείας βρέθηκε στα όρια κατάρρευσης και υπήρξε μία καταλυτική παρέμβαση την προηγούμενη τετραετία που του επέτρεψε να επιβιώσει και σήμερα να το βρει η πανδημία όρθιο, αξιόπιστο, με σαφώς βελτιωμένη λειτουργία, στελέχωση, εξοπλισμό και να είναι προσβάσιμο σε όλο τον κόσμο. Είναι έργο της προηγούμενης Κυβέρνησης και πρέπει να έχει τη γενναιότητα η σημερινή κυβέρνηση να το παραδεχτεί».
Ο τομεάρχης Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ τόνισε ότι είναι «προσβλητικό για την νοημοσύνη να εμφανίζεται ως έργο της Κυβέρνησης το ότι επιστρατεύτηκαν δυνητικά οι κλίνες ΜΕΘ των ιδιωτικών νοσοκομείων και των στρατιωτικών. Έτσι βγαίνει το νούμερο των 900 κλινών. Αυτές οι κλίνες προϋπήρχαν. Μέσα στην κρίση και στο μνημόνιο καταφέραμε να αυξήσουμε των αριθμό των διαθέσιμο κλινών ΜΕΘ κατά 100 και να φτάσουν τις 567».
«Προκηρύξαμε όλες τις κενές οργανικές θέσεις των γιατρών ΕΣΥ στις ΜΕΘ. Σχεδόν 200. Η κρίση τώρα βρήκε τις ΜΕΘ σε μία σαφώς καλύτερη κατάσταση σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο. Ενισχύσαμε τα τμήματα επειγόντων περιστατικών, την πρώτη γραμμή άμυνας του συστήματος»…υπογράμμισε.