Στις 30 Μαΐου 1924, ο βουλευτής του Ιταλικού Ρεφορμιστικού Σοσιαλιστικού Κόμματος Τζάκομο Ματεότι κατήγγειλε στο Κοινοβούλιο το όργιο βίας και νοθείας στις εκλογές που είχαν διεξαχθεί τον Απρίλιο και που είχαν αποδώσει στο Εθνικό Φασιστικό Κόμμα το 65% των ψήφων.
Όταν τελείωσε την ομιλία του, μέσα σε ένα κλίμα συνεχόμενων ύβρεων και απειλών από μέρους των φασιστών βουλευτών, στράφηκε προς τους βουλευτές του κόμματος του και τους είπε: «Εγώ το λόγο μου τον εκφώνησα, τώρα εσείς ετοιμάστε τον επικήδειο μου».
Και πράγματι, έντεκα ημέρες αργότερα, καθώς ο Ματεότι πήγαινε με τα πόδια από το σπίτι του στο Κοινοβούλιο, μια ομάδα φασιστών και ανδρών της πολιτικής αστυνομίας τον απήγαγε και τον δολοφόνησε. Το πτώμα μου βρέθηκε μόνον τον Αύγουστο, εγκαταλελειμμένο σε δάσος λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Ρώμη.
Ήταν εμφανές ότι η δολοφονία του αντιπολιτευόμενου βουλευτή ήταν έργο της φασιστικής κυβέρνησης. Αυτό προκάλεσε την πιο σοβαρή πολιτική κρίση που αντιμετώπισε ποτέ ο Μπενίτο Μουσολίνι.
Κάποιοι από τους οργανωτές και τους εκτελεστές της δολοφονίας, υψηλά στελέχη της κυβέρνησης, ομολόγησαν δημόσια. Άλλοι απειλούσαν με αποκαλύψεις. Πολλά μέλη του Φασιστικού Κόμματος επέστρεψαν το κομματικό βιβλιάριο, ενώ ορισμένες τοπικές οργανώσεις διαλύθηκαν.
Για να κλιμακώσουν την αντιπαράθεση, τα αντιφασιστικά κόμματα αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το Κοινοβούλιο και να συσκεφθούν στον Αβεντίνο λόφο της Ρώμης. Μαζί τους και οι 19 βουλευτές του μικρού Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας.
Τα αντιφασιστικά κόμματα όμως δεν κατάφεραν να εκμεταλλευτούν τη στιγμή πολιτικής αδυναμίας του Μουσολίνι. Είχαν υποτιμήσει το πολιτικό σχέδιο του φασισμού και υπερτιμήσει τις μεταξύ τους διαφορές. Οι κομμουνιστές πίεζαν για κινητοποίηση του εργατικού κινήματος και για γενική απεργία.
Οι σοσιαλιστές όμως, που είχαν την ηγεσία του συνδικαλιστικού κινήματος, φοβόντουσαν περισσότερο τους κομμουνιστές παρά τους φασίστες. Αλλά και στο ίδιο το Κομμουνιστικό Κόμμα κυριαρχούσε τότε η άποψη του ιδρυτή του Αμαντέο Μπορντίγκα ότι δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στην «καπιταλιστική φιλελεύθερη δημοκρατία» και τον φασισμό. Οι εκκλήσεις στους σοσιαλιστές για «κοινό αγώνα» χρησίμευαν απλώς ώστε να «αποκαλύψουν την προδοσία τους».
Όσο για το καθολικό κόμμα, το μεγαλύτερο στο Αβεντίνο, ήταν έτοιμο να συμμαχήσει με τους αριστερούς και να κινητοποιήσει τις ενορίες. Αλλά επενέβη ο Πάπας Πίος 11ος και το σταμάτησε: είχε ήδη ξεκινήσει άτυπες διαπραγματεύσεις με τον Μουσολίνι για την υπογραφή του κονκορδάτου.
Αυτή η συγκεχυμένη κατάσταση που επικρατούσε στο αντιφασιστικό στρατόπεδο επέτρεψε στον Μουσολίνι να εδραιώσει την εξουσία του και τον Ιανουάριο του 1925 να αναλάβει με υπεροπτικό ύφος στο Κοινοβούλιο την «πολιτική ευθύνη» για τη δολοφονία του Ματεότι.
Έναν αιώνα μετά
Έναν αιώνα αργότερα, αυτή η θλιβερή ιστορία μάλλον μας είναι χρήσιμη. Στις μαζικές κινητοποιήσεις εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών είδαμε τους χρυσαυγίτες να συμμετέχουν ανοιχτά στις εκδηλώσεις και να προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση, ρίχνοντας τα δικά τους συνθήματα και προωθώντας τη δική τους στρατηγική.
Σαφέστατα, στους εντόπιους εθνικοσοσιαλιστές είναι εντελώς αδιάφορο εάν η πρώην γιουγκοσλαβική Δημοκρατία ονομάζεται Μακεδονία ή Βόρεια Μακεδονία.
Εκείνο που τους ενδιαφέρει είναι να προωθήσουν το δικό τους πρόγραμμα: τη συντριβή της δημοκρατίας και των κοινοβουλευτικών θεσμών και η επιβολή μιας αυταρχικής κυβέρνησης, ενδεχομένως με τη συνδρομή του στρατού, κατά τα πρότυπα της 21ης Απριλίου.
Περιλαμβανομένων και κάποιων εθνικών τραγωδιών, όπως συνέβη στην Κύπρο. Δεν είναι μυστικό: το λένε και το διαλαλούν σε κάθε τους δημόσια έκφραση, ακόμη και μέσα στην ίδια την αίθουσα του «μισητού Κοινοβουλίου».
