Μια Ευκαιρία για την Ειρήνη…του πρώην Υπουργού Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Γιώργου Κατρούγκαλου.

0
351

Η αναγνώριση από τη Ρωσία των δύο αποσχιστικών επαρχιών αποτελεί εξαιρετικά ανησυχητική εξέλιξη που επιβαρύνει πολύ την κατάσταση στην Ουκρανία.

Πρόκειται για πράξη αντίθετη με το διεθνές δίκαιο και τις συμφωνίες του Μινσκ που παραμένουν-παρά την ως τώρα εκατέρωθεν μη εφαρμογή τους-η βασική οδός ειρηνικής διευθέτησης της κρίσης.

Το δε διάγγελμα του Ρώσου Προέδρου και η αφήγηση του για την ιστορία της Ουκρανίας ως έθνος και ως κράτος περιλάμβαναν έντονα στοιχεία αναθεωρητισμού της υφιστάμενης διεθνούς τάξης πραγμάτων στην Ευρώπη. Η ενέργεια αυτή ασφαλώς δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από τη διεθνή κοινότητα.

Αλλά δεν απετέλεσε κεραυνό εν αιθρία. Σε αυτήν την εξέλιξη συνέβαλε η μη ένταξη της Ρωσίας σε μία νέα μεταψυχροπολεμική αρχιτεκτονική ασφαλείας στην Ευρώπη, που θα παρείχε εγγυήσεις τόσο στην ίδια όσο και στις γειτονικές της χώρες.

Σπαταλήθηκε γι’ αυτό η πρόοδος που είχε επιτευχθεί κατά την δεκαετία του 1990, με την ιδρυτική πράξη ΝΑΤΟ-Ρωσίας (1997), καθώς και την αναθεωρημένη Συνθήκη για τις Συμβατικές Δυνάμεις στην Ευρώπη (revised CFE Treaty) και τη «Χάρτα της Κωνσταντινούπολης» που συμφωνήθηκαν το 1999 στο πλαίσιο του Οργανισμού Ασφάλειας και Συνεργασίας στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ).

Εκεί,  Ρωσία και Δύση είχαν συμφωνήσει στις γενικές αρχές ενός νέου συστήματος που θα κατοχύρωνε τον έλεγχο εξοπλισμών, το δικαίωμα κάθε κράτους να εξασφαλίσει την άμυνα του αλλά και την ανάγκη να εργαστούν όλες οι χώρες μαζί για το αδιαίρετο της ευρωπαϊκής ασφάλειας:

«Τα κράτη δεν θα ενισχύουν την ασφάλειά τους σε βάρος της ασφάλειας κανενός άλλου κράτους» και «κανένα κράτος ή ομάδα κρατών δεν μπορεί να έχει παραπάνω ευθύνη για την διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας στην Ευρώπη».

Η επόμενη δεκαετία δεν κινήθηκε σε αυτή την κατεύθυνση. Στο πλαίσιο της διακυβέρνησης Μπους στις ΗΠΑ, πολλοί θεώρησαν εσφαλμένα ότι η Ρωσία είναι πλέον μία δεύτερης κατηγορίας δύναμη, παραγνωρίζοντας τις ανησυχίες περικύκλωσης που ιστορικά χαρακτηρίζουν την εξωτερική της πολιτική.

Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ στις Βαλτικές, Βουλγαρία και Ρουμανία (2004) προχώρησε χωρίς παράλληλη ενίσχυση του Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας, με τις  Νάτο-Ρωσικές διαβουλεύσεις για συνεργασία στην πυραυλική άμυνα να αποτυγχάνουν και το ΝΑΤΟ να ανακοινώνει δική του πυραυλική ασπίδα.

Στη συνέχεια οι χώρες του ΝΑΤΟ δεν κύρωσαν την αναθεωρημένη Συνθήκη CFE (σε αντίθεση με τη Ρωσία) ενώ οι  ΗΠΑ αποχώρησαν μονομερώς (2001) από την Συνθήκη αντιβαλλιστικών πυρηνικών πυραύλων.

Μετά την εκλογή Ομπάμα (2009) έγινε μια ουσιαστική προσπάθεια από τις ΗΠΑ για επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων για ένα νέο πλαίσιο ελέγχου εξοπλισμών, στην οποία συνέβαλε και η Ελλάδα-ως Προεδρεύουσα χώρα στον ΟΑΣΕ-μέσω της λεγόμενης Διαδικασίας της Κέρκυρας.

Ωστόσο, αυτές οι πρωτοβουλίες απέτυχαν, ενώ λίγα χρόνια αργότερα (2014) η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία και προσάρτησε την Κριμαία, με τις νατορωσικές σχέσεις να παγώνουν για όλα τα υπόλοιπα χρόνια.

Η ειρήνη και η διπλωματία αξίζουν μια ακόμη ευκαιρία. Ένας γενικευμένος πόλεμος στην Ευρώπη είναι αδιανόητος. Συνεπώς, η ΕΕ, αξιοποιώντας όλα τα διπλωματικά της μέσα, θα πρέπει να συμβάλλει ενεργά στην αποκλιμάκωση της έντασης. Και, προφανώς, ο στρατηγικός στόχος πρέπει να παραμείνει η ένταξη της Ρωσίας σε ένα σύστημα αρχιτεκτονικής ασφάλειας και ελέγχου εξοπλισμών της Ευρώπης.

Η θέση της Ελλάδας πρέπει να είναι επίσης ξεκάθαρη. Ειδικά μέτρα θα πρέπει να ληφθούν για την προστασία της Ελληνικής κοινότητας της Ουκρανίας. Ακόμη και εάν τα πράγματα εξελιχθούν με βάση το χειρότερο σενάριο, δεν θα πρέπει να έχουμε καμία συμμετοχή σε πολεμικές επιχειρήσεις.

Η πατρίδα μας πρέπει πάντα να αποτελεί φωνή που στηρίζει την ειρήνη και το διεθνές δίκαιο-μαζί-στην παγκόσμια σκηνή. Να παίζει το ρόλο της «γέφυρας» ανάμεσα στο πολιτικό μας σπίτι, την Ευρωπαϊκή Ένωση, και τις άλλες μεγάλες δυνάμεις.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here