Ο Δημήτρης Μαυρόπουλος είναι από τους αγαπητούς ηθοποιός που έχουμε δει σε πολλά θεατρικά και κινηματογραφικά έργα, τηλεοπτικές σειρές και διαφημίσεις. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βέροια, και σπούδασε στη Δραματική Σχολή «Σ. Μωυσείδη».
Τη φετινή σεζόν παίζει στο «Φον Δημητράκη» στο θέατρο Μουσούρη.
Λέω, να μιλήσουμε μαζί του και να τον γνωρίσουμε καλύτερα……
-Κύριε Μαυρόπουλε πείτε μας πως ήταν να μεγαλώνετε στη Βέροια;
«Έζησα μέχρι τα 15 μου στην Βέροια, ήσυχα και ανέμελα παιδικά χρόνια. Αλλά από μικρός είχα επιθυμία να ξεπεράσω τα όρια της. Να γνωρίσω και να ζήσω το καινούργιο , το διαφορετικό. Η φαντασία πάντα πλάθει όμορφες εικόνες και κάνει εύκολα τα «θέλω» μας.»
-Τι σας ώθησε ν ασχοληθείτε με το θέατρο και ποια η αντίδραση των δικών σας;
«Επειδή ήμουν ο «πλακατζής» της παρέας. Είχα ευκολία στις μιμήσεις, έβλεπα και πολύ κινηματογράφο και σε όλο αυτό το λαμπερό «παραμύθι», ένιωθα ότι είμαι κι’ εγώ μέσα. Με παρότρυναν και οι άλλοι και το «έδεσα κόμπο» και έλεγα πως θα γίνω ηθοποιός.
Οι γονείς μου και πιο πολύ ο πατέρας μου, το θεωρούσε παιδική αφέλεια. Όταν όμως του είπα ότι θα πάω στην Αθήνα, να δώσω εξετάσεις στα «Εξαίρετα Ταλέντα», είχα ιστορίες! Εφηβικό πείσμα, επαναστατική διάθεση, όπως θες πες το, εγώ έκανα αυτό που ήθελα. Μόνο η μητέρα μου με στήριξε, κι’ αυτή με την ελπίδα, ότι μόλις συναντήσω την πραγματικότητα, θα γυρίσω πίσω και θ’ ασχοληθώ με τη δουλειά του πατέρα μου, ήταν μηχανικός αυτοκινήτων.»
-Την εποχή που αποφοιτήσατε ήταν πιο εύκολα τα πράγματα στο επάγγελμά σας;
«Το ίδιο και πιο αυστηρά. Πρώτον, ήταν πολύ λιγότερα τα θέατρα, είχαμε δυο τηλεοπτικά κανάλια της κρατικής τηλεόρασης. Ο κινηματογράφος μετά τη μεταπολίτευση σχεδόν δεν υπήρχε. Πάντα η αναλογία ζήτησης και προσφοράς ήταν μεγάλη. Στη δουλειά μας, δεν πρέπει να βιάζεσαι. Είναι ένας Μαραθώνιος, θέλει αντοχή, συνέπεια και εργατικότητα.»
– Πόσο δύσκολο είναι να αποστηθίζεις , να υποδύεσαι, να καταθέτεις ψυχή για να ενσαρκώσεις κάποιον που δεν είσαι εσύ;
«Η δουλειά του ηθοποιού, δεν είναι να μάθει καλά τα λόγια του και να τα πει. Είναι να «καταλάβει», να «νιώσει» τα λόγια και να τα «μιλήσει». Παίρνουμε ένα κείμενο και του δίνουμε ζωή. Αυτό απαιτεί διάβασμα, συνεργασία με τους συναδέλφους σου και τον σκηνοθέτη. Ο πατέρας της δόξας είναι ο κόπος.»
– Πιστεύετε στην τύχη ή στο ταλέντο;
«Και στα δυο. Το να έχεις ταλέντο είναι απαραίτητο και φυσικά θα προσπαθήσεις να το καλλιεργήσεις, όμως δεν φτάνει. Θέλει και λίγο τύχη. Αλλά και να είσαι τυχερός, και να μην έχεις ταλέντο, πάλι δεν φτάνει, χάνεσαι γρήγορα.»
-Σας αντάμειψε η επιλογή σας οικονομικά και ηθικά;
«Σαν άνθρωπος, κέρδισα πολλά, έμαθα να σκέφτομαι και να κρίνω πρόσωπα και καταστάσεις, δίκαια και απλά. Αυτό είναι το μεγαλύτερο περιουσιακό στοιχείο από τη δουλειά μου.»
-Πως βιώνετε την κρίση που περνάμε και τι θα λέγατε στους πολιτικούς μας;
«Όπως όλος ο κόσμος. Με ανασφάλεια και περιορισμούς. Υπάρχει το πρέπει που «φρενάρει» τα «θέλω». Είναι δύσκολες οι εποχές, αλλά νομίζω ότι όλα μπορούν να γίνουν καλύτερα μόνο αν διαχειριστείς σωστά τα δεδομένα που έχεις. Η σπατάλη, η αμετροέπεια μας οδήγησαν εδώ. Πιστεύω ότι το πάθημα, θα γίνει μάθημα. Δεν πιστεύω σε σωτήρες. Πιστεύω σε μας και πιο πολύ στους νέους γιατί και θέλουν και μπορούν.»
