Εάν δεν αλλάξει άμεσα το Οικονομικό Μοντέλο της Ελλάδας, εάν συνεχίσουμε να στηρίζουμε την οικονομία μας στον Τουρισμό (χωρίς κίνητρα σύνδεσης του με την εγχώρια παραγωγή), στις κατασκευές, στο ξεπούλημα και στην κατανάλωση, στο μοντέλο δηλαδή που μας χρεοκόπησε, προφανώς θα χρεοκοπήσουμε ξανά-κάτι που ήδη διαφαίνεται, με ορίζοντα το 2033.
Ανάλυση…
Ξεκινώντας από το έλλειμμα στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών μας, υπερέβη τα 14 δις € το 2023, παρά τα αυξημένα Τουριστικά μας έσοδα-γεγονός που σημαίνει ότι, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας υποχωρεί, παρά τους χαμηλούς μισθούς, με το διάμεσο (=αυτός με τον οποίο αμείβονται πάνω από το 50% των εργαζομένων), να είναι χαμηλότερος των 1.000 €.
Η άμεση συνέπεια του ελλείμματος αυτού, είναι η άνοδος του εξωτερικού μας χρέους-το οποίο υπερβαίνει ήδη τα 553 δις €.
Ήταν δε αποτέλεσμα του Eμπορικού μας Eλλείμματος, υψηλότερου των 32 δις €-το οποίο μειώνει αντίστοιχα το ΑΕΠ μας που είναι ίσο με την κατανάλωση+επενδύσεις+δημόσιες δαπάνες+εμπορικό ισοζύγιο (=εξαγωγές μείον εισαγωγές).
Με μισθούς Βουλγαρίας πάντως, στην προτελευταία θέση της ΕΕ και με κόστος διαβίωσης Σουηδίας, καθώς επίσης με το ιδιωτικό χρέος στα 387 δις €, ασφαλώς δεν υπάρχουν ευοίωνες προοπτικές για την οικονομία μας-η οποία εξαρτάται κυρίως από την κατανάλωση.
Το δεύτερο μεγάλο μειονέκτημα μας είναι τα προβλήματα του τραπεζικού μας συστήματος-όπου οι τράπεζες μπορεί να κέρδισαν σχεδόν 7,5 δις € τη διετία 2022/23, αλλά τα έσοδα τους δεν αποκτήθηκαν με ανάλογους τρόπους, όπως στην ΕΕ.
Αντίθετα, ήταν το αποτέλεσμα της Aισχροκέρδειας, αφενός μεν από την «ψαλίδα» μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων (=η υψηλότερη στην ΕΕ), αφετέρου από τις υπέρογκες προμήθειες που χρεώνουν και της έμμεσης στήριξης τους από την Κυβέρνηση, με τις υποχρεωτικές ηλεκτρονικές πληρωμές, με τα POS κοκ.
Εκτός αυτού, ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου τους υποχώρησε στο 17,3% από 17,5% και είναι χαμηλότερος από το μέσο Ευρωπαϊκό (20%)-ενώ η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους είναι χαμηλή.
Επί πλέον, ο αναβαλλόμενος φόρος ύψους 13,4 δις € (=κρυφό χρέος για το Δημόσιο), αποτελεί το 51% των συνολικών ιδίων κεφαλαίων τους-οπότε η οικονομική τους κατάσταση δεν είναι τόσο ρόδινη, πόσο μάλλον όταν αρχίσουν να υποχωρούν τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ και το Euribor.
Τα Κόκκινα Δάνεια δε στους ισολογισμούς τους αυξάνονται ξανά, αφού η οικονομική κατάσταση των δανειοληπτών τους επιδεινώνεται-με την Ελλάδα να έχει αρνητικό ποσοστό αποταμιεύσεων, στη χειρότερη θέση της ΕΕ.
Όσον αφορά τώρα το λόγο Xρέους/ΑΕΠ, μειώθηκε μεν, αλλά κυρίως λόγω της κατακόρυφης ανόδου των τιμών και της υπέρ-φορολόγησης μέσω του πληθωρισμού, των Ελλήνων-κάτι που έχει ημερομηνία λήξης.
Το Δημόσιο Χρέος δε στα 406,5 δις € συνεχίζει να αυξάνεται–ενώ η εξυπηρέτηση του είναι εφικτή μόνο επειδή έχουν παγώσει τα 96 δις € δάνεια του EFSF και τα 25 δις € τόκοι που στην ουσία αποτελούν κρυφό χρέος (μαζί με τις εγγυήσεις του Ηρακλή και τις υπόλοιπες Κρατικές).
Συνεχίζοντας, η σταδιακή ανά-χρηματοδότηση του Ελληνικού Χρέους από τις αγορές, οι οποίες υπεισέρχονται στη θέση των θεσμικών δανειστών της ΕΕ, αυξάνει τους κινδύνους από τα επιτόκια-ο μέσος όρος των οποίων είναι σταθερά ανοδικός.
Επόμενο πρόβλημα οι φυσικές καταστροφές, όπως στον Έβρο και στη Θεσσαλία, οι οποίες αφενός μεν έχουν κόστος για την αντιμετώπιση τους, αφετέρου μειώνουν την εγχώρια παραγωγή-ενώ υπάρχει επί πλέον το κόστος πρόληψης, υπό τις νέες κλιματολογικές συνθήκες.
Αυτό που οφείλει επίσης να επισημάνει κανείς, είναι το συνταξιοδοτικό πρόβλημα που θα εμφανισθεί το 2032-όταν την ίδια στιγμή ο προϋπολογισμός μας επιβαρύνεται, από τις δαπάνες χρηματοδότησης της μετάβασης στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα επικουρικής ασφάλισης που δρομολόγησε η σημερινή Κυβέρνηση.
Από την άλλη πλευρά, οι άμεσες Ξένες Επενδύσεις υποχώρησαν κατά 40%, ενώ η αύξηση των επενδύσεων ήταν μόλις 4,1% το 2023, όταν η Κυβέρνηση τις προϋπολόγιζε στο 15,5%-κάτι που συνεχίζεται στο 2024, όπου ο πήχης τοποθετείται ξανά πολύ ψηλά.
Λόγω ακριβώς αυτής της αστοχίας που οφείλεται κυρίως στη μειωμένη απορρόφηση των χρημάτων του Ταμείου Ανασυγκρότησης της ΕΕ, ο ρυθμός ανάπτυξης της χώρας περιορίσθηκε στο 2% αντί 2,4% που ήταν στον προϋπολογισμό-ενώ η ΤτΕ μείωσε τις προβλέψεις της για το 2024, από 2,5% στο 2,3%.
Τέλος, μεγάλο πρόβλημα παραμένει η χαμηλή Παραγωγικότητα των Εργαζομένων, από την οποία εξαρτώνται οι μισθοί, στο 55% του μέσου της Ευρωζώνης-εξαιτίας της μη διεξαγωγής επενδύσεων.
Επίσης το δημογραφικό που έχει σοβαρές συνέπειες τόσο όσον αφορά το ΑΕΠ, όσο και τις συντάξεις-αφού σε κάθε συνταξιούχο αντιστοιχούσαν το 2020 μόλις 1,5 εργαζόμενοι, από 1,9 το 2005, με την τάση να επιδεινώνεται.
Η συνέχεια στην ΠΗΓΗ…………..