Ηταν λίγο έως πολύ αναμενόμενο ότι η Πολιτεία, οι Ομοσπονδίες και τα ΜΜΕ θα έκαναν πάρτι γύρω από το βάθρο των ολυμπιονικών του Ρίο. Η καπηλεία μιας αθλητικής επιτυχίας είναι παλιά, δοκιμασμένη τακτική.
Κυβερνήσεις, πραξικοπηματικές ή δημοκρατικά εκλεγμένες, ανέκαθεν αντλούσαν δύναμη από το πατριωτικό αίσθημα έπειτα από κάποια αθλητική νίκη.
Κάπως έτσι μοίρασαν την πίτα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία, κάπως έτσι εδραιώθηκε η χούντα του Βιντέλα όταν η Αργεντινή κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο το 1978.
Σε κάθε μετάλλιο, λοιπόν, πρέπει να βγάζουμε στα μπαλκόνια σημαίες και κορδελίτσες, αλλιώς είμαστε ανθέλληνες. «Εδώ, στην άσχημη πόλη που απ’ την ανάγκη κρατιέται, ένας λαός ρημαγμένος μετάλλια ντόπας ζητά. Ολυμπιάδες κι η χώρα ένα γραφείο τελετών», που λέει κι ο Αλκίνοος.
Κάπως έτσι έπεσαν όλοι πάνω στους έξι υπέροχους Ελληνες αθλητές που κατέκτησαν μετάλλια στη Βραζιλία. Στη Στεφανίδη, στον Πετρούνια, στον Γιαννιώτη, στον Μάντη, στον Καγιαλή και κυρίως πάνω στην Αννα Κορακάκη.
Μέχρι πριν από δέκα μέρες την πρωταθλήτρια της σκοποβολής την ήξεραν μια χούφτα άνθρωποι. Και ξαφνικά έγινε εθνικό σύμβολο. Πολιορκείται για συνεντεύξεις και όταν απαντά πρέπει να τα βάλει με τα εδραιωμένα κλισέ του σιναφιού μας.
«Αφιερώνεις το μετάλλιο σε όλους τους Ελληνες που σε στήριξαν;» ήταν μία από τις ερωτήσεις που της έγιναν σε πρόσφατη συνέντευξή της. Ενοχικά ίσως, νιώθοντας υποχρεωμένη, η Αννα απάντησε καταφατικά.
Αν έλεγε όχι, θα έπεφταν όλοι να τη φάνε. Αλλά αυτό έπρεπε να κάνει. Ποιοι Ελληνες πού τη στήριξαν; Εμείς που δεν ξέραμε το όνομά της μέχρι χθες;
Οχι, κοπελάρα μου. Στον εαυτό σου, στους δικούς σου και στους φίλους σου να τα αφιερώσεις τα μετάλλιά σου. Αυτοί οι άνθρωποι είναι που στάθηκαν δίπλα σου όταν έκανες προπόνηση στο παράπηγμα. Εμείς σε μάθαμε σ’ ένα βράδυ.
Πολλοί πιστεύουν ότι την Αννα θα την ξεχάσουμε το ίδιο σ’ ένα βράδυ. Δεν νομίζω. Οπως δεν ξεχάσαμε τον Μουρούτσο και τον Νικολαΐδη. Οπως δεν ξεχάσαμε τον Κακλαμανάκη και τον Μελισσανίδη.
Αλλά δεν είναι αυτό το νόημα. Το νόημα είναι ότι αν το χέρι της Αννας έτρεμε λίγο περισσότερο στα προημιτελικά, δεν θα τη μαθαίναμε ποτέ.
Και μετά υπάρχει η άλλη καραμέλα. Τα δάκρυα του Γιαννιώτη, λέει, επειδή έφερε στην Ελλάδα ένα μετάλλιο. Αυτά της Στεφανίδη, όταν άκουσε τον εθνικό ύμνο. Μωρέ τι λες; Τα παιδιά στο βάθρο, είτε είναι 20 χρόνων είτε 36, δεν κλαίνε ούτε από πατριωτικό ερεθισμό ούτε από αίσθημα τέλεσης καθήκοντος.
Τα παιδιά στο βάθρο κλαίνε επειδή από τότε που θυμούνται τους εαυτούς τους τούς βγαίνει η πίστη σε στίβους, πισίνες, γήπεδα και γυμναστήρια. Απόδειξη ο Φεχαΐντ αλ Ντιχάνι από το Κουβέιτ.
Η χώρα του αποβλήθηκε από τους Ολυμπιακούς Αγώνες και εκείνος συμμετείχε στη διοργάνωση ως ανεξάρτητος. Κέρδισε το χρυσό μετάλλιο και συγκινήθηκε στο βάθρο.
Στον στύλο δεν βρισκόταν η σημαία της πατρίδας του, αλλά οι ολυμπιακοί κύκλοι και ο ύμνος που ακούστηκε ήταν η μουσική του Σπύρου Σαμάρα, η οποία τόσο όμορφα έντυσε το 1896 το ποίημα του Κωστή Παλαμά.
Και έχεις τους κουτοπόνηρους της ΕΟΕ να καταθέτουν ένσταση μετά το τέλος του αγώνα του Γιαννιώτη, ενώ ο ίδιος εις διπλούν απαίτησε ρητά να μη γίνει κάτι τέτοιο.
Το χρυσό, αν το έπαιρνε έτσι, θα ήταν «βρόμικο». Και ο Σπύρος, ο σπουδαιότερος Ελληνας αθλητής της τελευταίας δεκαετίας, δεν άξιζε κανένα βρόμικο μετάλλιο. Η χώρα του ίσως……αλλά εκείνος όχι.
{jcomments on}