-Κάνετε συμβιβασμό για κάποιο ρόλο προκειμένου να έχετε δουλειά;
«Όταν είσαι νέος, μπορεί να πάρεις αυτά που σου προτείνουν, προκειμένου να ξεκινήσεις. Όταν πλέον έχεις μια θητεία ή μια καλλιτεχνική ταυτότητα σημαντική, τότε έχεις άλλες επιλογές.
Ο ρόλος, ο θίασος, η καλή σχέση με τον επιχειρηματία ή τον σκηνοθέτη. Ο καθένας μας έχεις τους δικούς του λόγους που μπορεί ν’ αποφασίζει. Δεν είναι όλα τα χρήματα. Αυτοί είναι ελιγμοί. Δεν είναι συμβιβασμοί. Κάθε εποχή έχει τις ιδιαιτερότητες της.»
-Πόσο θυσιάζει την προσωπική ζωή ένας ηθοποιός για χάρη του επαγγέλματός του;
«Η δουλειά είναι κομμάτι της ζωής μας. Δεν είναι η ζωή μας. Τουλάχιστον αυτό ισχύει για μένα. Ότι τα σαββατοκύριακα που ο κόσμος βγαίνει, ξεκουράζεται ή κάνει ένα ταξίδι, εμείς δεν μπορούμε. Γιατί έχουμε το σαββατοκύριακο διπλές παραστάσεις. Όταν όμως υπάρχει καλή διάθεση, όλα μπορούν να ταιριάξουν»
-Μιλήστε μας για την παράσταση που συμμετέχετε.
«Παίζω σε μια παράσταση για την οποία είμαστε όλοι υπερήφανοι! Είναι ο «Φον Δημητράκης» του Δημήτρη Ψαθά στο θέατρο «Μουσούρη», όπου πρωταγωνιστεί και σκηνοθετεί ο Πέτρος Φιλιππίδης. Έκανε σπουδαία δουλειά τόσο ως ηθοποιός όσο και ως σκηνοθέτης.
Ο υπέροχος Γεράσιμος Σκιαδαρέσης. Η εξαίρετη Μαρία Κατσανδρή. Η μοναδική Φαίη Ξυλά. Η πολύ καλή Γιάννα Παπαγεωργίου. Ο Μανώλης Χουρδάκης, η Χρύσα Κλούβα, ο Γιώργος Ψάλτου, ο Θανάσης Ισιδώρου, η Χριστίνα Σπατιώτη είναι ο θαυμάσιος θίασος.
Τα κοστούμια και τα εξαιρετικά σκηνικά είναι του Γιώργου Γαβαλά, οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου και η μουσική του Ιάκωβου Δρόσου. Πρόκειται για μια πικρή, πολιτική κωμωδία, μια παράσταση που την χαρακτηρίζουν όλοι: μοναδική! Κι’ αυτό μας τιμά και δικαιώνει την προσπάθεια μας κάθε βράδυ με γεμάτο θέατρο!»
-Πως είναι σαν άνθρωπος ο Δημήτρης, αισιόδοξος, πολεμιστής, τι αγαπά, με τι θυμώνει, πως περνά τις ελεύθερες ώρες του;
«Αισιόδοξος γιατί δε θέλω να τρέχω πίσω από τα γεγονότα . Μ’ ενδιαφέρει να έχουμε υγεία όλοι μας, να συμπαραστεκόμαστε στα δύσκολα . Στην ζωή δεν είμαστε μόνοι, είμαστε μαζί. Θυμώνω με την αδικία, το ψέμα και το «δήθεν». Μου αρέσουν τα ταξίδια και η καλή παρέα, οι αληθινές σχέσεις.»
-Υπάρχει αλληλεγγύη στη δουλειά σας, ή ζήλια;
«Στην θεατρική οικογένεια υπάρχει αλληλεγγύη. Δεν είναι μόνο αυτό που πολλές φορές προβάλλεται. Αυτό είναι το κουτσομπολιό. Υπάρχουν περιπτώσεις που συνάδελφοι προτείνουν έως και «επιβάλουν» συναδέλφους γιατί έχουν μεγάλη ανάγκη να εργαστούν. Αυτά δεν κοινοποιούνται και δεν πρέπει να λέγονται! Ζήλιες; Σ΄ ένα κατεξοχήν ανταγωνιστικό επάγγελμα που τρέφει το «εγώ» μας, λογικό δεν είναι ; Και στα άλλα επαγγέλματα όμως δεν υπάρχουν;
-Μια ευχή σας;
«Να έχουμε το κυριότερο ψυχραιμία και κουράγιο. Να κρίνουμε το χθες, το τώρα και το αύριο, όχι με θυμό. Αλλά κρίμα, εμείς μπορούμε και θέλουμε. Αυτούς που θα επιλέξουμε είναι ικανοί;
Έχουμε δρόμο μεγάλο και δύσκολο. Εμείς να χαράξουμε την πορεία μας. Αρκετά χρόνια άλλοι βαρούσαν το ντέφι, κι’ εμείς χορεύαμε. Τώρα θα γίνει το αντίθετο. Όποιος δεν ξέρει να χορεύει, ας κάτσει κάτω. Κοντά μας θα μάθει.»