Οι Μόνιμοι Αντιπρόσωποι της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Αρμενίας στον ΟΗΕ, Μαυρογιάννης και Margaryan, αποφάσισαν να εκφράσουν τη διαφωνία τους με την υποψηφιότητα του Volkan Bozkir, ο οποίος είναι υποψήφιος για την Προεδρία της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών.
Η κίνηση αυτή της αξίζει προσοχής.
Ο κ. Bozkir, πρώην διπλωμάτης και υπουργός, είναι σήμερα βουλευτής, μέλος του κόμματος AKP. Ανήκει στον πολύ στενό κύκλο του Ερντογάν. Είναι ο μόνος υποψήφιος για την Προεδρία της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, εκ μέρους της ομάδας της Δυτικής Ευρώπης, η οποία έχει την ευκαιρία να εκλέξει Πρόεδρο της ΓΣ για την περίοδο 2020-21.
Από τα 28 κράτη που συμμετέχουν στην ομάδα αυτή, υπήρξε συναίνεση για να εκλεγεί ο κ. Bozkir. Στην ομάδα αυτή συμμετέχουν η Ελλάδα και το Ισραήλ.
Είναι πραγματικά ένα σοβαρό ερώτημα για τους λόγους για τους οποίους η ομάδα της Δυτικής Ευρώπης επέτρεψε στην Τουρκία να κερδίσει μία από τις πιο σημαντικές θέσεις διεθνούς κύρους, σε μια περίοδο όπου προβαίνει σε συστηματικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του κράτους δικαίου και του διεθνούς δικαίου.
Παρόλο που ο κ. Bozkir είναι ο μόνος υποψήφιος, για τυπικούς λόγους που απαιτεί η διαδικασία, η υποψηφιότητα του μπήκε σε διαδικασία σιωπηλής ψηφοφορίας ενώπιον όλων των κρατών μελών της ΓΣ του ΟΗΕ.
Προτού λήξει η προθεσμία, οι Μόνιμοι Αντιπρόσωποι της Κύπρου και της Αρμενίας απέστειλαν επιστολή, εκφράζοντας τη διαφωνία τους και ζήτησαν να ακολουθηθεί διαδικασία μυστικής ψηφοφορίας, με προφανή στόχο να δοθεί η ευκαιρία σε κράτη μέλη του ΟΗΕ να εκφράσουν την αρνητική τους ψήφο.
Η επιστολή τους κυκλοφόρησε ως επίσημο έγγραφο της ΓΣ του ΟΗΕ τη 2α Ιουνίου, 2020.
Δίνεται έτσι μια δεύτερη ευκαιρία στην Ελλάδα (και ίσως στο Ισραήλ) να εκφραστούν διαφορετικά. Το αποτέλεσμα όμως δε θα αλλάξει. Θα είναι μια διπλωματική ήττα για την Ελλάδα, σε μια περίοδο για την οποία δεν χρειάζεται να λεχθούν και πολλά.
Είναι όμως και ένα ακόμα παράδειγμα όπου οι διπλωματικοί χειρισμοί της Λευκωσίας διαφοροποιούνται από εκείνους της Αθήνας, η οποία στην περίπτωση αυτή παρέμεινε στην γνωστή πεπατημένη μια ατυχούς διπλωματικής «αβρότητας».