Η αντίδραση των δημοκρατικών κομμάτων θυμίζει κάπως το ιταλικό Αβεντίνο. Πρόσφατα, η οργανωμένη επίθεση των φασιστικών συμμοριών εναντίον του Κοινοβουλίου αποσιωπήθηκε από τη Νέα Δημοκρατία και τα φιλικά προς αυτή μέσα ενημέρωσης.
Όσοι πολίτες ενημερώνονται από το ιδιωτικό σταθμό ΣΚΑΙ έχουν μείνει ακόμη με την εντύπωση ότι «μπαχαλάκιδες των Εξαρχείων», που από καιρό αποτελούν το «παρακράτος του Τσίπρα», προσπάθησαν να διαλύσουν τη συγκέντρωση.
Κι επειδή συνήθως οι αναρχικοί δεν υψώνουν γαλανόλευκες σημαίες, κάτι ελέχθη στον αέρα ότι «τις έκλεψαν» από τους ειρηνικούς διαδηλωτές. Την ίδια μυθιστορηματική εκδοχή διέδωσε η Νέα Δημοκρατία, αλλά και το Κίνημα Αλλαγής.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η δράση των εθνικοσοσιαλιστών αποκρύπτεται.
Για την Νέα Δημοκρατία η Χρυσή Αυγή δεν υπάρχει και όταν υπάρχει δανειζόμαστε από αυτήν επιχειρήματα ή και συνθήματα.
Ο στόχος είναι να ανατραπεί ο Τσίπρας, και για την επίτευξη του τα πάντα επιτρέπονται. Τόσο πολύ επιτρέπονται ώστε να εξοργιστεί ακόμη κι ένας δεξιός πολιτικός όπως ο Νίκος Δένδιας.
Κουλτούρα ΣΥΡΙΖΑ
Αλλά και ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ έχει σοβαρές ευθύνες. Μπροστά στην ερώτηση των ξένων ηγετών ποιοι είναι αυτοί που διαμαρτύρονται εναντίον της συμφωνίας, ο Αλέξης Τσίπρας δεν βρήκε καλύτερη εξήγηση παρά να τους πει ότι ήταν «ακροδεξιοί» και «λαϊκιστές».
Κι αυτό, αφού ο ίδιος είχε σαφώς διευκρινίσει σε συνέντευξη του στην Αυγή και αργότερα στο Κοινοβούλιο ότι δεν ταυτίζει τη διαμαρτυρία με τους φασίστες και πως «σέβεται όσους διαμαρτύρονται και διαφωνούν».
Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε βεβαίως ότι η κλεμμένη δήλωση της Κύπρου αποσιωπήθηκε από τα φιλικά προς την κυβέρνηση μέσα πληροφόρησης.
Για ποιο λόγο όμως ο πρωθυπουργός χάρισε αυτή τη σημαντική μερίδα της κοινής γνώμης που διαφωνεί με τη συμφωνία στους αυθεντικούς ακροδεξιούς εντός κι εκτός Νέας Δημοκρατίας;
Η μόνη εξήγηση είναι ότι ο Τσίπρας δυσκολεύεται να κατανοήσει βαθύτερα ότι κάποιος μπορεί να διαφωνεί με την όποια διεθνή συμφωνία της χώρας χωρίς να είναι ούτε φασίστας ούτε «εθνικιστής».
Ότι κάποιοι ουκ ολίγοι, δικαίως ή αδίκως, έχουν συγκεκριμένες ευαισθησίες όταν θεωρούν ότι θίγεται ή απειλείται η εθνική τους ταυτότητα.
Αλλά αν κοιτάξει κανείς τα κείμενα της ευρέως διαδεδομένης εντός του ΣΥΡΙΖΑ κουλτούρας, θα διαπιστώσει ότι ο ίδιος ο όρος «εθνική συνείδηση» ή «ταυτότητα» ουσιαστικά θεωρείται συνώνυμο της λέξης «εθνικισμός».
Κι αυτό διότι, σύμφωνα με τον εισαγόμενο δυτικό μαρξισμό, από τον Πέρυ Άντερσον έως τον Ερικ Χομπσμπάουμ, το έθνος είναι μια «φαντασιακή κοινότητα», δημιουργία του «σύγχρονου εθνικού κράτους» και, όπως όλοι γνωρίζουμε, «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα» και «προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε».
Το καλό και προοδευτικό, με άλλα λόγια, είναι μόνον ότι αφορά την ταξική διάσταση, της γης τους κολασμένους. Κι ας επιμένει η πρόσφατη ιστορία της φτωχής αυτής χώρας να μας θυμίζει ότι οι κομμουνιστές και η αριστερά ανδρώθηκαν κι έγιναν παλλαϊκές δυνάμεις μόνον όταν ύψωσαν την ελληνική σημαία και υπερασπίστηκαν την πατρίδα εναντία στη φασιστική εισβολή και κατοχή. Την πατρίδα, όχι το μεροκάματο.
Δεν θα αναφέρω πόσο αρνητικά αυτές οι μεταπρατικές ιδεοληψίες κινδυνεύουν να επηρεάσουν την εξωτερική πολιτική της χώρας. Εκείνο που ενδιαφέρει εδώ είναι να τονίσω ότι να χαρίζεις την εθνική ταυτότητα στους ναζιστές είναι, σε τελευταία ανάλυση, τόσο λάθος όσο και να τους ξεπλένεις αγνοώντας τους.
Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για το ελληνικό έθνος, με όλο το ιστορικό βάρος του. Διότι, ας μου επιτραπεί αυτή η μικρή αποκάλυψη: Λαμπρός και αξιοσέβαστος ο βρετανός ιστορικός, αλλά το ελληνικό έθνος δεν γεννήθηκε στις 26 Μαρτίου 1821.